Η έρευνα Workmonitor της Randstad, του παγκόσμιου ηγέτη στον κλάδο των υπηρεσιών Ανθρώπινου Δυναμικού, κατέγραψε τη συμπεριφορά και τις προσδοκίες του ανθρώπινου δυναμικού στον απόηχο της «νέας κανονικότητας», σε μια συγκυρία μάλιστα, που το αυξημένο κόστος διαβίωσης και οι συνεχιζόμενες πιέσεις της ενεργειακής κρίσης δυσχεραίνουν την οικονομική ζωή των εργαζομένων παγκοσμίως.
Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο έχουν αναδιαμορφώσει τη στάση και τις ανάγκες τους προς το καλύτερο, με σταθερές απαιτήσεις προς τους εργοδότες τους και τη φύση της εργασίας, με γνώμονα την εξέλιξη της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας.
Η έρευνα Workmonitor, για το 2023, της Randstad, με συνολικό δείγμα 35.000 εργαζομένους, σε 34 αγορές, διεξήχθη το διάστημα 18-30 Οκτωβρίου 2022, ενώ στην Ελλάδα η συμμετοχή ξεπέρασε τους 1.000 εργαζόμενους, σε πληθυσμό ηλικίας 18-67 ετών. Τα στοιχεία της έρευνας, που θα συζητηθούν αναλυτικά στο webinar την Τρίτη 14 Μαρτίου στις 11:00 π.μ., καθιστούν σαφές ότι παρόλο που περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους ανησυχούν για τον αντίκτυπο της οικονομικής αβεβαιότητας στην ασφάλεια της εργασίας τους, οι εργαζόμενοι, στο σύνολό τους, δεν δείχνουν διατεθειμένοι να παραιτηθούν από τα αιτήματα και τις προσδοκίες που διαμόρφωσαν ήδη από την περίοδο της πανδημίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 97% των εργαζομένων θεωρεί εξαιρετικά σημαντική την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής τόσο στην τρέχουσα όσο και στη μελλοντική του απασχόληση, ενώ το 45,5% θα προτιμούσε να παραιτηθεί από την εργασία του, αν αυτή εμπόδιζε την ευτυχία του.
Ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής
Τα ευρήματα της έρευνας καθιστούν σαφές ότι η συμπεριφορά των εργαζομένων παρουσιάζει πλέον νέα, παγιωμένα στοιχεία, ιδίως για τη Gen Z, που εισήλθε πρόσφατα στην αγορά εργασίας και έχει τις υψηλότερες προσδοκίες για ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες (56,4%), δεν θα αποδέχονταν μία εργασία που θα επηρεάζει αρνητικά την προσωπική τους ζωή, με τους συμμετέχοντες κάτω των 45 ετών να εκφράζουν ισχυρότερο αίτημα για μια ευτυχισμένη ζωή.
Αυτό αποτελεί συνέχεια της τάσης που ήδη καταγράφηκε στα ευρήματα της έρευνας της Randstad για το προηγούμενο έτος, εν μέσω της πανδημίας, όπου αποτυπώθηκε ότι οι εργαζόμενοι της νεότερης γενιάς αισθάνονται ότι έχουν τη δυνατότητα να βρουν ουσιαστική εργασία και να ενταχθούν σε έναν οργανισμό, του οποίου οι αξίες ευθυγραμμίζονται με τις δικές τους.
Παρότι η σημασία της εργασίας είναι εξαιρετικά σημαντική για το 82,2% των ερωτηθέντων, για τους εργαζόμενους που επιλέγουν να εγκαταλείψουν τον σημερινό εργοδότη τους, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι καλύτερες συνθήκες εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της εγκατάλειψης ενός τοξικού χώρου εργασίας (41%) ή της έλλειψης ευκαιριών εξέλιξης (29%) εξακολουθούν να αποτελούν τους κύριους παράγοντες για τη λήψη της απόφασής τους. Παρά τη γενικότερη οικονομική αστάθεια και το αυξημένο κόστος διαβίωσης, περίπου ένας στους τρεις εργαζόμενους στην Ελλάδα έχει παραιτηθεί από μια εργασία που δεν συμβάδιζε με την προσωπική ζωή του.
Σημαντική καταγραφή στην έρευνα αποτελεί η δέσμευση των εργαζομένων, καθώς η δυσαρέσκειά τους με την εργασία έχει οδηγήσει το 27% σε “σιωπηλή παραίτηση”, ένα πρόσφατο φαινόμενο κατά το οποίο οι εργαζόμενοι διεκπεραιώνουν μόνο την ελάχιστη επαγγελματική τους υποχρέωση. Στην Ελλάδα, οι εργαζόμενοι 25-34 ετών είναι πιο πιθανό να παραιτηθούν από μια εργασία που τους εμπόδιζε να απολαμβάνουν τη ζωή τους (61%), ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία (55 έως 67 ετών) έχουν τη μικρότερη πιθανότητα, με 35% (παγκοσμίως 40%).
Αυξανόμενη ανάγκη για εργασιακή ευελιξία
Όπως αποτυπώνεται στα ευρήματα της έρευνας Workmonitor, η εργασιακή ευελιξία παραμένει σημαντικό ζητούμενο αλλά και δυνητικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις, με το 78% των εργαζομένων, να αναζητά τη δυνατότητα επιλογής τοποθεσίας και το 84% την επιλογή ωραρίου για την εργασία τους. Μεταξύ των διαφόρων ηλικιακών ομάδων, παρόλο που τα μοντέλα ευέλικτης εργασίας έχουν καθολική εφαρμογή, εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά αποδοχής στους νεότερους εργαζόμενους, με το 85% των ατόμων 18 έως 24 ετών και το 89% των εργαζομένων 35 έως 44 ετών να δηλώνουν ότι η ελευθερία επιλογής του χρόνου εργασίας είναι σημαντική. Οι γυναίκες εκτιμούν την ευελιξία περισσότερο από τους άνδρες αναφορικά με το ωράριο (87% έναντι 80%) και την τοποθεσία (83% έναντι 72%).
Ακόμη και στις περιπτώσεις που οι εργοδότες έχουν επιβάλει την πλήρη επιστροφή στο γραφείο, οι εργαζόμενοι εκφράζουν έντονη επιθυμία να διατηρήσουν μεγαλύτερη εργασιακή ευελιξία. Περίπου τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δήλωσαν ότι δεν θα αποδέχονταν μια θέση εργασίας εάν δεν προσέφερε δυνατότητα επιλογής ωραρίου (61%) ή μοντέλο απομακρυσμένης/υβριδικής απασχόλησης (31%). Μάλιστα, το 27% δήλωσε ότι έχει εγκαταλείψει θέση εργασίας που δεν προσέφερε την ευελιξία που απαιτούσε.
Ευθυγράμμιση αξιών και σπουδαιότητα καλλιέργειας του «ανήκειν»
Εξίσου σημαντική με την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής-προσωπικής ζωής, καθώς και της εργασιακής ευελιξίας, είναι η ανάγκη των εργαζομένων να αποτελούν αναπόσπαστα μέλη ενός οργανισμού με σαφή κοινωνική και περιβαλλοντική δέσμευση. Προστιθέμενη αξία για τους εργαζόμενους έχει το αίσθημα του ανήκειν και η συλλογικότητα, που φαίνεται να αποτελούν παραμέτρους μεγάλης σημασίας για τους Millennials και τη Gen Z. Μάλιστα, παρά την οικονομική αστάθεια και το αυξημένο κόστος ζωής, ένας στους δύο εργαζόμενους θα προτιμούσε να παραιτηθεί από μία εργασία που δεν του παρέχει το αίσθημα της πληρότητας.
Σύμφωνα με τα πορίσματα της Workmonitor, οι Millennials και Gen Z εκφράζουν σταθερή συμπεριφορά και στάση απέναντι σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, βιωσιμότητας και αλλαγής. Οι εργαζόμενοι σε ποσοστό 43,8% αναζητούν εργασία σε επιχειρήσεις με τις οποίες ευθυγραμμίζονται σε επίπεδο αξιών και εργοδότες που συμμερίζονται τις οικολογικές και κοινωνικές ανησυχίες τους. Αναγνωρίζοντας τη σημασία που έχει το αίσθημα σκοπού στη ζωή των εργαζομένων (56,8%), είναι υψίστης σημασίας, σε ποσοστό 84,4%, να έχουν οι εργοδότες ξεκάθαρο στόχο και διαφάνεια (έναντι 77.1% παγκοσμίως).
Ο ρόλος των εργοδοτών
Παρόλο που οι εργαζόμενοι δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την ευελιξία στην εργασία και θέλουν να νιώθουν ασφαλείς, η ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής έχει σημαντικό αντίκτυπο στις προσδοκίες τους. Πολλοί απευθύνονται στους εργοδότες τους για οικονομική ενίσχυση και εκφράζουν ανοιχτά τα αιτήματά τους για στήριξη της διαχείρισης της κρίσης του κόστους ζωής. Συγκεκριμένα, το 41,1% αναμένει μηνιαία μισθολογική ενίσχυση στις οικονομικές απολαβές του, το 29,5%, και κυρίως οι εργαζόμενοι άνω των 35 ετών, επιζητά αύξηση του μισθού εκτός των μισθολογικών αναθεωρήσεων, ενώ το 24,4% ζητά μεγαλύτερη συμμετοχή των εργοδοτών μέσω επιδοτήσεων, κυρίως αναφορικά με την κάλυψη του ενεργειακού κόστους, με τους Baby Boomers να εκφράζουν πιο έντονη απαίτηση για τα προνόμια αυτά.
Νέες πηγές εισοδήματος
Σε μια συγκυρία αυξανόμενης οικονομικής αβεβαιότητας, οι εργαζόμενοι ανησυχούν φυσιολογικά για τον αντίκτυπο της παγκόσμιας οικονομίας στον βιοπορισμό τους (67%) ενώ περισσότεροι από τους μισούς (51%) ανησυχούν για την απώλεια της εργασίας τους. Παρόλο που η ασφάλεια της εργασίας βρίσκεται στο επίκεντρο για το 92,9% των ερωτηθέντων, οι Έλληνες εργαζόμενοι αναζητούν νέες πηγές εισοδήματος, για να ανταπεξέλθουν στην αντιμετώπιση του αυξανόμενου κόστους διαβίωσης.
Συγκεκριμένα, το 22% των Ελλήνων εργαζομένων σκοπεύει να αυξήσει τις ώρες εργασίας στην τρέχουσα θέση εργασίας, ενώ το 40% επιδιώκει να αναζητήσει και να αναλάβει έναν δεύτερο ρόλο εργασίας. Για τους εργαζόμενους που ανήκουν στη Gen Z, είναι πιο πιθανό να προβούν και στις δύο ενέργειες, με το 30% να επιθυμεί να αναλάβει έναν δεύτερο ρόλο και το 32% να αυξήσει τις ώρες εργασίας του – και τα δύο ποσοστά είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα της γενιάς ηλικίας 55 έως 67 ετών, με 17% και 13%, αντίστοιχα. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 25% των εργαζομένων έχει αλλάξει ή σχεδιάζει να αλλάξει εργασία και να μετακινηθεί σε μια εταιρεία με καλύτερες οικονομικές απολαβές.
Παράταση της συνταξιοδότησης για τους έλληνες εργαζόμενους
Αναντίρρητα, η κρίση του κόστους ζωής έχει αντίκτυπο στις προσδοκίες των εργαζομένων και για τη συνταξιοδότηση, με το 16% των Baby Boomers να δηλώνει ότι σκοπεύει να καθυστερήσει την συνταξιοδότησή του, καθώς επιθυμεί να συμβάλει στα αυξανόμενα κόστη διαβίωσης, ενώ το 61% εκφράζει έντονη ανησυχία για την πτώση του εισοδήματός του, ως αποτέλεσμα της συνταξιοδότησης.
Το κόστος διαβίωσης και οι συνολικές οικονομικές απολαβές από την εργασία αποτελούν αποθαρρυντικούς παράγοντες και λειτουργούν ανασταλτικά στην απόφαση των εργαζομένων να ολοκληρώσουν την εργασιακή τους πορείας. Παρόλο που τα αποτελέσματα της έρευνας της Workmonitor για το προηγούμενο έτος είχαν καταγράψει ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων εξέφραζε την πεποίθηση ότι θα συνταξιοδοτηθεί πριν τα 65 έτη, στην τρέχουσα έρευνα αποκαλύπτεται μια σαφώς διαφορετική προοπτική και γίνεται σαφές ότι η οικονομική αβεβαιότητα αποτελεί κεντρικό παράγοντα αυτής της αλλαγής. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ένας στους δύο ερωτηθέντες υποστηρίζει πως θα μπορέσει να συνταξιοδοτηθεί πριν τα 65 έτη, ενώ στην Ελλάδα στην ίδια ερώτηση αποκρίθηκε θετικά μόνο το 44.2%.
Η Leigh Ostergard, Διευθύνουσα Σύμβουλος της Randstad Ελλάδας, αναφέρει σχετικά με τα ευρήματα της έρευνας Workmonitor: «Σε παγκόσμια κλίμακα, η έλλειψη και διατήρηση ταλέντων είναι υπαρκτά ζητήματα, με τους εργοδότες να χρειάζεται να λάβουν σημαντικές πρωτοβουλίες για τη στήριξη των εργαζομένων. Σε μια εποχή μετάβασης με εμφανείς αλλαγές σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, το ανθρώπινο δυναμικό εκφράζει σθεναρά την ανάγκη του για εργασιακή σταθερότητα και ευελιξία, με βασικό άξονα τη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Οι εργοδότες, από την πλευρά τους, χρειάζεται να έχουν ως απώτερη φιλοδοξία τη δημιουργία ενός ευτυχισμένου, χωρίς αποκλεισμούς, και εμπνευσμένου χώρου εργασίας, όπου οι άνθρωποι θα αισθάνονται ότι ανήκουν σε αυτόν. Μόνο μέσω πρακτικών ενσυναίσθησης που λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες ολόκληρου του ανθρώπινου δυναμικού τους μπορούν οι οργανισμοί να εγγυηθούν ότι θα γίνουν εργοδότες επιλογής και όχι ανάγκης.»
Η ταυτότητα της έρευνας Randstad Workmonitor
Η έρευνα Workmonitor της Randstad υλοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2003 και καλύπτει πλέον 34 χώρες σε όλο τον κόσμο, οι οποίες ανήκουν κατά κύριο λόγο στην Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική. Η έρευνα διεξήχθη μέσω online ερωτηματολογίου σε πληθυσμό ηλικίας 18-67 ετών, που εργάζεται τουλάχιστον 24 ώρες την εβδομάδα σε αμειβόμενη εργασία (τουλάχιστον 90%), σε ελεύθερους επαγγελματίες και ανέργους που αναζητούν εργασία. Κατ’ ελάχιστο αποδεκτό δείγμα σε κάθε αγορά ορίστηκε στα 500 άτομα. Για τους σκοπούς της δειγματοληψίας αξιοποιήθηκε ο πίνακας Dynata. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το διάστημα 18 έως 30 Οκτωβρίου 2022, στις εξής χώρες: Αργεντινή, Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Βραζιλία, Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ελλάδα, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Ινδία, Ισπανία, Ιταλία, Καναδάς, Κίνα, Λουξεμβούργο, Μαλαισία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πορτογαλία, Πολωνία, Ρουμανία, Σιγκαπούρη, Σουηδία, Τουρκία, Τσεχία, Χιλή και Χονγκ Κονγκ.