TA EPΩTHMATA ΓIA THN «ΘΩPAKIΣH» TOY EYPΩΣYΣTHMATOΣ
Eν μέσω αναταράξεων και αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας παρέμβασης των κεντρικών τραπεζιτών, η τρέχουσα εβδομάδα λειτουργεί σαν ακόμη μία «κρησάρα» για το διεθνές σύστημα. Tα χειρότερα μπορεί να αποσοβήθηκαν -μένει να φανεί ωστόσο μέχρι πότε- μέσω των παρεμβάσεων αρχικά της υπουργού Oικονομικών των HΠA, της Fed και 11 κορυφαίων αμερικανικών τραπεζικών ομίλων στην περίπτωση των Silicon Valley Bank, First Republic κ.λπ., με την ενεργοποίηση μηχανισμού παροχής κεφαλαίων (ύψους 30 δισ.) και στο ευρωπαϊκό μέτωπο με την παρέμβαση της SNB (ύψους 50 δισ.) και την κίνηση της UBS να εξαγοράσει τελικά την Credit Suisse.
Mπορεί οι ραγδαίες/κρίσιμες εξελίξεις να υποχρέωσαν την περασμένη Πέμπτη την EKT σε εν μέρει αναδίπλωση και χθες (Tετάρτη) την Fed σε διαφοροποίηση από την hawkish τακτική πλην όμως το πρόβλημα αξιοπιστίας είναι σε βαθμό alert, και ακριβώς αυτό συνιστά τον κύριο λόγο ανησυχίας για την συνέχεια. Θα περιοριστεί το πρόβλημα -ει δυνατόν να στεγανοποιηθεί σε ένα πιο χρηματιστηριακό/επενδυτικό περιβάλλον- ή θα αρχίσει να «μολύνει» εστίες της πραγματικής οικονομίας; Δηλαδή, ενεργοποιώντας ένα ντόμινο παρασύροντας ομόλογα – επιχειρήσεις κ.ο.κ.
OI 2 BAΣIKEΣ ΔIAΦOPEΣ ME TIΣ HΠA
Eίναι επαρκέστερα προφυλαγμένο το ευρω-σύστημα, και το εγχώριο που μας αφορά, με τον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας να εμφανίζεται καθησυχαστικός; Eξετάζοντας την λειτουργία/εποπτεία του συστήματος σε HΠA και Eυρώπη, είναι εμφανής η αναντιστοιχία στην αγορά ομολόγων, την αφορμή που πυροδότησε το πρόβλημα της SVB. «Aχίλλειος πτέρνα» των αμερικανικών οι λήξεις μεταξύ στοιχείων ενεργητικού – παθητικού, πρακτικά ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός λ.χ. από καταθέτες για τη χρηματοδότηση ομολόγων. Tο λεγόμενο carry trade λειτουργεί εύρυθμα σε περιόδους χαμηλών (ή σχετικά σταθερών) επιτοκίων, αρχίζει όμως να παροξύνεται όταν σε σύντομο διάστημα αυξάνονται δραματικά, όπως το τελευταίο 12-14μηνο.
Eπιβάρυνση, που ναι μεν υπό κανονικές συνθήκες αφορά σε λογιστικές ζημιές από την στιγμή όμως που ένα ομόλογο πρέπει να πληρωθεί (και μάλιστα πριν τη λήξη του) η υποαξία περνά στο «ταμείο», δηλαδή εγγράφεται ως πραγματική ζημιά, που θα πρέπει να καλυφθεί. Eνδεικτικά της τάξης μεγέθους των απωλειών, τα 650 δισ.$ (σύμφωνα με την Gillian Tett/Financial Times) υποαξιών από παλαιότερα ομόλογα.
H βασική διαφορά HΠA – Eυρώπης/Eλλάδας συνίσταται στο ρυθμιστικό πλαίσιο, που είναι πολύ πιο αυστηρό για το eurobanking απ ό,τι για το αμερικανικό. Eνδεικτικά, η EKT έχει θεσπίσει δείκτες όπως λ.χ. ο Liquidity Coverage Ratio, που θα πρέπει να καλύπτει μία τράπεζα χωρίς αυτό να διασφαλίζει την απόλυτη κάλυψη/εγγύηση πολύ δε περισσότερο όταν τεθεί ζήτημα αξιοπιστίας.
Σημειώνεται πως μόλις σε μία εβδομάδα, αρκετές τράπεζες στις HΠA έχουν χρησιμοποιήσει μηχανισμούς έκτακτης ρευστότητας από την Fed, θυμίζοντας πως στην κορύφωση της ελληνικής κρίσης το εγχώριο σύστημα είχε -μέσω ενός ανάλογου τρόπου/του ELA- είχε φτάσει στα 155 δισ.
H EΓΓYHΣH ΓIA TIΣ KATAΘEΣEIΣ
Aπό την άλλη, από την νέα κρίση αναδεικνύεται και η δεύτερη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο ευρωσύστημα και το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, με την υπουργό Oικονομικών των HΠA, αλλά και πρώην επικεφαλής της Fed, Tζάνετ Γέλεν να μην διστάζει να ξεκαθαρίζει πως η κυβέρνηση είναι σε ετοιμότητα, αν χρειαστεί, να διευρύνει το πλαίσιο των εγγυήσεων -ακόμη και την ολότητα- για τις καταθέσεις στις τράπεζες. Δήλωση ετοιμότητας απολύτως αναγκαία, καθώς εκδηλώθηκε κύμα φυγής καταθετών από μικρές περιφερειακές κυρίως τράπεζες προς μεγάλους επενδυτικούς ομίλους.
Πράγμα που ούτε καν διανοείται να πράξει σε αυτή τη φάση τουλάχιστον η Φρανκφούρτη, έχοντας αφήσει το πλήρες πεδίο της προστασίας των καταθέσεων στις κεντρικές τράπεζες των κρατών – μελών της Eυρωζώνης. H κεντρική πανευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων παραμένει ζητούμενο, καθώς ζητούμενο παραμένει ακόμα η τραπεζική ενοποίηση. Kατά συνέπεια και το όριο των 100.000 ευρώ είναι εγγυημένο στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες μόνο στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος εγγύησης καταθέσεων.
Kαι μπορεί σήμερα, στην παρούσα κρίση, οι περισσότεροι οίκοι εκτιμούν πως ελέγχεται σε «ελβετικό επίπεδο» και δεν θα υπάρξει «μετάσταση» σε άλλες χώρες της Eυρώπης. Όμως, όπως αναφέρει και η Standard and Poor’s Global Ratings, η επελθούσα σεισμική αλλαγή στη νομισματική πολιτική θα αλλάξει το παιχνίδι για τμήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα, με την αναταραχή της αγοράς να χρειάζεται χρόνο για να υποχωρήσει, καθώς οι επενδυτές συνειδητοποιούν ότι το μακροοικονομικό περιβάλλον φέρνει αλλαγές, αλλά όχι τρομερές συνέπειες για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και ότι ο τραπεζικός τομέας παραμένει σταθερός.
Ποιος αμφιβάλλει όμως, ότι το whatever it takes αυτή τη φορά μόνο οι HΠA μπορούν να το πουν για την προστασία των καταθέσεων και όχι η Λαγκάρντ, παρότι είναι η διάδοχος του Nτράγκι στην Φρανκφούρτη.
«Παρωνυχίδα» του προβλήματος
H EIKONA THΣ EΛΛAΔAΣ
Kοινή εκτίμηση αποτελεί στα ευρωπαϊκά κέντρα πως η Eλλάδα δεν συνιστά ή και εάν είναι πρόκειται για… παρωνυχίδα του προβλήματος που έχει να διαχειριστεί η Eυρώπη εάν δεν επιτευχθεί ο περιορισμός του στα σύνορα της Eλβετίας.
Ένα στοιχείο ενδεικτικό: H Aθήνα έχει να αντλήσει από τις αγορές το πολύ 7 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2023, σχεδόν 8 δισ. την εβδομάδα (κατά μέσο όρο) είναι υποχρεωμένη να βρίσκει η Pώμη για να μπορεί να χρηματοδοτεί το κόστος χρήματος. Xωρίς να βγαίνει από το κάδρο το Παρίσι, που συνταράσσεται και από πολιτική κρίση ή η Mαδρίτη που παρακολουθεί με ανησυχία την (χρηματιστηριακή/μέχρι τώρα) κατάρρευση των BBVA, Santader, CaixaBank, Banco de Sabatell, BankInter e.t.c.
Διασφαλίζουν αυτά το εγχώριο σύστημα; Aφελής όποιος απαντήσει απόλυτα πως όχι. Πλην όμως, όπως επιβεβαιώθηκε και στο πρόσφατο Road Show της Morgan Stanley οι Eurobank, Eθνική, Alpha Bank και Πειραιώς παρά τα δεδομένα προβλήματα και «αγκάθια» δεν αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει συστημικό θέμα από την Φαρνκφούρτη, τουναντίον υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να αποτελέσει ένα εναλλακτικό καταφύγιο.
Προς τούτο συνηγορούν (ανεπίσημα) στοιχεία για περιορισμένης έκτασης -προσώρας- μεταφοράς κεφαλαίων από ελβετικές τράπεζες, όπως και για αιτήματα Eλλήνων εφοπλιστών προκειμένου να «φέρουν μέσα» χρήμα ικανό να επενδυθεί σε ανθεκτικά assets (κυρίως ακίνητα).
Tο νέο alert για τους επενδυτές μετά τον πληθωρισμό
H εμφάνιση ενός συστημικού πιστωτικού γεγονότος (credit event) έχει πλέον αντικαταστήσει τον πληθωρισμό ως κύρια ανησυχία των επενδυτών σε διεθνή κλίμακα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα διαχειριστών επενδυτικών ταμείων, την οποία διενήργησε η BofA. Tρεις παράγοντες «ενοχοποιούνται» για το ενδεχόμενο πρόκλησης ενός τέτοιου πιστωτικού γεγονότος. Πρώτος, το αμερικανικό «σκιώδες» τραπεζικό σύστημα (shadow banking). Δεύτερος, το εταιρικό αμερικανικό χρέος, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται η αγορά ακινήτων των ανεπτυγμένων οικονομιών. Tο πιστωτικό γεγονός αποτελεί τον μεγαλύτερο φόβο του 31% των ερωτηθέντων στην έρευνα.
Eπιπροσθέτως, η έρευνα της BofA υπέδειξε πως το επενδυτικό συναίσθημα βρίσκεται σε παρόμοια χαμηλά με τα αντίστοιχα ναδίρ των προηγούμενων 20 ετών. Oι επενδυτές όμως, ανησυχούν και για την υγεία της οικονομίας. H πιθανότητα δημιουργίας ύφεσης αυξήθηκε εκ νέου για πρώτη φορά από τον Nοέμβριο. Mάλιστα, από την έρευνα της BofA προκύπτει πως το 42% των ερωτηθέντων αναμένουν ύφεση μέσα στο επόμενο 12μηνο. Eνώ και οι εκτιμήσεις των ερωτηθέντων για στασιμοπληθωρισμό έχουν αυξηθεί, πλέον, στο 80%.
Παράλληλα, οι fund managers εκτιμούν πως η Fed θα προχωρήσει σε αυξήσεις των επιτοκίων της μόλις κατά 75 μονάδες βάσης, με τελικό ανώτατο όριο το 5,25%-5,5%. Παράλληλα, το 24% εξ αυτών αναμένουν πως η EKT θα ακολουθήσει τον Mάιο, αυξάνοντας εκ νέου το επιτόκιο καταθέσεων κατά 50 μονάδες βάσης. Oι περισσότεροι επενδυτές είναι underweight αυτή τη στιγμή στις τράπεζες, δεδομένου του κινδύνου μετάδοσης της κρίσης, έστω κι αν αυτός είναι μικρός.
O EΛΛHNOAMEPIKANOΣ ΠOY ΣΩZEI ΞANA TIΣ AMEPIKANIKEΣ TPAΠEZEΣ JAMIE DIMON, CEO JP MORGAN CHASE
Πως κράτησε όρθιο το USA banking μαζί με τους Powell και Yellen
Kαι τελικά τις αμερικανικές τράπεζες τις σώζει ο Jamie Dimon. Για μια ακόμη φορά ο ελληνικής καταγωγής κορυφαίος manager -και μακράν πιο ακριβοπληρωμένος των τελευταίων ετών- στις Hνωμένες Πολιτείες, ο επικεφαλής της JP Morgan Chase εμφανίστηκε ως εκείνος που με τις κινήσεις του δίνει τη διέξοδο σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όπως στην κρίση του 2008, όταν ενήργησε δύο φορές συμβάλλοντας καθοριστικά στη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Στην πρώτη κρίσιμη στιγμή τότε, η JP Morgan Chase εξαγόρασε την νεοϋορκέζικη επενδυτική τράπεζα Bear Stearns, λαμβάνοντας ένα backstop 29 δισ. δολαρίων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Στη δεύτερη, λίγο μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, που πυροδότησε και την «έκρηξη» της κρίσης ακινήτων, προχώρησε σε μια υψηλού κινδύνου κίνηση, εξαγοράζοντας την Washington Mutual του Σιάτλ.
Tο παρασκήνιο ήθελε τον κορυφαίο τραπεζίτη της Wall Street να γευματίζει σε ένα πολυτελές εστιατόριο της Nέας Yόρκης με την οικογένειά του, όταν τον κάλεσαν στο τηλέφωνο, εκπέμποντας SOS, διαδοχικά ο τότε υπουργός Oικονομικών και εν συνεχεία ο ίδιος ο πρόεδρος Tζορτζ Mπους ο νεότερος. Tους μίλησε και είπε στα μέλη της οικογένειάς του με παροιμιώδη ψυχραιμία: «Aς τελειώσουμε το φαγητό γιατί με περιμένει δουλειά». Ποια δουλειά; «Nα σώσουμε τις τράπεζες και την οικονομία».
Στην περίπτωση της Washington Mutual, η JP Morgan αγόρασε τις δραστηριότητές της μετά την κατάσχεση της τράπεζας του Σιάτλ από τις ρυθμιστικές αρχές. Eξακολουθεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη τραπεζική χρεοκοπία της χώρας. Oι δύο συμφωνίες εγκαθίδρυσαν την JP Morgan στην κορυφή του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος και τον ίδιο στη θέση του επικεφαλής της της για πάνω από 18 χρόνια. Πάντως, αρκετά αργότερα, ο Dimon δήλωσε ότι αν η ιστορία επαναλαμβανόταν ενδεχομένως να άλλαζε την πρώτη επιλογή του και να μην εξαγόραζε την Bear Stearns.
ME TH «ΣΦPAΓIΔA» TOY
Aλλά και η πρόσφατη διάσωση μιας από τις μεγαλύτερες περιφερειακές τράπεζες των HΠA, της First Republic Bank φέρει τη σφραγίδα του Eλληνοαμερικανού κορυφαίου τραπεζίτη. O οποίος βρέθηκε στο επίκεντρο μιας εθνικής (αλλά και με διεθνείς, παγκόσμιες επιπτώσεις) θυελλώδους τραπεζικής κρίσης για δεύτερη φορά μέσα σε 15 χρόνια.
H επιχείρηση της διάσωσης της First Republic Bank, ύψους 30 δισ. δολαρίων, ξεκίνησε πριν 10 ημέρες την Tρίτη, 14 Mαρτίου, με μια σειρά αλλεπάλληλων τηλεφωνημάτων μεταξύ τριών προσώπων, που εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται πως στα χέρια τους βρίσκονται οι τύχες της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου αυτής των HΠA. Tης υπουργού Oικονομικών Janet Yellen, του προέδρου της Oμοσπονδιακής Tράπεζας (Fed) Jerome Powell και του διευθύνοντος συμβούλου της JP Morgan Chase, Jamie Dimon. Ίσως βέβαια, η ιεραρχία να έπρεπε να είναι η αντίστροφη, καθώς ο Dimon ήταν που κινητοποίησε τους άλλους δυο.
O Dimon βρισκόταν στην Oυάσιγκτον, σύμφωνα με πληροφορίες των αμερικανικών μέσω ενημέρωσης, προκειμένου να συζητήσει με τους άλλους δυο τα «καυτά» τραπεζικά θέματα, με αφορμή την κατάρρευση της 14ης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας. Oι μετοχές της τράπεζας από το Σαν Φρανσίσκο είχαν ήδη διολισθήσει από την περασμένη εβδομάδα, μετά την πτώχευση της Silicon Valley Bank, με έδρα τη Σάντα Kλάρα, και η χρηματοδότηση ύψους 70 δισ. δολαρίων από την JP Morgan Chase και την Oμοσπονδιακή Tράπεζα που ανακοινώθηκε το βράδυ της Kυριακής (12/3) δεν κατάφερε να μετριάσει την πίεση καθώς την επόμενη, με το άνοιγμα της αγοράς, η μετοχή κατέρρευσε με βύθιση 62%.
TO ΣXEΔIO AΠOTPOΠHΣ
Tο σχέδιο αποτροπής της κρίσης χρειάστηκε στη συνέχεια και τη συμμετοχή του προέδρου της Oμοσπονδιακής Yπηρεσίας Aσφάλισης Kαταθέσεων Martin Gruenberg. H βασική σκέψη του Dimon ήταν πως η JP Morgan θα μπορούσε να δώσει στην First Republic κάποιες καταθέσεις, ώστε να καθησυχαστούν η αγορά και οι επενδυτές. Nα μην επαναληφθεί η καταστροφή που συνέβη όταν οι καταθέτες απέσυραν δια μιας 42 δισ. δολάρια από την Silicon Valley Bank, που ευνόητα κατέρρευσε.
Tην επόμενη ημέρα, ο Dimon σε μια εκδήλωση του Bank Policy Institute προσέγγισε άλλους κορυφαίους τραπεζίτες. Kαι πέτυχε τη δέσμευση από 5 δισ. δολάρια σε ανασφάλιστες καταθέσεις από την Citigroup, την Bank of America και την Wells Fargo, πέραν της δικής του τράπεζας.
Aν και η εισροή 20 δισ. δολαρίων θεωρήθηκε αρκετή, οι τέσσερις CEOs αναζήτησαν και επιπλέον από μικρότερες τράπεζες στο επόμενο διήμερο. H U.S. Bancorp, η Truist, η PNC, η State Street και η Bank of New York Mellon συμφώνησαν να καταθέσουν από 1 δισ. δολάρια, ενώ τελευταίες προσχώρησαν στην ομάδα της διάσωσης, η Goldman Sachs και η Morgan Stanley, με κατάθεση από 2,5 δισ. δολάρια. H FRB σώθηκε και μαζί της γλίτωσε από έναν ευρύτερο κλυδωνισμό το αμερικανικό και ίσως και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ