Τις προκλήσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στο χρηματοοικονομικό τομέα εξετάζει η δεύτερη έκδοση έρευνας της Deloitte με τίτλο “Global Model Practice Survey”, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010.
Στη μελέτη συμμετείχαν στελέχη από 89 χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων τραπεζιτών και στελεχών ασφαλιστικών και επενδυτικών εταιριών. Η έρευνα εξετάζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις του κλάδου σε σχέση με την εφαρμογή των μοντέλων σε ένα περιβάλλον, στο οποίο η επικρατούσα θεωρία της διαχείρισης χρηματοοικονομικών κινδύνων αμφισβητείται.
Το “Global Model Practice Survey 2010”, επιδιώκει να εξετάσει το επίπεδο ωριμότητας της εφαρμογής των μοντέλων και της προόδου που έχει συντελεστεί σε σχέση με το 2009, διερευνώντας τις τέσσερεις διαστάσεις της εφαρμογής των μοντέλων: διακυβέρνηση μοντέλων, σχεδιασμός μοντέλων και πρότυπα αποδοχής, συστήματα υπολογισμού και πληροφόρησης και δεδομένα. Εκτός των τεσσάρων διαστάσεων, τέθηκαν ερωτήματα στους συμμετέχοντες σε σχέση με αρκετά “καυτά” θέματα, τα οποία εντάσσονται στο ευρύτερο ζήτημα των μοντέλων, όπως ο κίνδυνος των μοντέλων, η εξωτερική ανάθεση και ο πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου.
Όπως προέκυψε από τα συμπεράσματα της μελέτης, όλοι οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα κινδύνου των μοντέλων, καθώς δεν έχουν ακόμα ενσωματωθεί πλήρως τα αντισταθμιστικά μέτρα των κινδύνων αξιολόγησής τους.
Τα 2/3 των ιδρυμάτων που συμμετείχαν στην έρευνα, η αξιολόγηση των υπαρχόντων μοντέλων από ένα ανεξάρτητο τρίτο μέρος δεν αποτελεί πάγια και συνήθη πρακτική. Η ύπαρξη ενός τρίτου ανεξάρτητου μέρους, μπορεί να περιορίσει τον κίνδυνο παραγωγής λανθασμένων στοιχείων από τα μοντέλα, οδηγώντας σε καλύτερη εκτίμηση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών κινδύνου (business risk profile).
Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της μελέτης, από τη στιγμή που τα μελλοντικά κανονιστικά πλαίσια θα ενισχύσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και έχοντας κατά νου τα πρότυπα διαχείρισης κινδύνων για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί θα πρέπει να εξετάσουν τους τρόπους αντιμετώπισης του ζητήματος, καθώς το επίπεδο εφαρμογής των προτεινόμενων μέτρων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ώριμο σε κανέναν από τους κλάδους που εξετάστηκαν στη μελέτη.
Τράπεζες
Από την εφαρμογή του Νέου Πλαισίου για την Κεφαλαιακή Επάρκεια (Basel II), οι τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά την εκτέλεση των μοντέλων τους και αυτή τη στιγμή συμμορφώνονται τουλάχιστον με τις ελάχιστες απαιτήσεις.
Είναι χαρακτηριστική η πρόοδος που έχει σημειωθεί ειδικά ως προς τη διάσταση της ποιότητας των δεδομένων. Το 2009, το 35% του δείγματος χαρακτήρισε αυτή τη διάσταση της πρακτικής υλοποίησης των μοντέλων ως ελάχιστα ώριμη. Στην παρούσα μελέτη, το 73% των συμμετεχόντων υποστηρίζει ότι η ποιότητα των δεδομένων εφαρμόζεται τουλάχιστον σε βασικό επίπεδο.
Επόμενο βήμα για τον τραπεζικό τομέα θα μπορούσε να αποτελεί η πλήρης ενσωμάτωση των συστημάτων υπολογισμού και πληροφόρησης στο επιχειρηματικό μοντέλο: χρήση των συστημάτων στη διαχείριση χαρτοφυλακίου, στην ανάλυση ευαισθησίας και σεναρίων, στην τιμολόγηση και σε λογιστικούς σκοπούς.
Ασφαλιστικός κλάδος
Το επίπεδο εκτέλεσης των μοντέλων στον ασφαλιστικό κλάδο έχει εξελιχθεί σε σχέση με το προηγούμενο κύμα της μελέτης. Πάντως, υπάρχει ακόμα περιθώριο βελτίωσης, από τη στιγμή που δεν έχουν ακόμα καλυφθεί οι βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής των μοντέλων. Εξάλλου, από τη στιγμή που πλησιάζει η ημερομηνία εφαρμογής του νέου κανονισμού για το συγκεκριμένο κλάδο, οι ασφαλιστές θα πρέπει να εργαστούν, ώστε να καταφέρουν να ανταποκριθούν στα πρότυπα των μοντέλων. Η μελέτη σημειώνει ότι η προετοιμασία για το Slovency II έχει φέρει αποτελέσματα, αφού, κατά μέσο όρο, καταγράφεται βελτίωση σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2009.
Επενδυτικός κλάδος
Στον επενδυτικό κλάδο, η εφαρμογή των μοντέλων βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο ωριμότητας, συγκριτικά με τις τράπεζες και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Πράγματι, σύμφωνα με την έρευνα, το 92% των ερωτώμενων από το συγκεκριμένο κλάδο, υποστηρίζουν ότι συμμορφώνονται ήδη με τις απαιτήσεις των μελλοντικών κανονισμών.
Η διαχείριση κινδύνου και τα μοντέλα κινδύνου αποτελούν κομμάτι των επενδυτικών διαδικασιών. Πάντως, τα μοντέλα κινδύνου δεν έχουν ακόμα ενσωματωθεί πλήρως και πρέπει να ενταχθούν στο σύνολο των οργανισμών.