Η Ελλάδα έχει σημειώσει πρωτοφανή πρόοδο τα τελευταία τέσσερα έτη και ιδιαίτερα το 2013, υποστηρίζει η εβδομαδιαία έκθεση της Alpha Bank. Οι προσαρμογές που συντελέστηκαν το 2013 αποτελούν ασφαλώς επιτεύγματα ανεκτίμητης αξίας για τη χώρα, ιδιαίτερα αν εξεταστούν όχι μόνο σε σχέση με τις αναμενόμενες επιπτώσεις τους στην ανάκαμψη και στην έξοδο της οικονομίας από την κρίση, αλλά και με τη συμβολή τους στην αυτοδύναμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και στην ευημερία των κατοίκων της χώρας στη μεσο-μακροχρόνια περίοδο.
Η πιο αξιοσημείωτη εξέλιξη το 2013 ήταν, προφανώς, η επίτευξη σημαντικούπρωτογενούς πλεονάσματος στη γενική κυβέρνηση, εκτιμώμενου ύψους άνω του 0,8% του ΑΕΠ, έναντι πρωτογενούς ελλείμματος -0,12% του ΑΕΠ που προέβλεπε η Τρόικα για το 2013 και έναντι ελλείμματος -1,5% του ΑΕΠ το 2012 και -10,4% του ΑΕΠ το 2009.
H ολοκλήρωση κατά 85% περίπου της αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής και η είσοδος της οικονομίας σε πορεία ανάκαμψης, συνδυάζονται επίσης με την αποφασιστική ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας και με την συνεπαγόμενη επίτευξη πλεονάσματος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών με τις κεφαλαιακές μεταβιβάσεις (ΙΤΣ) ύψους 1,25% του ΑΕΠ το 2013, χωρίς σε αυτό το πλεόνασμα να λαμβάνονται υπόψη οι εισπράξεις της χώρας, €2,0 δισ., από την επιστροφή των κερδών των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών από ελληνικά κρατικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους, αφού είχαν αγοραστεί από την ΕΚΤ στα πλαίσια του προγράμματος SMP.
Αλήθειες και ψέματα για την υπερφορολόγηση
Η ανάλυση παίρνει και θέση στη συζήτηση για το εάν υπάρχει υπερφορολόγηση. Όπως σημειώνει:
Πρώτον, η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ) κατά €24 δισ. προέκυψε από τη μείωση των πρωτογενών δημοσίων δαπανών κατά €31,5 δισ. και από την ταυτόχρονη μείωση των εσόδων της ΓΚ κατά €6 δισ. Ωστόσο, ως ποσοστό του ΑΕΠ, η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος της ΓΚ κατά -11,2 π.μ. του ΑΕΠ, οφείλεται στη μείωση των πρωτογενών δαπανών της ΓΚ κατά 4,1 π.μ. του ΑΕΠ, και στην αύξηση των εσόδων της ΓΚ κατά 7,1 π.μ. αυτού του (σημαντικά μειωμένου) ΑΕΠ.
Επομένως, σε απόλυτα μεγέθη η δημοσιονομική προσαρμογή επιτεύχθηκε αποκλειστικά λόγω της τεράστιας μείωσης των πρωτογενών δημοσίων δαπανών και παρά το ότι τα έσοδα της ΓΚ ήταν σημαντικά μειωμένα κατά €6 δισ. και μάλιστα κάτω από τα σημαντικά μειωμένα έσοδα του 2009.
Βέβαια, θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η μείωση των εσόδων στην περίοδο της προσαρμογής ήταν αναμενόμενη λόγω της μεγάλης πτώσης των εισοδημάτων και της αύξησης της ανεργίας που συνεπαγόταν αυτή η ίδια η κατακόρυφη μείωση των δημοσίων δαπανών. Με αυτή την έννοια και τα έσοδα της ΓΚ συνέβαλαν στη δημοσιονομική προσαρμογή, στο βαθμό που μειώθηκαν ποσοστιαία λιγότερο από την ποσοστιαία μείωση του ΑΕΠ και επομένως αυξήθηκαν σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Δεύτερον, η μείωση των εσόδων της ΓΚ κατά ποσοστό χαμηλότερο από το ποσοστό μείωσης του ΑΕΠ στηρίχθηκε στη σημαντική αύξηση των φορολογικών συντελεστών (και, επομένως, και της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων) στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (εάν ληφθεί υπόψη και η εισφορά 1,0% – 4,0%) και στο φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, καθώς και των φορολογικών συντελεστών στον ΦΠΑ και στους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης (ΕΦΚ) καυσίμων και καπνού. Επίσης, καταργήθηκαν οι διάχυτες φορολογικές απαλλαγές που ίσχυαν έως το 2009 και το 2013 εισπράχθηκαν έσοδα και από τους φόρους περιουσίας που ήταν αυξημένα κατά περίπου €3 δισ. έναντι του 2009. Αυτό σημαίνει ότι τα έσοδα από τους φόρους εκτός των φόρων περιουσίας ήταν το 2013 μειωμένα κατά €9 δισ. έναντι του 2009.
Τρίτον, σε κάθε περίπτωση τα έσοδα της ΓΚ αυξήθηκαν ως ποσοστό του μειωμένου ΑΕΠ από 38,4% το 2009 στο 45,5% το 2013, αν και παραμένουν χαμηλότερα, ως ποσοστό στο ΑΕΠ, των εσόδων στη Ζώνη του Ευρώ και σε πολλές άλλες χώρες της ΖτΕ.
Συνιστά αυτό υπερ-φορολόγηση των Ελλήνων πολιτών; Η απάντηση στο σημαντικό αυτό ερώτημα είναι αναμφισβήτητα «ναι», αλλά μόνο για τους φορολογούμενους που πληρώνουν κανονικά τους φόρους που τους επιβάλλονται.
Σημειώνεται ότι εκτός από τα έσοδα που πράγματι εισπράχθηκαν, με τους ισχύοντες φορολογικούς συντελεστές το 2013 βεβαιώθηκαν επιπλέον φόροι ύψους €7,75 δισ. και εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία ύψους άνω των €2 δισ. που δεν πληρώθηκαν και κατέστησαν ληξιπρόθεσμοι. Επιπλέον, ένα πρόσθετο ποσό φόρων ύψους άνω των €7 δισ. (περίπου 15% επί των εισοδημάτων που αποκτώνται στην παράλληλη οικονομία στην Ελλάδα) δεν βεβαιώθηκαν καν διότι δεν δηλώθηκαν είτε στον ΦΠΑ, είτε στους ΦΕΦΠ και ΦΕΝΠ είτε στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης καυσίμων και καπνού.
Επομένως, εάν όλοι οι φορολογούμενοι πλήρωναν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και τις υποχρεώσεις τους από εισφορές που προκύπτουν με βάση τους ισχύοντες φορολογικούς συντελεστές, τότε τα έσοδα της ΓΚ θα ανέρχονταν στα €97,5 δισ. το 2013, δηλαδή στο 53,6% του ΑΕΠ του 2013, όταν στη ΖτΕ δεν υπερβαίνει το 46,7% του ΑΕΠ.
Αυτό είναι ουσιαστικά το μέσο ποσοστό φορολογικής επιβάρυνσης για τους συνεπείς φορολογούμενους πράγμα που συνιστά αναμφισβήτητα υπερ-φορολόγηση γι’ αυτούς τους φορολογούμενους. Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό φορολογικής επιβάρυνσης για τους φορολογούμενους που δεν πληρώνουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις ή τις πλήρωσαν μόνο μερικώς είναι μηδέν (0%), ή πολύ χαμηλό.
Η ανάλυση συμπληρώνει ότι η γενικότερη διάρθρωση του ελληνικού φορολογικού συστήματος, όπως προκύπτει από τα έσοδα που πράγματι εισπράττονται, είναι σε μεγάλο βαθμό προβληματική και αντιαναπτυξιακή, για τους ακόλουθους λόγους: Από τη μια μεριά, τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων μειώθηκαν από το 8,6% του ΑΕΠ το 2000, στο 7,18% του ΑΕΠ το 2009, στο 6,2% του ΑΕΠ το 2011 και στο 6,3% του ΑΕΠ το 2013 και σε κάθε περίπτωση είναι πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο των εσόδων αυτών στις χώρες του ΟΟΣΑ που ήταν 12,7% το 2010 και 11,3% το 2011.
Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει από την εξέλιξη του συνόλου των εσόδων της χώρας από άμεσους φόρους, παρά το ότι αυξήθηκαν ελαφρά μετά το 2012, λόγω της μεγάλης αύξησης των φόρων περιουσίας. Στην Ελλάδα, οι εισπράξεις από άμεσους φόρους εξακολουθούν να είναι σημαντικά χαμηλότερες ως ποσοστό του ΑΕΠ από το μέσο όρο στις χώρες της Ζώνης του Ευρώ. Αυτό, βέβαια, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη μεγάλη φοροδιαφυγή, όπως προαναφέρθηκε.
Επίσης η Ελλάδα εισπράττει μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ από έμμεσους φόρους μετά το 2003, όταν άρχισε να επεκτείνεται η φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ και σε άλλους έμμεσους φόρους. Μάλιστα, η Ελλάδα υστερεί σε αυτόν τον τομέα ακόμη και το 2012-2013 παρά τη μεγάλη αύξηση των φορολογικών συντελεστών στον ΦΠΑ και στους ΕΦΚ καυσίμων και καπνού και σε άλλους έμμεσους φόρους μετά το 2010.
Γενικά, η βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων στους τομείς του φόρου εισοδήματος και στους έμμεσους φόρους είναι το κλειδί για την απολύτως αναγκαία μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ και για την κατάργηση της εισφοράς 1%-4% στο φόρο εισοδήματος, καθώς και για την κατάργηση του ΦΑΠ στο φόρο περιουσίας που αποτελούν σήμερα δραστικούς περιοριστικούς παράγοντες στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, οι εισπράξεις από τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία στην Ελλάδα διαμορφώνονται σε σχετικά υψηλά επίπεδα και έχουν αυξηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ στα χρόνια της προσαρμογής. Ειδικότερα, από 10,6% του ΑΕΠ που ήταν το 2000, αυξήθηκαν στο 10,9% το 2010 και στο 12,2% το 2013 (σύμφωνα με τα στοιχεία της γενικής κυβέρνησης).
Τα ποσοστά αυτά είναι υψηλότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που ήταν 9,5% το 2010. Αυτό ενδεχομένως αποτελεί ένα από τα πιο ανταγωνιστικά μειονεκτήματα της χώρας, ιδιαίτερα στον τομέα της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων.
Η επιβάρυνση των επιχειρήσεων με τεράστιες εργοδοτικές εισφορές αποτελεί σοβαρό αντικίνητρο στην αύξηση της απασχόλησης και των εξαγωγών, διότι οι επιβαρύνσεις αυτές δεν επιστρέφονται στις εξαγωγές όπως ο ΦΠΑ. Επομένως, οι μεγάλες απώλειες εσόδων από τον ΦΠΑ λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής αποτελεί σοβαρό εμπόδιο όχι μόνο στην αναγκαία μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ αλλά και στη μείωση των φόρων στην εργασία που αποτελούν σημαντικό εμπόδιο στην αύξηση της απασχόλησης και των εξαγωγών.