Ο αναλυτής της εφημερίδας Financial Times, Martin Wolf, αναφέρει τους λόγους για τους οποίους μια νέα οικονομική κρίση θα πρέπει να θεωρείται ως κάτι παραπάνω από βέβαιη.
«Το τύπωμα πλαστών χαρτονομισμάτων είναι παράνομο, αλλά η ιδιωτική δημιουργία χρήματος δεν είναι. Η αλληλεξάρτηση κράτους και επιχειρήσεων που το κάνουν αυτό είναι η αιτία της αστάθειας σε μεγάλο βαθμό στις οικονομίες μας. Μπορεί και πρέπει να τερματιστεί.
Έχω εξηγήσει στο παρελθόν από τη στήλη αυτή πώς λειτουργεί το πράγμα. Οι τράπεζες δημιουργούν αποθεματικά ως υποπροϊόν του δανεισμού που δίνουν. Στη Βρετανία, αυτές οι καταθέσεις αντιστοιχούν στο 97% περίπου του χρήματος σε κυκλοφορία. Ορισμένοι παρατηρούν ότι οι καταθέσεις δεν είναι χρήμα, παρά μόνο μεταφέρσιμα ιδιωτικά χρέη. Όμως η κοινωνία θεωρεί την απομίμηση χρήματος ηλεκτρονικό ρευστό. Ασφαλή πηγή αγοραστικής δυνατότητας.
Οπότε η τραπεζική δραστηριότητα δεν είναι μια συνήθης δραστηριότητα της αγοράς, γιατί προσφέρει δύο συνδεδεμένα κοινωνικά αγαθά: χρήματα και δίκτυο πληρωμών. Στη μια πλευρά των τραπεζικών ισολογισμών βρίσκονται τα ριψοκίνδυνα ενεργητικά. Στην άλλη, βρίσκονται οι υποχρεώσεις τις οποίες η κοινωνία θεωρεί δεδομένες. Γι’ αυτό οι κεντρικές τράπεζες λειτουργούν ως πιστωτές έσχατης ανάγκης και οι κυβερνήσεις παρέχουν εγγύηση καταθέσεων και ενέσεις κεφαλαίων. Γι’ αυτό επίσης οι τράπεζες υπόκεινται σε αυστηρή ρύθμιση. Κι ωστόσο οι πιστωτικοί κύκλοι εξακολουθούν να προκαλούν μεγάλη αποσταθεροποίηση.
Τι πρέπει να γίνει; Η ελάχιστη αντίδραση δεν θα προκαλέσει κάποια αλλαγή στον κλάδο, αλλά θα αυξήσει την εποπτεία και θα επιμείνει να μεγαλώσει το μερίδιο των ισολογισμών το οποίο θα χρηματοδοτείται με μετοχικό κεφάλαιο ή με αξιόπιστα χρεόγραφα απορρόφησης ζημιών. Η σύσταση για μεγαλύτερη κεφαλαιακή επάρκεια είναι και εκείνη που κάνουν η Anat Admati του Stanford και η Martin Hellwig του Max Planck Institute στο «The Bankers’ New Clothes».
Σε μια μέγιστη αντίδραση θα είναι να δοθεί στο κράτος το μονοπώλιο στη δημιουργία χρήματος. Μία από τις πιο σημαντικές προτάσεις αυτού του είδους ήταν το Σχέδιο του Σικάγου που προωθήθηκε τη δεκαετία του 1930 από, μεταξύ άλλων, έναν μεγάλο οικονομολόγο, τον Irving Fisher. Η βασική σκέψη ήταν να απαιτείται εγγύηση αποθεματικού στο 100% των καταθέσεων. Ο Fisher ισχυριζόταν ότι θα μειωνόταν δραστικά ο επιχειρηματικός κύκλος, θα τελείωνε το πρόβλημα των τραπεζικών κραχ και θα μειωνόταν πολύ το δημόσιο χρέος. Μια έρευνα του 2012 του ΔΝΤ δείχνει ότι το σχέδιο θα μπορούσε να αποδώσει καλά.
Ανάλογες ιδέες έχουν εκφράσει ο Laurence Kotlikoff του Boston University στο «Jimmy Stewart is Dead», και οι Andrew Jackson και Ben Dyson στο Modernising Money. Το βασικό περίγραμμα αυτού του τελευταίου συστήματος έχει ως εξής:
Πρώτον, το κράτος, και όχι οι τράπεζες, θα δημιουργεί όλα τα χρήματα συναλλαγών, όπως δημιουργείται σήμερα το ρευστό. Οι πελάτες θα κατέχουν τα χρήματα σε λογαριασμούς συναλλαγών και θα πληρώνουν στις τράπεζες μια προμήθεια για τη διαχείρισή τους.
Δεύτερον, οι τράπεζες θα διαθέτουν λογαριασμούς επενδύσεων, που θα παρέχουν δάνεια. Αλλά θα μπορούν να δανείσουν μόνο χρήματα που έχουν πραγματικά επενδύσει οι πελάτες. Δεν θα μπορούν να δημιουργούν τέτοιους λογαριασμούς από τον αέρα κι έτσι θα γίνουν πραγματικά οι μεσολαβητές που κάποιοι εσφαλμένα νομίζουν ότι είναι σήμερα.
Τα ενεργητικά αυτών των λογαριασμών δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο πληρωμής. Οι κάτοχοι των επενδυτικών λογαριασμών θα είναι ευάλωτοι σε ζημίες. Οι ρυθμιστές μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις μετοχικής επάρκειας και άλλους κανόνες σώφρονος διαχείρισης σε αυτούς τους λογαριασμούς.
Τρίτον, η κεντρική τράπεζα θα τυπώνει νέο χρήμα αναλόγως των αναγκών της προώθησης μη πληθωριστικής ανάπτυξης. Οι αποφάσεις για τη δημιουργία χρήματος θα λαμβάνονται, όπως και σήμερα, από επιτροπή ανεξάρτητη από την κυβέρνηση.
Τέλος, το φρέσκο χρήμα θα διοχετεύεται στην οικονομία με τέσσερις τρόπους: Για να χρηματοδοτεί τις κρατικές δαπάνες, σε θέματα φόρων ή δανεισμού. Για να γίνονται οι άμεσες πληρωμές προς τους πολίτες. Για τη μείωση των χρεών, κρατικών ή ιδιωτικών. Ή για την παροχή νέων δανείων μέσω τραπεζών ή άλλων μεσολαβητών. Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί μπορούν και πρέπει να γίνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια.
Η μετάβαση σε ένα σύστημα όπου η δημιουργία χρήματος ξεχωρίζει από τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση είναι εφικτή, αν και περίπλοκη. Πάντως θα φέρει τεράστια πλεονεκτήματα. Θα μπορούσε να αυξήσει την προσφορά χρήματος χωρίς να ενθαρρύνει τον κόσμο να δανείζεται μέχρι τον λαιμό. Θα τερμάτιζε το πρόβλημα των πολύ μεγάλων για να καταρρεύσουν τραπεζών. Επίσης θα μετέφερε το «αξιόχρεο» -το πλεονέκτημα της δημιουργίας χρήματος- στην κοινωνία.
Το 2013, για παράδειγμα, ο δείκτης νομισματικής επέκτασης Μ1 (που αφορά τις μεταβιβάσεις χρημάτων) αντιστοιχούσε στο 80% του ΑΕΠ. Αν η κεντρική τράπεζα αποφασίσει να αυξάνεται κατά 5% τον χρόνο, θα έχει δημοσιονομικό έλλειμμα στο 4% του ΑΕΠ χωρίς δανεισμό ή φορολόγηση. Η δεξιά μπορεί να θελήσει να μειώσει τους φόρους, η αριστερά να αυξήσει τις δαπάνες. Η επιλογή θα είναι πολιτική, όπως πρέπει να είναι.
Οι πολέμιοι θα πουν πως η οικονομία θα πεθάνει από έλλειψη πίστωσης. Κάποτε με άγγιζε αυτός ο ισχυρισμός. Όμως μόνο το 10% του τραπεζικού δανεισμού στη Βρετανία έχει χρηματοδοτήσει επιχειρηματικές επενδύσεις σε κλάδους διαφορετικούς από τα εμπορικά ακίνητα. Θα μπορέσουμε να βρούμε άλλους τρόπους για να τις χρηματοδοτήσουμε αυτές.
Το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα είναι τόσο ασταθές επειδή πρώτο το κράτος του επέτρεψε να δημιουργήσει όλο το χρήμα που υπάρχει στην οικονομία και εν συνεχεία υποχρεώθηκε να το διασφαλίσει σε αυτήν τη δραστηριότητα. Πρόκειται για μια τεράστια τρύπα στην καρδιά των οικονομιών και της αγοράς. Μπορεί να κλείσει αν ξεχωρίσει η παροχή χρήματος, που είναι δικαιωματικά λειτουργία του κράτους, από την παροχή χρηματοδότησης, λειτουργία του ιδιωτικού τομέα.
Δεν πρόκειται να συμβεί σύντομα. Όμως να θυμάστε ότι υπάρχει η πιθανότητα. Όταν έλθει η επόμενη κρίση -και σίγουρα θα έλθει- πρέπει να είμαστε έτοιμοι».