Σε ιδιαίτερα καλό κλίμα και με έμφαση στις μελλοντικές προοπτικές που διανοίγονται για ενίσχυση της οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας πραγματοποιήθηκαν οι συναντήσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου στην Τεχεράνη.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών είχε επαφές με όλα τα κορυφαία στελέχη της ιρανικές ηγεσίας: τον πρόεδρο Χασάν Ρουχανί, τον υπουργό Εξωτερικών Μοχάμαντ Ζαβάντ Ζαρίφ, τον επικεφαλής του Συμβουλίου Σοφών και πρώην πρόεδρο της χώρας Ακμπάρ Χασεμί Ραφσαντζανί και τον Γενικό Γραμματέα του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας Αλί Σαμχανί.
Από τις συναντήσεις του κ. Βενιζέλου κατέστη σαφές ότι στο πλαίσιο που υπάρχει μετά την ενδιάμεση συμφωνία των P5+1 (δηλαδή των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γερμανίας) και του Ιράν και με την παράλληλα μερική χαλάρωση ορισμένων κυρώσεων, η Αθήνα θα μπορούσε να προχωρήσει με προσοχή και σε απόλυτη συνεννόηση τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε στενότερη οικονομική συνεργασία.
Ο κ. Βενιζέλος χαρακτήρισε μάλιστα στις δηλώσεις του την επίσκεψή του στην Τεχεράνη ως την «πολιτική προϋπόθεση για ορισμένες νέες πρωτοβουλίες, σε διεπιχειρησιακό επίπεδο (business-to-business, Β2B), πάντα στο πλαίσιο της διεθνούς έννομης τάξης και των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών».
Σημείωσε δε ότι «η Ελλάδα -ως τρέχουσα Προεδρία της ΕΕ, αλλά και ως παλαιό μέλος της- συμμετέχει πάντα στο επονομαζόμενο ευρωπαϊκό και δυτικό κύριο ρεύμα. Αλλά», πρόσθεσε, «χάρη στους ισχυρούς πολιτιστικούς, συναισθηματικούς και ιστορικούς δεσμούς μας, έχουμε την ευελιξία και τη βούληση να αξιοποιήσουμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, τις ήδη υπάρχουσες διμερείς μας σχέσεις».
Σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις τομείς (φάρμακα, τρόφιμα και ένδυση) στους οποίους θα μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να τονώσουν τις εξαγωγές τους.
Οι τομείς αυτές δεν βρίσκονται στον «σκληρό πυρήνα» των κυρώσεων και η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να το εκμεταλλευθεί τόσο για το άνοιγμα νέων αγορών όσο και για να μπορέσει «να σβήσει» μέρος του μεγάλου χρέους που έχει δημιουργηθεί (και το οποίο κινείται άνω των 600 εκατομμυρίων ευρώ) από τις εισαγωγές πετρελαίου την περίοδο 2010 – 2012.
Αναμφίβολα, υπάρχουν ελληνικές εταιρείες που ενδιαφέρονται και για επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα, ωστόσο οι εξελίξεις σε αυτό το πεδίο θα πρέπει να αναμένουν την επίτευξη μίας συνολικής συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Είναι σαφές, εξηγούσαν διπλωματικοί κύκλοι, ότι η Τεχεράνη επιθυμεί να οικοδομηθεί μία στρατηγική σχέση με την ΕΕ και σε αυτό το πλαίσιο η Αθήνα θα μπορούσε -και με την τρέχουσα ιδιότητα της προεδρεύουσας χώρας- να διαδραματίσει κάποιο ρόλο. Αυτό το υπογράμμισε συγκεκριμένα ο πρόεδρος Ρουχανί, ο οποίος τόνισε ότι «η αμοιβαία εμπιστοσύνη παίζει θεμελιώδη ρόλο στη διεύρυνση των σχέσεων» του Ιράν με την ΕΕ. Παραδέχθηκε μάλιστα ότι ακόμη και σήμερα παραμένει η καχυποψία πολλών κρατών- μελών έναντι της Τεχεράνης.
«Το πυρηνικό πρόγραμμα δεν πρέπει να αποτελεί πρόφαση με σκοπό να δημιουργηθεί απόσταση μεταξύ του Ιράν και της ΕΕ. Πιστεύω ότι οι παραδοσιακές και ιστορικές σχέσεις των δύο πλευρών πρέπει να αναθερμανθούν» σημείωσε ο ιρανός πρόεδρος, λέγοντας ότι οι δύο πλευρές έχουν κοινά στρατηγικά συμφέροντα στην ενέργεια, στις μεταφορές, στην περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια, καθώς και στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του εξτρεμισμού.