«Είναι αυτονόητο ότι η επόμενη κυβέρνηση, μια προοδευτική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, θα το φέρει άμεσα προς ψήφιση στη νέα Βουλή, αφού τηρηθούν οι διαδικασίες που θεσμικά προβλέπονται για την προετοιμασία και την υποβολή ενός σχεδίου νόμου στη Βουλή από μια κυβέρνηση».
Τα παραπάνω τόνισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο επετειακό τεύχος για τα 20 χρόνια του περιοδικού ANTIVIRUS.
«Πρόκειται για μια σημαντική πρόταση νόμου που αίρει μια σειρά από ανισότητες όχι μόνο ως προς το γάμο αλλά και την τεκνοθεσια και την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Έχει μεγάλη σημασία ότι για τη διαμόρφωσή του τηρήσαμε διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης -μια δική μας διαδικασία, αφού δεν προβλέπεται θεσμικά διαβούλευση των προτάσεων νόμου της αντιπολίτευσης», αναφέρει ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
«Αποστείλαμε όμως το πρώτο σχέδιο αυτού στις οργανώσεις της κοινότητας, συζητήσαμε μαζί τους τις παρατηρήσεις τους και προκαλέσαμε εκδηλώσεις και έναν ευρύτερο διάλογο. Το τελικό σχέδιο έχει ενσωματώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα αυτού του διαλόγου. Είναι σαφές ότι οι αγκυλώσεις της συντηρητικής κυβέρνησης Μητσοτάκη, αποτελούν τη βασική αιτία που η συγκεκριμένη παρέμβαση δεν ήρθε τελικά προς ψήφιση και στη βουλή».
Προσθέτει ότι «η επεξεργασία της πρότασης νόμου που έχει κατατεθεί από το ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην παρούσα Βουλή ξεκίνησε κατά την περίοδο της προηγούμενης κυβέρνησης, από μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δίκαιου. Τελικά η κυβέρνησή της ΝΔ έφερε μια άλλη μεταρρύθμισή, και χωρίς τις διατάξεις για το γάμο για όλα τα πρόσωπα».
«Η στρατηγική μας τα χρονιά της διακυβέρνησης μας», υπογραμμίζει, «οδήγησε στην κατάκτηση θεσμικών κορυφών σε σχέση με την ισότητα. Χρειάζεται, όμως, τώρα να αναπτυχθεί και να διευρυνθεί ακόμα περισσότερο, με ακόμα μεγαλύτερη ζέση, ώστε να φτάσουμε πια σε ακόμη μεγαλύτερες θεσμικές κατακτήσεις, καθώς αυτή η σκληρή περίοδος συντήρησης και αυταρχισμού που ζούμε από το 2019, με τη στασιμότητα που επέφερε στα ζητήματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, πρέπει να μην παγιωθεί, αλλά να ανατραπεί με την ανάπτυξη πολιτικών περαιτέρω εμβάθυνσης των ατομικών δικαιωμάτων».