Επιβράδυνση της οικονομίας το 2023, αλλά όχι ύφεση, περιμένει για την Ελλάδα η Scope Ratings η οποία τον περασμένο Δεκέμβριο αναβάθμισε το Outlook στην αξιολόγηση της, από σταθερό σε θετικό, κάτι που σηματοδοτεί πιθανότητα 33% για επενδυτική βαθμίδα ενός των επόμενων 18 μηνών.
Η Scope αξιολογεί την Ελλάδα στο BB+, μια θέση κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Ωστόσο, με την αναθεώρηση του Outlook σε θετικό τον Δεκέμβριο ανοίγει τον δρόμο για μία αναβάθμιση, αν και όπως προειδοποιεί σε ανάλυση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, υπάρχουν ακόμη σημαντικές προκλήσεις.
Αν και έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, αναφέρει η Scope, υπάρχουν ακόμα αρκετές προκλήσεις που επιμένουν: μέτρια ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμο επίπεδο της τάξης του 1%, ανεργία πάνω από το μέσο όρο της Ε.Ε. στο 11,6%, περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση, μια άκαμπτη αγορά εργασίας, εξωτερικές ευπάθειες και ακόμα αυξημένα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Ο οίκος σημειώνει ταυτόχρονα την αυξημένη πολιτική αβεβαιότητα ενόψει των εκλογών μέχρι το καλοκαίρι καθώς μια στροφή μετά τις εκλογές στην οικονομική πολιτική θα μπορούσε να ενισχύσει τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους.
Οικονομική επιβράδυνση, όχι ύφεση
Όσον αφορά τα οικονομικά θεμελιώδη, ο οίκος περιμένει η ανάπτυξη να επιβραδύνει στο 1,3% αυτό το έτος για να ανακάμψει στο υψηλότερο του δυνητικού 2% το επόμενο έτος, με μέσο όρο ρο 1,4% για την περίοδο 2025-27.
Η Scope δεν περιμένει ύφεση αυτό το έτος, ενώ σημειώνει ότι η τρέχουσα οικονομική επιβράδυνση ακολουθεί την ισχυρή ανάκαμψη από την κρίση της πανδημίας, με ανάπτυξη 8,4% το 2021 και 4,9% το 2022 με βάση τις εκτιμήσεις, ξεπερνώντας το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδύνει σταδιακά από το εξαιρετικά αυξημένο 9,3% ετήσιο μέγεθος το προηγούμενο έτος στο 3,9% το 2023 και 2,8% το επόμενο έτος.
Η αναμενόμενη παύση στις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ στο τερματικό επιτόκιο (στη διευκόλυνση καταθέσεων) στο τουλάχιστον 3% μέχρι το καλοκαίρι αυτού του έτους αναμένεται να δώσει την τόσο σημαντική ανακούφιση για τις αγορές και οικονομίες της περιφέρειας, αναφέρει.
Θεσμική στήριξη
Η σημαντικά ενισχυμένη ευρωπαϊκή θεσμική στήριξη για την Ελλάδα από το ξέσπασμα της κρίσης της Covid-19, η οποία υποστήριξε την αρχική αναβάθμιση της Scope σε BB+, θα είναι ένας θετικός παράγοντας αν συνεχιστεί και μετά τις φετινές εκλογές, σημειώνει ο οίκος.
Τα ευρωπαϊκά εργαλεία πολιτικής σε νομισματικό και δημοσιονομικό επίπεδο ενισχύουν τη βιωσιμότητα του χρέους, ιδίως των ευάλωτων χωρών με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα, μέσω αγορών περιουσιακών στοιχείων από την κεντρική τράπεζα και την επανεπένδυση των αποπληρωμών, τη χαλάρωση των απαιτήσεων για εγγυήσεις και τις εκταμιεύσεις του Next Generation EU.
Το πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας της ΕΚΤ από την κρίση της Covid-19 και οι εξαιρέσεις (waivers) που δίνουν στην Ελλάδα πρόσβαση στις διευκολύνσεις του Ευρωστήματος, βοηθούν στην περαιτέρω σύγκλιση του προφίλ πιστωτικού κινδύνου της χώρας με αυτό των υπόλοιπων κρατών μελών, αναφέρει.
Σε αυτό το πλαίσιο ο οίκος σημειώνει ότι όσο η Ελλάδα συνεχίζει να συμμορφώνεται με τους κανονισμούς της Ε.Ε. θα υποθέτει πως η ΕΚΤ θα προσφέρει υποστηρικτικά μέτρα για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, επιδεικνύοντας τη συνεχή υποστήριξη της για την Ελλάδα ακόμα και ενώ οι έκτακτες συνθήκες από την κρίση της Covid-19 θα περνούν στο παρελθόν.
Σταθερή μείωση του χρέους
Ο οίκος αναφέρει ακόμα ότι η θετική αξιολόγηση για την Ελλάδα έχει οδηγό και τη μείωση του δημόσιου χρέους. Όπως αναφέρει, στο βασικό της σενάριο, η ανάλυση για τη βιωσιμότητα του χρέους δείχνει το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ να υποχωρεί από 171% το 2022 στο 164,5% το 2023 και 150,5% μέχρι το 2027. Αυτό έρχεται μετά το υψηλό του 206,3% το 2020.
Ο υψηλός πληθωρισμός συμβάλει στη μείωση του χρέους, ωστόσο ο πληθωρισμός ενδεχομένως να αποδειχθεί βασικό εμπόδιο στην πορεία της Ελλάδα για την επενδυτική βαθμίδα αν το κόστος δανεισμού αρχίσει να αυξάνεται και πάλι.
Λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, οι καθαρές πληρωμές τόκων ως ποσοστό των εσόδων της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθούν από 5% των εσόδων της γενικής κυβέρνησης το 2021 στο 8,9% μέχρι το 2027 ακόμα και ενώ ο λόγος χρέους της Ελλάδας θα υποχωρεί.
Αυτό αποτελεί περιοριστικό παράγοντα στην περαιτέρω βελτίωση της αξιολόγησης της Ελλάδας, αναφέρει ο οίκος.
Αν και η μείωση του δείκτη του χρέους βοηθά τη βιωσιμότητα του χρέους σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, σε βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βάση η βιωσιμότητα αποδυναμώνεται καθώς τα δάνεια που χορηγήθηκαν με ευνοϊκούς όρους από τους δανειστές του επίσημου τομέα – κυρίως τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (EFSF) – σταδιακά αντικαθιστώνται από πιο ακριβή χρηματοδότηση από τις αγορές.
Ο οίκος προειδοποιεί επίσης για τους κινδύνους από τη μετάβαση της ΕΚΤ στην ποσοτική σύσφιξη.
Τέλος, αναφέρει ότι περιμένει η Ελλάδα να εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπλογισμού της τάξης του 1% του ΑΕΠ από το 2024-2027, μιας ελαφρώς πιο συντηριτική εκτίμηση από την πρόβλεψη της κυβέρνησης για 2%.
Το να διατηρηθούν λογικά πρωτογενή πλεονάσματα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος Ενισχυμένης Εποπτείας και μετά τις εκλογές του 2023 είναι ένα κρίσιμο στοιχείο για την Ελλάδα για να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, αναφέρει.
Σημειώνεται ότι η Scope έχει δύο προγραμματισμένες ημερομηνίες για την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδα αυτό το έτος – στις 3 Μαρτίου και στις 4 Αυγούστου.