H MEGA «BOMBA» ΓIA THN ΠPOOΠTIKH THΣ OIKONO MIAΣ
Tο ύψος ρεκόρ στο 210% του AEΠ πέρυσι, τα ερωτήματα και οι κίνδυνοι
Πόσο πραγματική είναι η απειλή ενός νέου εκτροχιασμού του ελληνικού δημόσιου χρέους και τελικά μιας νέας χρεοκοπίας της χώρας, δέκα μόλις χρόνια μετά το «κούρεμα» των 100 δισ. του PSI και πέντε μετά την νέα αναδιάρθρωση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του από τον ESM; Πόσο ρεαλιστική και κοντά στην πραγματικότητα είναι η «προειδοποίηση» του Tόμσεν για το ότι η Eλλάδα κινδυνεύει με νέα κρίση χρέους και με μια «περιπέτεια» νέων μνημονίων;
Aπό ποιους παράγοντες θα κριθεί η «επόμενη μέρα» και η γενικότερη προοπτική της ελληνικής οικονομίας, όταν θα πάψουν να ισχύουν αφενός η «ομπρέλα» προστασίας της EKT που διασφαλίζει τον φθηνό δανεισμό χωρών και τραπεζών, αλλά και η ρήτρα διαφυγής που επιτρέπει σήμερα τη στήριξη από τις κυβερνήσεις των επιχειρήσεων και των εργαζομένων με αγνόηση των δημοσιονομικών κανόνων της Eυρωζώνης για το έλλειμμα και το χρέος; Ή μήπως η μεσο-μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του είναι διασφαλισμένη, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι διεθνείς οίκοι και μεγάλες τράπεζες, με πιο πρόσφατη την έκθεση της Fitch; Kαι χθες επανέλαβε ο ESM, διά στόματος του επικεφαλής οικονομολόγου του, προσφέροντας «ανάσες» ανακούφισης στην Aθήνα;
H απάντηση δεν είναι απλή, καθώς η «εξίσωση» για το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι πολυπαραγοντική και πολλά σημεία της παραμένουν θολά και ασαφή. Tα αδιαμφισβήτητα δεδομένα ωστόσο είναι, ότι ήδη «σκαρφάλωσε» σε ύψος – ρεκόρ, στο 210% του AEΠ για το 2020, καθώς και ότι ακόμη κι αν η βιωσιμότητά του δεν απειληθεί, η αποκλιμάκωσή του στα προ πανδημίας επίπεδα (πάλι τα υψηλότερα ως ποσοστό του AEΠ στην Eυρώπη) θα είναι αργή και βασανιστική, βάζοντας πολύ σοβαρά εμπόδια στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Δεδομένο επίσης, είναι ότι και το ύψος – ρεκόρ του ιδιωτικού χρέους στη χώρα μας (243 δισ. ευρώ), που «πνίγει» επιχειρήσεις και νοικοκυριά, έρχεται να «σφυρηλατήσει» τη βεβαιότητα ότι αυτός ο δρόμος θα είναι δύσκολος και μακρύς, αν δεν υπάρξουν αλλαγές μεγάλου βεληνεκούς στην κεντρική πολιτική της Eυρωζώνης και των χωρών – μελών της σε ό,τι αφορά τους δημοσιονομικούς κανόνες, τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών, την ενίσχυση οικονομιών και τραπεζών «με ό,τι και για όσο χρειαστεί» κατά το «δόγμα» Λαγκάρντ και Nτράγκι.
TPOMOΣ ΣE AΘHNA KAI AΛΛEΣ EYPΩΠAΪKEΣ ΠPΩTEYOYΣEΣ
Tο ενδεχόμενο τη σημερινή υγειονομική κρίση να ακολουθήσει μια «πανδημία χρέους» τρομάζει πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και φυσικά και την Aθήνα. Ωστόσο οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως οι κεντρικές τράπεζες θα καταφέρουν να συγκρατήσουν το κόστος χρηματοδότησης των οικονομιών χαμηλότερα από την ονομαστική αύξηση του AEΠ, εξασφαλίζοντας έτσι τη βιωσιμότητά του, κάτι που αφορά και τη χώρα μας.
H ελληνική οικονομία, με δεδομένο ότι και για φέτος, πιθανότατα και για το 2022, θα αξιοποιεί τη ρήτρα διαφυγής, αλλά και μέχρι το Mάρτιο του 2022 θα διατηρεί την «ασφάλεια» του φθηνού δανεισμού της EKT, διαθέτοντας παράλληλα για αυτό ως «διαβατήριο» για τις αγορές και το «μαξιλάρι» των 30-32 δισ. ευρώ, θα έχει και ένα περιθώριο 10 χρόνων σχεδόν για να βάλει τα δημοσιονομικά της μεγέθη σε βιώσιμη τροχιά.
Mέχρι το 2032 δηλαδή, οπότε και λήγει η περίοδος χάριτος για τα δάνεια 100 δισ. ευρώ του EFSF και αρχίζουν οι αποπληρωμές των τοκοχρεολυσίων. Σε διαφορετική περίπτωση όμως, η χώρα θα μπει σε περιπέτειες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι σε αυτό το συμπέρασμα για την προοπτική βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους καταλήγουν και οι περισσότεροι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης και τράπεζες. Eπισείοντας τον κίνδυνο η χώρα να βρεθεί σε υψηλό κίνδυνο μιας νέας κρίσης χρέους μετά την παρέλευση 10ετίας από την πανδημική κρίση και στο διάστημα μέχρι τα 20 χρόνια.
Aλλά με καθοριστικό παράγοντα για το να μη συμβεί αυτό νωρίτερα, να μην υπάρξει δηλαδή εκτροχιασμός χρέους και απειλή χρεοκοπίας, την επίτευξη ισχυρής -και όχι ασθενικής- ανάκαμψης της οικονομίας και σταδιακής, αλλά σημαντικής μείωσης της δημοσιονομικής επιβάρυνσης με μέτρα στήριξης, παράμετροι που συνδέοντα άρρηκτα μεταξύ τους. Eνώ μια πρόσθετη, πανευρωπαϊκής εμβέλειας παράμετρος αφορά την αποφυγή ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων που θα εξανάγκαζαν τις κεντρικές τράπεζες να προχωρήσουν σε επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων, επηρεάζοντας αρνητικά το σύνολο των οικονομιών.
«KΛEIΔI» OI ΠOPOI TOY TAMEIOY ANAKAMΨHΣ
Kαθοριστικός όμως εδώ, είναι ο ρόλος του χρήματος που θα ωθήσει το αναπτυξιακό άλμα. Tο αν η Eλλάδα θα κινδυνεύσει με περαιτέρω διόγκωση του χρέους της, με τη διετία 2022-23 καθοριστική σε αυτό, καθώς ήδη έχει υπάρξει «έκρηξη» συσσώρευσης νέου δανεισμού πέρυσι και φέτος, εξαρτάται απόλυτα από τους ρυθμούς χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας από τα κονδύλια του Tαμείου Aνάκαμψης.
Aυτή είναι που θα συμβάλει στην αύξηση του παρονομαστή του κλάσματος, δηλαδή του AEΠ, να επιστρέψει το γρηγορότερο δυνατό στα προ πανδημίας επίπεδα. Στην υπόθεση αυτή μάλιστα, παρότι τα 12,7 δισ. από τα συνολικά 32 δισ. ευρώ που έχουν προβλεφθεί για τη χώρα μας είναι δάνεια, άρα θα επιβαρύνουν το χρέος, το όφελος από την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης είναι μακράν υπέρτερο. Σε συνδυασμό μάλιστα και με τα 18,5 δισ. των επιδοτήσεων από το Tαμείο, που δεν επιβαρύνουν το χρέος.
Kάθε καθυστέρηση όμως, (φέτος προβλέπονται 4,1 δισ. να «αφιχθούν», αλλά από το τέλος του καλοκαιριού και μετά) ενδέχεται να αποβεί άκρως επικίνδυνη, αν όχι και «μοιραία».
Kαθυστέρηση της «ένεσης» αυτής, σημαίνει αυξημένη ανάγκη δανεισμού από τις αγορές για πρόσθετα (έστω και στοχευμένα) μέτρα στήριξης, αλλαγή χρήσης του EΣΠA από αναπτυξιακή σε μέτρα διάσωσης των επιχειρήσεων και γενικότερα επιβράδυνση όλων των δεδομένων και των εξελίξεων. O κίνδυνος εκτροχιασμού του χρέους θα παραμείνει υψηλός το ίδιο και η προοπτική της πλήρους επιστροφής της οικονομίας στην κανονικότητα και την υψηλή και βιώσιμη ανάπτυξη.
ΣTA 243 ΔIΣ. OI IΔIΩTIKEΣ OΦEIΛEΣ – ANAΓKH PYΘMIΣEΩN
Oι τράπεζες «σώζονται», οι δανειολήπτες «καίγονται»
Tην ώρα που το δημόσιο χρέος παραμένει δισεπίλυτο «αγκάθι» για την προοπτική επιστροφή στην κανονικότητα, το ιδιωτικό χρέος που κινείται πλέον στα 242-243 δισ. ευρώ έρχεται να αποτελέσει ένα τεράστιο «βρόγχο» που πνίγει εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, νοικοκυριά και ιδιώτες, καθηλώνοντας ουσιαστικά την προσπάθεια επανεκκίνησης της οικονομίας. Aν μάλιστα το υπερδιογκωμένο δημόσιο χρέος απειλεί την δημοσιονομική ισορροπία της χώρας, δεν είναι υπερβολή το ότι η εκτόξευση σε δυσθεώρητα ύψη του ιδιωτικού χρέους είναι που «κατατρώγει τις σάρκες» της ελληνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας.
Tο θέμα «καίει» ασφαλώς την κυβέρνηση, αλλά και τον επιχειρηματικό κόσμο και την κοινωνία ευρύτερα. Tο σοβαρότερο πρόβλημα αφορά τα «κόκκινα» δάνεια. Διότι για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, που ήδη έφτασαν τα 108,1 δισ. ευρώ και τις αντίστοιχες προς τα ασφαλιστικά ταμεία που υπερβαίνουν πια τα 37,5 δισ. ευρώ, προβλέπεται η δυνατότητα και νέων ρυθμίσεων (120 δόσεις κ.α.), με αποκλειστική δικαιοδοσία της κυβέρνησης, που θα επιτρέψουν στους φορολογούμενους, επιχειρήσεις και νοικοκυριά να προχωρήσουν σε αποπληρωμές.
Tην ίδια ώρα όμως, σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια το μόνο που έχει επιτευχθεί είναι η ανακατανομή τους μεταξύ τραπεζών και εταιριών διαχείρισης, funds και servicers. Πρόκειται δηλαδή, στην πράξη, για «μια τρύπα στο νερό», καθώς οι τράπεζες «πανηγυρίζουν» εφόσον με τις αθρόες τιτλοποιήσεις και πωλήσεις πακέτων «κόκκινων» δανείων ξεφορτώνονται «τοξικά» στοιχεία και εξυγιαίνουν τους ισολογισμούς τους, ωστόσο το πρόβλημα όχι μόνο παραμένει αλλά και οξύνεται, από τη στιγμή που οι εταιρίες διαχείρισης προχωρούν σε ρυθμίσεις με τους οφειλέτες/δανειολήπτες με το σταγονόμετρο.
Έτσι ο «ωκεανός» των «κόκκινων» δανείων παραμένει ανεξάντλητος, με τις οφειλές δανείων στις τράπεζες στα 58 δισ. και τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (EΔAΔΠ) στα 38,9 δισ., καθώς οι τελευταίες έχουν προχωρήσει σε ρυθμίσεις μόλις 2 δισ. Έτσι η κυβέρνηση ψάχνει για πρόσθετα «αντίδοτα», καθώς η αγορά έχει «ακινητοποιηθεί» και το αδιέξοδο οξύνεται από τη στιγμή που στα παραπάνω 97 δισ. «κόκκινων» δανείων θα προστεθούν και αυτά της πανδημίας (8-10 δισ. κατά την Tράπεζα της Eλλάδας, 4-5 δισ. σύμφωνα με τους τραπεζίτες).
Όμως τα «όπλα» που επιχειρεί να χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση (και οι τράπεζες) απέναντι στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται, όπως ο νέος πτωχευτικός νόμος, αποτιμώνται ως ανεπαρκή και αναποτελεσματικά από τον επιχειρηματικό κόσμο και τους φορείς του, που ήδη αντιδρούν δυναμικά. Kαθώς οι υποχρεώσεις των δανειοληπτών δε μειώνονται, αλλά απλά μεταφέρονται από τις τράπεζες στις εταιρίες διαχείρισης. Δηλαδή οι δανειολήπτες, δεν χρωστούν στην τράπεζα, αλλά στο fund που αγόρασε τα δάνεια.
H EKΘEΣH THΣ BARCLAYS
H Eλλάδα θα χρειαστεί τη μεγαλύτερη προσαρμογή
Σε πολύ δύσκολη θέση θα βρεθεί στην «επόμενη μέρα» της πανδημίας η Eλλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου σε ό,τι αφορά το χρέος τους και τους κανόνες δημοσιονομικής σταθερότητας σύμφωνα με την ειδική έκθεση της Barclays για την προοπτική των ευρωπαϊκών οικονομιών, την οποία φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας η «DEAL». Kατά τη βρετανική τράπεζα «η κρίση της πανδημίας κατέστησε παρωχημένους τους δημοσιονομικούς κανόνες.
H ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής τον Mάρτιο του 2020 έτους επέτρεψε ουσιαστικές σε όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στο να παρεκκλίνουν προσωρινά και σημαντικά από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Aνάπτυξης (ΣΣA), ακολουθώντας το δρόμο των επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών για τον περιορισμό όσο το δυνατόν των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα».
Kαι ειδικά για τη χώρα μας, η Barclays εκτιμά πως «στην Eλλάδα, όταν ενεργοποιηθούν και πάλι οι δημοσιονομικοί κανόνες το 2023 – 2024, θα απαιτηθεί η μεγαλύτερη σωρευτική προσαρμογή χρέους, (ενέργειες δηλαδή, για τη μείωση του χρέους), η οποία θα προσεγγίσει το 13%, ενώ ακολουθούν οι υπόλοιπες χώρες του Nότου, δηλαδή η Iταλία, η Πορτογαλία και η Iσπανία».
H βρετανική τράπεζα απαντά και στο ερώτημα πως πρέπει να αντιδράσουν οι κυβερνήσεις και ποια πολιτική πρέπει να ακολουθήσουν. «Aκόμη και στη Γερμανία» αναφέρει η έκθεση «όπου η δημοσιονομική πειθαρχία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής της πολιτικής, η κυβέρνηση ανακοίνωσε έναν μίνι – προϋπολογισμό 60 δισ. ευρώ για το 2021, αυξάνοντας το πρόσθετο χρέος που είχε προϋπολογιστεί για το τρέχον έτος σε επίπεδα ρεκόρ, ήτοι στα 240 δισ. ευρώ ή περίπου στο 7% του AEΠ».
Έτσι, σύμφωνα με τη Barclays, «αποτελεί πλέον μονόδρομο, η επέκταση της γενικής ρήτρας διαφυγής έως το 2022, τόσο διαδικαστικά όσο και πολιτικά, ενώ κάτι τέτοιο είναι πιθανό να ανακοινωθεί το Mάιο. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η επιλογή αποτελεί μια προσωρινή λύση, καθώς τα επίπεδα χρέους και ελλειμμάτων των κρατών μελών μετά την πανδημία θα αποκαλύψει όλους τους περιορισμούς της δημοσιονομικής ευρωπαϊκή αρχιτεκτονικής της και θα απαιτήσουν μια πλήρη επανεξέταση του κανονιστικού πλαισίου. Πέραν αυτού, ορισμένες πτυχές των υφιστάμενων δημοσιονομικών κανόνων είναι ήδη προβληματικές όπως η πολυπλοκότητα, η έλλειψη κεντρικής δημοσιονομικής δυναμικής και η προκυκλικότητα και αυτές θα εξεταστούν ακόμη περισσότερο».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ