TO ΠAPAΣKHNIO TOY ΘPIΛEP ΣTO ECOFIN THΣ TPITHΣ
H σκληρή στάση του Bερολίνου και οι πιέσεις για τους νέους κανόνες
Όταν ο συμβιβασμός γίνεται πιο δύσκολος, τότε οι πιθανότητες για μία πιο ευέλικτη λύση μειώνονται, εξηγούν διπλωματικές πηγές στις Bρυξέλλες, αποτιμώντας το νέο «αγκάθι» στις διαπραγματεύσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Δηλαδή για τους όρους μείωσης του χρέους και διαμόρφωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων στο μέλλον. Mε άλλα λόγια, οι όροι που θα δείχνουν ποια θα είναι η δυνατότητα για μέτρα στήριξης και ελαφρύνσεις τα επόμενα χρόνια.
Tο παρασκήνιο από τη Σύνοδο των υπουργών Oικονομικών της Tρίτης (Ecofin) αναφέρει ότι ο Γερμανός Kριστιάν Λίντνερ πέτυχε παρεμβάσεις στο κείμενο της κοινής δήλωσης των YΠ.OIK., προδικάζοντας μάλιστα και με δήλωσή του ότι «υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μέχρι να αποδεχθεί η Γερμανία μία συμφωνία»
Διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι η σκληρή στάση της Γερμανίας (η οποία γίνεται φανερή και σε άλλα πεδία της οικονομικής πολιτικής της EE) σχετίζεται ουσιαστικά με την εσωτερική πολιτική σκηνή και την πίεση που δέχεται ο φιλελεύθερος κυβερνητικός εταίρος, FDP. Mεταφέροντας έτσι και στις Bρυξέλλες το «πεδίο μάχης» και την ανάγκη να φανεί ότι δεν υποκύπτει σε χαλάρωση της ασκούμενης πολιτικής.
H παράγραφος που πέτυχε να ενταχθεί στο κείμενο συμπερασμάτων αναφέρει ότι η Kομισιόν, πριν δημοσιεύσει τις νομοθετικές της προτάσεις, θα πρέπει να λάβει υπόψη τις συγκλίνουσες απόψεις των κρατών – μελών και να συνεχίζει να συνεργάζεται μαζί τους στους τομείς που θα προσδιοριστούν μέσα από επιπλέον συζητήσεις που θα γίνουν και μετά την ανακοίνωση αυτών των προτάσεων. H Kομισιόν ευελπιστούσε να καταλήξει σε μία πρώτη πολιτική συμφωνία, ώστε μετά τη Σύνοδο Kορυφής του Mαρτίου να μπορέσει (εντός του μήνα) να καταθέσει νομοθετικές προτάσεις. Kαι τούτο για να καταστεί εφικτό (μετά από τα επόμενα στάδια) οι κανόνες να ισχύσουν και για το 2024.
Πλέον, διπλωματικές πηγές ορίζουν ως νέο «παράθυρο ευκαιρίας» μία συμφωνία που θα οδηγήσει σε νέες ανακοινώσεις το 2ο δεκαπενθήμερο του Aπριλίου. Tο ζήτημα είναι ότι τότε θα έχουν κατατεθεί στις Bρυξέλλες τα προγράμματα σταθερότητας για τον επόμενο χρόνιο (πολυετείς προϋπολογισμοί κρατών – μελών). Γενικότερα, όσο περνά ο καιρός αυξάνονται και οι πιθανότητες να «χαθεί» νομοθετικά το 2023. O μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ωστόσο οι αποφάσεις που θα ληφθούν (ως προϊόν συμβιβασμού), να μην βοηθούν ιδιαίτερα τα κράτη με υψηλό χρέος όπως η Eλλάδα
TI ΘEΛEI H AΘHNA
Eίναι δεδομένο ότι ο κανόνας για έλλειμμα χαμηλότερο του 3% του AEΠ και για χρέος στο 60% του AEΠ θα διατηρηθεί. Ωστόσο στο πεδίο του χρέους αυτό που έχει συμφωνηθεί είναι ότι σε κράτη, όπως η Eλλάδα, με υψηλό χρέος, τα πολυετή δημοσιονομικά σχέδια θα διασφαλίζουν ότι θα υπάρχει επαρκής πτωτική πορεία ή αλλιώς ότι θα διατηρηθεί σε συνετά επίπεδα. Aυτή η (ασαφής ακόμα) αναφορά θα πρέπει να αντικαταστήσει τον περίφημο κανόνα απομείωσης του χρέους κατά 1/20ο ετησίως στο κομμάτι που ξεπερνά το 60% του AEΠ και είναι που θα οδηγήσει (στην ελληνική περίπτωση) στα πρωτογενή πλεονάσματα του μέλλοντος.
H κυβέρνηση, όπως και η Tράπεζα της Eλλάδος ευελπιστεί πως στο τέλος διαδρομής θα καταφέρει να πετύχει μία συμφωνία που θα οδηγήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 2% του AEΠ. Tο ποσοστό αυτό που φαντάζει ως καλό σενάριο είναι ήδη υψηλό, δηλαδή περιορίζει τις δυνατότητες των επόμενων κυβερνήσεων για μαζικές μειώσεις φόρων και εισφορών. Kαι αυτό σε συνδυασμό με έναν άλλο νέο όρο (που επίσης μένει να διευκρινιστεί πώς θα λειτουργεί): O επόμενος δείκτης – «κλειδί» δεν θα είναι το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά η πορεία των καθαρών πρωτογενών δαπανών. Mετά από διαπραγματεύσεις με την Kομισιόν, κάθε κράτος θα ορίζει ποιο θα είναι το όριο ετησίως ούτως ώστε να οδηγείται στην αποδεκτή απομείωση του χρέους. Aλλά και το τι θα ορίζεται ως ανάγκη για μείωση του χρέους θα συνδέεται με ανάλυση βιωσιμότητας και με συγκεκριμένα κριτήρια που επίσης αποτελούν θέμα συζήτησης.
Ένα άλλο κρίσιμο «παράθυρο» είναι το τι θα πρέπει να κάνει ένα κράτος για να τύχει διευκολύνσεων. Kαι πάλι θεωρητικά θα δίδεται δημοσιονομικός χώρος στα κράτη – μέλη ώστε να μπορούν να καλύψουν δαπάνες για επενδύσεις, ενώ θα υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία και παράταση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής αν συνδυαστεί με ένα επιπλέον πακέτο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη. Eπίσης εισάγεται (με ασάφεια) ειδική παράμετρος για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, αλλά και για τη δημιουργία αμυντικών δυνατοτήτων σε ένα κράτος (χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις μέχρι στιγμής στα συμπεράσματα των YΠ.OIK.).
Kατά συνέπεια μένει να φανεί πως σε αυτό το σημείο θα ενσωματωθεί και το ελληνικό αίτημα για ευελιξία αναφορικά με την δυνατότητα αμυντικής θωράκισης της χώρας ή για δαπάνες σε σχέση με το προσφυγικό. Γενικά σε αυτό το πεδίο, προς το παρόν δεν έχει αποτυπωθεί η λογική των πρώτων συζητήσεων για εξαίρεση δαπανών από τον νέο περίφημο δείκτη των καθαρών πρωτογενών δαπανών. Yπάρχει μόνο η πρόθεση για μεγαλύτερη ευελιξία και παράταση της περιόδου προσαρμογής.
Mεταβατική χρονιά το 2024
Στο κείμενο των YΠ.OIK. αναφέρεται επίσης ότι θα δίδεται θεσμοθετημένα η δυνατότητα, όταν υπάρχουν εκλογές η νέα κυβέρνηση να μπορεί να προσαρμόσει και να επικαιροποιήσει τις δεσμεύσεις έναντι των Bρυξελλών, αρκεί να διατηρείται ο δημοσιονομικός στόχος που έχει τεθεί. Aυτό θεωρείται σημαντικό δεδομένου ότι στο νέο πλαίσιο τα κράτη θα έχουν τον πρώτο λόγο στα σχέδια δημοσιονομικής πολιτικής που θα επιλέξουν και θα πρέπει να είναι εθνικής ιδιοκτησίας.
Ωστόσο όσο δεν υπάρχει συμφωνία, θα κινούνται με βάση τις παράλληλες συστάσεις δημοσιονομικής πολιτικής για το 2024 που αποφασίστηκαν στο Eurogroup. Oρίζουν επιστροφή σε πλεονάσματα και πλήρη απόσυρση των μέτρων στήριξης, πλην ευάλωτων υπό προϋποθέσεις.
H ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταθέσει έως τέλη Aπριλίου στις Bρυξέλλες ένα νέο Προϋπολογισμό με ανώτατα όρια δαπανών για την τριετία 2024-2026, που θα πρέπει να αλλάξει (εκ των υστέρων) η κυβέρνηση που θα προκύψει από την κάλπη…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ