Έξι στους δέκα Έλληνες εκτιμούν ότι δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις το 2014, ενώ ποσοστό 65% των ερωτηθέντων εμφανίζεται απαισιόδοξο για την πορεία της οικονομίας, σύμφωνα με το Οικονομικό Βαρόμετρο του ΕΒΕΑ.
Επιπλέον, 7 στους 10 Έλληνες εμφανίζονται απαισιόδοξοι για την πορεία των προσωπικών τους οικονομικών, ενώ το 92,5% των ερωτηθέντων δεν σχεδιάζει να προχωρήσει σε αγορά ακινήτου ή αυτοκινήτου.
Σημειώνεται ότι πρόκειται για το πρώτο Οικονομικό Βαρόμετρο για το 2014, έρευνα που πραγματοποιείται κατ’ εντολή του ΕΒΕΑ από την εταιρία ALCO, ενώ τα ευρήματα της επεξεργάζονται από το Κέντρο Μελετών και Έρευνας του ΕΒΕΑ.
Η έρευνα διεξήχθη μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων σε δείγμα 1.000 ατόμων ηλικίας 18 και άνω από όλη την Ελλάδα, το χρονικό διάστημα μεταξύ 28 Φεβρουαρίου – 2 Μαρτίου 2014.
Δίνοντας την έρευνα στη δημοσιότητα ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος σχολίασε: «Η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται ιδιαίτερα επιφυλακτική στην προοπτική της μείωσης των τιμών βασικών προϊόντων, όπως το γάλα, το ψωμί και τα φάρμακα, καταρρίπτοντας έτσι τις αιτιάσεις της έκθεσης του ΟΟΣΑ για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στον τρόπο διάθεσής τους, όπως προέκυψε από την τελευταία έρευνα του ΕΒΕΑ. Η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται στην πλειοψηφία τους οι Έλληνες πολίτες αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι έξι στους δέκα δηλώνουν ότι δεν μπορούν να εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις για το 2014, αλλά ούτε έχουν και τη δυνατότητα να προβούν σε αγορές υψηλής αξίας, όπως ακίνητα και αυτοκίνητα. Η εικόνα αυτή που προκύπτει από την έρευνα του ΕΒΕΑ ενισχύει τις θέσεις και τις απόψεις που εκφράζει η επιμελητηριακή κοινότητα για μια εθνική φορολογική πολιτική και την προώθηση αναπτυξιακών μέτρων που θα ενισχύουν συγκεκριμένους τομείς της εθνικής μας οικονομίας».
Αναλυτικότερα, το πρώτο από τα τρία ερωτήματα που κατά περίπτωση θέτει το ΕΒΕΑ σε κάθε Οικονομικό Βαρόμετρο, αναφέρεται στην εκτίμηση των πολιτών για τη μείωση των τιμών των προϊόντων -γάλα, ψωμί, φάρμακα- εάν αλλάξει ο τρόπος διάθεσής τους. Σχεδόν 6 στους 10 (58%) θεωρούν ότι οι τιμές των προϊόντων δε θα μειωθούν μετά και την αλλαγή στον τρόπο διάθεσης τους, ενώ το 16% των συμμετεχόντων είναι αβέβαιοι για το αποτέλεσμα. Μόλις το 26% θεωρεί ότι οι τιμές των προϊόντων για τα οποία θα αλλάξει ο τρόπος διάθεσής τους, θα μειωθούν.
Επιπλέον, σε ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα ανταπόκρισης στις φορολογικές τους υποχρεώσεις για το 2014, 6 στους 10 (59%) πολίτες εκτιμούν ότι δε θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν. Αντιθέτως, 3 στους 10 (31%) απάντησαν ότι θεωρούν πως θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν, ενώ 1 στους 10 (10%) δεν είναι σε θέση να παρέχει κάποια εκτίμηση στο συγκεκριμένο ερώτημα.
Το τρίτο και τελευταίο από τα ερωτήματα αναφέρεται στην πρόθεση αγοράς ακινήτων και ακριβών αυτοκινήτων το προσεχές διάστημα. Η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων, και συγκεκριμένα το 92,5%, απάντησε ότι δεν έχει καμία πρόθεση αγοράς ακινήτου και ακριβού Ι.Χ. τους επόμενους μήνες. Μάλιστα, μόλις 2% δηλώνει πρόθεση αγοράς ακινήτου με το ποσοστό να πέφτει μόλις στο 0,5% όταν πρόκειται για την αγορά ακριβού αυτοκινήτου.
Σε ότι αφορά τις εκτιμήσεις των συμμετεχόντων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, τα ποσοστά φανερώνουν μικρή βελτίωση. Συγκεκριμένα, το 18% των συμμετεχόντων, δηλώνουν αισιόδοξοι για τη μελλοντική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Σε σύγκριση με το προηγούμενο ποσοστό του 14% στην ίδια ερώτηση, το νέο ποσοστό αποτελεί σημάδι βελτίωσης, εντούτοις, το ποσοστό απαισιοδοξίας παραμένει αρκετά υψηλό, στο 65%, καταδεικνύοντας ότι η πλειοψηφία των πολιτών εξακολουθεί να διατηρεί αρνητική στάση σχετικά με τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις.
Σε ότι αφορά την πορεία των προσωπικών τους οικονομικών, το 15% των συμμετεχόντων δήλωσαν αισιόδοξοι για τη μελλοντική τους εξέλιξη. Και εδώ σημειώθηκε μικρή βελτίωση σε σύγκριση με τα αποτελέσματα του προηγούμενου Βαρόμετρου, όπου το ποσοστό αισιοδοξίας των συμμετεχόντων βρισκόταν στο 12%. Ωστόσο, και στο δείκτη αυτό το ποσοστό απαισιοδοξίας εξακολουθεί να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, προσμετρώντας περισσότερους από 7 στους 10 (72%) συμμετέχοντες.