Οικονομικλή ύφεση, κυβενρητική ατολμία και μια σειρά άστοχων μέτρων στην λειτουργία της Αγοράς ενέργειας, ρίχνουν «ρολά» στους «γίγαντες» της ελληνικής βιομηχανίας
Τον κίνδυνο να οδηγηθούν σε λουκέτο μεγάλες βιομηχανίες της χώρας, λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους, εξέφραζαν, χθες, ανώτατα στελέχη του υπουργείου Ανάπτυξης.
Το ενεργειακό κόστος, η οικονομική κρίση που σήμανε το «τέλος των παραγγελιών», η «κάμψη» της ζήτησης από το εξωτερικό και οι «αλυσιδωτές» μαζικές απολύσεις, οδηγούν την ελληνική βιομηχανία σε περίοδο παρατεταμένης ύφεσης.
Όλοι στο Υπουργείο Ανάπτυξης ανέμεναν αυτές τις δυσάρεστες εξελίξεις και, με αφορμή την επίσημη ανακοίνωση περί της διαθεσιμότητας του 95% των εργαζομένων της Χαλυβουργικής, καταλήγουν στην λυπηρή διαπίστωση ότι σε λίγο θα κατεβάσουν «ρολά» αρκετές από τις «ιστορικές» μονάδες του τόπου μας.
Και, παρά το ότι η κύρια ευθύνη βαρύνει τις «πλάτες» της κυβέρνησης, στελέχη του εν λόγω υπουργείου δεν παραλείπουν να τονίσουν πως και η τρόικα θα πρέπει να θεωρηθεί ως υπεύθυνη για αυτήν την δυσμενή εξέλιξη στην ελληνική Οικονομία.
Το ενεργειακό παραμένει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής βιομηχανίας. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε την αστοχία των Βρυξελλών, με το να θεωρήσει ως… κρατική ενίσχυση (!) την προσπάθεια του υπουργείου να περάσει στις «πλάτες» των ηλεκτροπαραγωγών -και όχι στους οικιακούς καταναλωτές- το κόστος του χρηματοδοτικού μέτρου της «διακοψιμότητας» -κάτι που είχε βεβαίως ψηφιστεί, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Δεν «συμπλέουν» τα αρμόδια υπουργεία
Γεγονός είναι ότι δεν υπάρχει μια κοινή «γραμμή πλεύσης» μεταξύ των συναρμοδίων υπουργείων, προκειμένου να αναχαιτιστεί αυτή η καταστροφική πορεία.
Στο Υπουργείο Ανάπτυξης υποστηρίζουν ότι προσπαθούν με το ΥΠΕΚΑ να κάνουν το καλύτερο δυνατόν και γνωστοποίησαν ότι μέσα στις επόμενες μέρες θα συνεδριάσει η διυπουργική επιτροπή για τη βιομηχανία (Οικονομικών, Ανάπτυξης, Εργασίας και ΠΕΚΑ), με θέμα ημερήσιας διάταξης την αντιμετώπιση του επίμαχου ζητήματος. Αλλά στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) δεν είχε διενεργηθεί αντίστοιχη ενημέρωση.
«Κλειδί» η ρωσική Gazprom
Συνεχίζονται ωστόσο οι διαπραγματεύσεις με την Gazprom, με την ελπίδα να διαμορφωθούν νέα, εκπτωτικά τιμολόγια. Στελέχη του Υπουργείου Περιβάλλοντος βεβαίως τον ίζουν πως, παράλληλα, και η ΔΕΠΑ θα πρέπει να «χαμηλώσει τον πήχη» των κερδών της. Στο ΥΠΕΚΑ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της μείωσης της τιμής προμήθειας του φυσικού αερίου από τους Ρώσους και θυμίζουν με νόημα πως εκείνοι ήταν οι πρώτοι που έθεσαν ζήτημα περιορισμού τού κέρδους τής ΔΕΠΑ. Για τη «διακοψιμότητα», πάντως, οι τελευταίοι βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν -και ίσως έχουμε νέα σύντομα.
Γεγονός είναι ότι η βιομηχανία, μέσα στον «δαίδαλο» των στρεβλώσεων που ακόμη ταλανίζουν την Αγορά της ενέργειας, της ατολμίας της κεντρικής κυβέρνησης να τις πριορίσει αλλά και των καθυστερήσεων που αναμένονται (κυρίως λόγω των επικείμενων εκλογών) κινδυνεύει να διαλυθεί.
«Στον τοίχο» το «βαρύ πυροβολικό» της ελληνικής βιομηχανίας
Ονόματα «βαριά» από τον βιομηχανικό χώρο, όπως η Αλουμίνιον της Ελλάδος, ηΛΑΡΚΟ, ηΒιοχάλκο, η Σιδενόρ, η Χαλυβουργία Ελλάδος κ.ά., έχουν «στηθεί στον τοίχο», φωνάζοντας και μέσω του φορέα τους, της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), ότι ένα χρόνο μετά τη συνάντησή τους με τον πρωθυπουργό για το επίμαχο ζήτημα, στην ουσία δεν έγινε τίποτε, δεν υλοποιήθηκε ούτε ένα από τα μέτρα για τα οποία δεσμεύτηκε η κυβέρνηση.
Ειδικότερα στην περίπτωση της Χαλυβουργικής, ακόμη και οι εργαζόμενοί της καλά γνωρίζουν ότι το υψηλό ενεργειακό κόστος δεν επιτρέπει στα προϊόντα της να γίνουν ανταγωνιστικά στο εξωτερικό –που αποτελεί το τελευταίο «λιμάνι» της εταιρείας, καθώς η πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα κατέστησε την εγχώρια Αγορά… ανύπαρκτη!
Σαν να μην έφτανε αυτό, η περίπτωση της Χαλυβουργίας παρουσιάζει ακόμη ένα πρόβλημα: Η χαμηλή κατανάλωση φυσικού αερίου δεν επιτρέπει τα πλεονεκτήματα του «επιλέγοντος πελάτη», κι έτσι δεν μπορεί να αγοράζει αέριο απευθείας από τη ΔΕΠΑ. Το αποτέλεσμα είναι η ΡΑΕ να υποχρεώνει την Χαλυβουργία να προμηθεύεται αέριο μέσω της ΕΠΑ Αττικής, αυξάνοντας έτσι τα κόστη της.
Η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) ζητά ανάταξη της χαμένης ανταγωνιστικότητας, ως προς το κόστος ενέργειας, που, όπως λέει, καταδικάζει δυναμικές, καινοτόμες, εξωστρεφείς επιχειρήσεις και κλάδους, σε φυγή από την Ευρώπη.
«Ενώ αναλωνόμαστε στη συζήτηση για το κλίμα, έχει ξεχαστεί εντελώς το ζήτημα της επίδρασης αυτών των πολιτικών στο κόστος της ενέργειας. Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί αλλεπάλληλες (περισσότερες από 30) συσκέψεις σε όλα τα επίπεδα για ένα ζήτημα που καθημερινά, στην κυριολεξία, κλείνει επιχειρήσεις και αφήνει στον δρόμο χιλιάδες εργαζομένους. Εντούτοις κανένα ουσιαστικό μέτρο, ακόμα και από αυτά που προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία (π.χ. η αντιστάθμιση ρύπων), δεν έχει εφαρμοστεί για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής», αναφέρει η ΕΒΙΚΕΝ σε υπόμνημά της, ενόψει των συναντήσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 3-4 και 20-21 Μαρτίου 2014.
Περισσότεροι από 100 διευθύνοντες σύμβουλοι βιομηχανικών ομίλων από όλη την Ευρώπη – μαζί και η ΕΒΙΚΕΝ – συνυπογράφουν υπόμνημα, το οποίο θα παρουσιαστεί επισήμως σε συνέντευξη Τύπου που θα οργανώσει στις 27 Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Βιομηχανιών Εντάσεως Ενέργειας IFIEC, και απηχεί την αγωνία όλης της βιομηχανικής και παραγωγικής βάσης της Ευρώπης για τις συνέπειες των πολιτικών για το κλίμα, στην ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Η θέση της Χαλυβουργικής
Η διοίκηση της Χαλυβουργικής, με εκτενές δελτίο Τύπου, χθες, εξήγησε πως μέσα στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον και εν αναμονή θετικότερων εξελίξεων, μετά από έξι χρόνια συνεχούς κρίσης, επέλεξε την εφαρμογή του μέτρου της διαθεσιμότητας, αντί αυτού των απολύσεων, ως το λιγότερο επώδυνο για τους εργαζόμενούς της, έχοντας στόχο τη βιωσιμότητα και διατήρηση της λειτουργίας της εταιρείας.
Σύμφωνα με τους υπευθύνους της εταιρείας, παρά τη δραματική μείωση της κατανάλωσης από το 2008 και τη συσσώρευση έκτοτε μεγάλων ζημιών, η Χαλυβουργική δεν έθιξε στο ελάχιστο το εισόδημα και τις παροχές των εργαζομένων της, κι ήταν η μόνη εταιρεία του κλάδου που δεν προέβη σε καμιά απόλυση ή διαθεσιμότητα εργαζομένων.
«Η εταιρεία εξάντλησε όλα τα οικονομικά της όρια προκειμένου να διατηρήσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων της στην καλύτερη κατάσταση στην ελληνική βιομηχανία. Ακόμα και με καταγραφή δεκάδων εκατομμυρίων ζημιών το 2013 ανακοίνωσε κίνητρα και εφήρμοσε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου, δημιουργώντας έτσι κατά το δυνατόν ένα καθόλου ευκαταφρόνητο κοινωνικό δίχτυ για όσους από τους εργαζόμενούς μας αποφάσισαν οικειοθελώς να αποχωρήσουν. Επίσης η εταιρεία προχώρησε σε υπογραφή επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας, αντίθετα από το κλίμα της εποχής, που γενικότερα και ειδικά στη βιομηχανία, η συλλογική διαπραγμάτευση δεν αποτελεί πρακτική συνεννόησης μεταξύ διοικήσεων και εργαζομένων».
Η περίπτωση της ΔΕΗ
Εν αναμονή της απόφασης της ΔΕΗ, στις 28 Φεβρουαρίου, για την τιμή προς την Αλουμίνιον, που λειτουργεί ασφαλώς ως «πιλότος» για όλο το βιομηχανικό τομέα, η πρώτη άρχισε να κάνει πίσω σε κάποια πράγματα.
Αυτό δείχνει η οριστική παραίτησή της από τη δικαστική προσβολή που επιχείρησε εναντίον των προσωρινών μηχανισμών λειτουργίας της χονδρεμπορικής Αγοράς.
Πρόκειται για τις αιτήσεις αναστολής και ακύρωσης που είχε καταθέσει στο Συμβούλιο της Επικρατείας η ΔΕΗ κατά του Μηχανισμού Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους (Cost Recovery) και των Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ).
Ήδη, από τον περασμένο Νοέμβριο, ο υφυπουργός Ενέργειας είχε ενημερώσει επισήμως το ΣτΕ ότι θα παρέμβει υπέρ των αποφάσεων της ΡΑΕ και κατά των αιτήσεων αναστολής και ακύρωσης της ΔΕΗ. Ακολούθησε, λοιπόν, η υποβολή παραίτησης από την πλευρά της ΔΕΗ από την αίτηση αναστολής, όχι όμως και από την αίτηση ακύρωσης.
Στη συνέχεια κατατέθηκαν αναλυτικά υπομνήματα της ΔΕΗ, αλλά και της ΡΑΕ προς το ΣτΕ, στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησης ακύρωσης.
Εκτός από τα υπομνήματα πραγματοποιήθηκε και προφορική παρουσίαση των επιχειρημάτων των δύο πλευρών στον Εισηγητή του ΣτΕ. Τελικά, η ΔΕΗ παραιτήθηκε στις 30/01/2014 (αυτό έγινε γνωστό τώρα) και από την αίτηση ακύρωσης κατά των Αποφάσεων ΡΑΕ 338 και 339/2013, πριν εκδοθεί απορριπτική απόφαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, οπότε θα κατέρρεε συνολικά η επιχειρηματολογία της για τη λειτουργία της χονδρεμπορικής αγοράς.
Πιο αναλυτικά, σε ό,τι αφορά τα ΑΔΙ, σημειώνεται πως η αμοιβή που εισπράττουν όλοι οι παραγωγοί ηλεκτρισμού για τη διατήρηση των μονάδων τους σε ετοιμότητα δημιουργεί ένα κόστος που ανέκαθεν καλυπτόταν από τους καταναλωτές μέσω της ξεχωριστής χρέωσης σκέλους ισχύος και παγίου στους λογαριασμούς ηλεκτρικού.
Η θεσμοθέτηση των ΑΔΙ επισημοποίησε απλώς το μηχανισμό, τα έσοδα του οποίου ανέρχονται σε 560 εκατ. ευρώ κατ’ έτος, προερχόμενα από τους προμηθευτές οι οποίοι με τη σειρά τους αναλόγως διαμορφώνουν το ανταγωνιστικό σκέλος του τιμολογίου. Από το ποσό αυτό, τα τρία τέταρτα τα εισπράττει η ΔΕΗ και τα υπόλοιπα οι μονάδες των ανεξάρτητων παραγωγών.
Στο «κόκκινο» η βιομηχανία χάλυβα
Η βιομηχανία χάλυβα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Από την αρχή της κρίσης, το 2008, μέχρι σήμερα, η ζήτηση προϊόντων χάλυβα στην Ελλάδα έχει μειωθεί δραματικά.
Όπως σημειώνει η διοίκηση της Χαλυβουργικής, από 2,5 κατ. τόνους ετησίως, προ κρίσης, η ζήτηση έχει καταβαραθρωθεί στο επίπεδο των 300.000 τόνων -δηλαδή οκτώ φορές λιγότερο.
Αντίστοιχα μειώνονται η παραγωγή των προϊόντων της εταιρείας, οι πωλήσεις και ο τζίρος της, ενώ οι ζημιές έχουν αυξηθεί και ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Παράλληλα, η εξαγωγική δραστηριότητα καθίσταται ολοένα και πιο ζημιογόνος, εξαιτίας πολλών παραγόντων ιδιαίτερα δε λόγω του ενεργειακού κόστους.
Να σημειωθεί ότι το εργοστάσιο της Χαλυβουργικής διαθέτει τεχνολογία αιχμής και χαρακτηρίζεται ως μια από τις πλέον σύγχρονες μονάδες στον κόσμο.
Ωστόσο το υψηλό ενεργειακό κόστος (ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο), με το οποίο ως βιομηχανία εντάσεως ενέργειας επιβαρύνεται η χαλυβουργία στη χώρα μας, ακυρώνει τα παραπάνω πλεονεκτήματα της εταιρείας και την καθιστά κατ’ εξοχήν μη ανταγωνιστική ιδιαίτερα στην αγορά εκτός Ελλάδος, όπου θα μπορούσε να απευθυνθεί με εξαγωγική πολιτική.
Όπως τονίζουν παράγοντες της Αγοράς, για τις χαλυβουργίες που με τη λειτουργία τους στις ώρες χαμηλής ζήτησης στηρίζουν το σύστημα και την αδιάλειπτη λειτουργία των λιγνιτικών σταθμών, το κόστος προμήθειας δεν μπορεί να ξεπερνά τα 25-30 ευρώ/MWh, όπως κατέδειξε και πρόσφατη απόφαση Διαιτητικού Δικαστηρίου.
Εξάλλου η λειτουργία σε ώρες χαμηλής ζήτησης έχει σημαντικά πρόσθετα κόστη (υψηλό εργατικό κόστος λόγω διατήρησης τεσσάρων βαρδιών, νυχτερινού και επιδόματος αργίας, κόστος προθέρμανσης, φθορά λόγω συνεχών επανεκκινήσεων, υψηλές αποσβέσεις), τα οποία επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις.