Επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας αναμένεται να φέρει η ανακάλυψη ερευνητών στη Βρετανία, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι ένα φάρμακο που χορηγείται για την καταπολέμηση του ιού HIV φαίνεται ότι μπορεί να θεραπεύσει τη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου.
Η ανακάλυψη έγινε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου Μάντσεστερ, οι οποίοι με έκπληξη διαπίστωσαν ότι η ουσία λοπιναβίρη επιτίθεται στο στέλεχος του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), ο οποίος είναι υπεύθυνος σχεδόν για όλες τις περιπτώσεις καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Όπως ανέφεραν οι επιστήμονες στην εφημερίδα Daily Telegraph, η σημαντική αυτή ανακάλυψη έγινε μάλλον τυχαία, ενώ μελετούσαν το HPV16, που είναι το βασικό καρκινογόνο στέλεχος του ιού. Στην ίδια μελέτη, η οποία ξεκίνησε το 2002, οι επιστήμονες ανέλυσαν τον τρόπο με τον οποίο οι πρωτεΐνες του ιού αλληλεπιδρούν με εκείνες του ανθρώπινου οργανισμού.
Μετά από περίπου δέκα χρόνια, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η ουσία λοπιναβίρη λειτουργεί «πολυλειτουργικά», καθώς η επίδρασή της δεν περιοριζόταν στις πρωτεΐνες του ιού, αλλά και σε εκείνες των καρκινικών κυττάρων.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από τον δρ Ian Hampson, μοριακό βιολόγο που ερευνά τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στους ιούς και τον καρκίνο, μαζί με τη σύζυγό του, Lynne, λέκτορα ιικής ογκολογίας στο Πανεπιστήμιο Μάντσεστερ.
Όπως ανέφεραν στη Daily Telegraph, για να φτάσουν σ’ αυτήν την ανακάλυψη έπρεπε να ξεπεράσουν πολλά εμπόδια, όπως η έλλειψη χρηματοδότησης, αλλά και η αδιαφορία για το θέμα. «Η ουσία αποδείχθηκε πολύ τοξική. Βλέπαμε στο εργαστήριο τα κύτταρα να πεθαίνουν», είπε στην εφημερίδα ο δρ Hampson.
Η ουσία χορηγείται στον οργανισμό σε μορφή κάψουλας, η οποία εισέρχεται στον κόλπο και σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα που έχουν προσβάλει τον τράχηλο της μήτρας. Μέχρι στιγμής φαίνεται ότι δεν υπάρχουν παρενέργειες, ωστόσο ο δρ Hampson θέλει να διεξάγει μια ακόμα μεγαλύτερη μελέτη.
«Εξαιτίας αυτής της ασθένειας πεθαίνει μια γυναίκα κάθε δύο λεπτά», είπε ο δρ Hampson. Τα αποτελέσματα της πρώτης δοκιμής είναι εκπληκτικά, όμως μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε έξι μήνες για να δημοσιευθεί η έκθεση και άλλον έναν χρόνο για να ξεκινήσει μια ακόμα μεγαλύτερη μελέτη. Η θεραπεία αυτή πρέπει να γίνει πραγματικότητα».