Mε τα ΜΜΕ στο πλευρό του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι διατεθειμένος να ρισκάρει μια ήττα, στον δεύτερο γύρο των τουρκικών προεδρικών εκλογών.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στοχεύει να κερδίσει τις εκλογές για να παρατείνει την κυριαρχία του για τρίτη δεκαετία και να διατηρήσει το μείγμα εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής που έχει κάνει τη χώρα να ξεχωρίζει στην παγκόσμια σκηνή. Σύμμαχός του σε αυτήν την προσπάθεια είναι τα ΜΜΕ, σύμφωνα με το Bloomberg, τα οποία εξασφαλίζουν την προώθηση και διάδοση του αφηγήματός του.
Ο Ερντογάν, 69 ετών, αψήφησε τις δημοσκοπήσεις που προέβλεπαν ισχνή νίκη του αντιπάλου του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, 74 ετών, στην ψηφοφορία του πρώτου γύρου για την προεδρία πριν από δύο εβδομάδες, στέλνοντας το νόμισμα σε νέα βάθη και τα εταιρικά ομόλογα και τις μετοχές σε πτώση.
Η ψηφοφορία ξεκίνησε στις 8 π.μ. τοπική ώρα και οι κάλπες κλείνουν στις 5 μ.μ., ενώ τα πρώτα αποτελέσματα αναμένονται λίγες ώρες αργότερα.
Ο Κιλιτσντάρογλου εστίασε την εκστρατεία του στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Τουρκίας μεταξύ των διεθνών επενδυτών, στον τερματισμό του αυταρχιασμού της κυβέρνησης Ερντογάν και στην εξάλειψη της διαφθοράς από τους κρατικούς θεσμούς. Μια νίκη του θα σημάνει το τέλος της ντιρεκτίβας του Ερντογάν ότι ο μόνος τρόπος για την καταπολέμηση του πληθωρισμού είναι η μείωση και όχι η αύξηση των επιτοκίων. Αυτό, ωστόσο, φαίνεται τώρα λιγότερο πιθανό και οι χρηματοπιστωτικές αγορές προετοιμάζονται για περισσότερο πόνο, επισημαίνει το Bloomberg.
Τα καθεστωτικά ΜΜΕ στο πλευρό του Ερντογάν
Με τη βοήθεια της κρατικής μηχανής των μέσων ενημέρωσης, ο Ερντογάν έχει σπείρει τη διαίρεση μεταξύ της συμμαχίας της αντιπολίτευσης. Ο μακροβιότερος ηγέτης της Τουρκίας διπλασίασε την εθνικιστική, θρησκευτική ρητορική για να κινητοποιήσει τη βάση του και να προσεταιριστεί τους περιθωριακούς ισλαμιστές και τη Δεξιά, ενώ κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι αποτυγχάνει να καταπολεμήσει την τρομοκρατία. Εκμεταλλεύτηκε επίσης την αποστροφή του εκλογικού σώματος προς τους ευρείς συνασπισμούς μετά την κατάρρευση των κυβερνήσεων τη δεκαετία του 1990.
Μια ανατροπή θα μπορούσε ακόμη να συμβεί, αλλά ο Ερντογάν έχει αναδειχθεί πιο πειστικός από τον Κιλιτσντάρογλου, σύμφωνα με τον Τσαν Σελτσούκ, διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας δημοσκοπήσεων Istanbul Economics Research. «Αυτό έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη και ο Ερντογάν έχει καταφέρει να εδραιώσει την εμπιστοσύνη όντας στην εξουσία για 20 χρόνια», είπε.
Ωστόσο, το κόστος προστασίας των επενδυτών από την αθέτηση πληρωμών στα τουρκικά ομόλογα εκτινάχθηκε μετά τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας, όταν ο Ερντογάν κέρδισε 49,5%. Η λίρα σημείωσε νέα χαμηλά ρεκόρ, κατρακυλώντας στο συμβολικό 20 ανά δολάριο.
Ο ηγέτης της Τουρκίας προκειμένου να θωρακιστεί από τις οικονομικές επιπτώσεις έχει ασκήσει μεγαλύτερο έλεγχο στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, με τα κυρίαρχα δίκτυα να αφιερώνουν τηλεοπτικό χρόνο κυρίως σε συνεντεύξεις και συγκεντρώσεις του. Κυριαρχεί επίσης στις πόλεις με αφίσες και φωτογραφίες του που συνοδεύονται από τα σχόλια «Η σωστή στιγμή, ο σωστός άνθρωπος».
Σε όλες τις συγκεντρώσεις του και τις δεκάδες τηλεοπτικές συνεντεύξεις, η αφήγηση που προώθησε ο Ερντογάν στους πιο συντηρητικούς ψηφοφόρους που χρειάζεται για να εξασφαλίσει τη νίκη είναι ότι ο Κιλιτσντάρογλου και οι σύμμαχοί του είναι κατευναστές των Κούρδων μαχητών και υπέρ των ΛΟΑΤΚΙ. Ο Ερντογάν δήλωσε ότι ελπίζει ότι ο «πατριωτικός, εθνικιστικός λαός του θα δώσει ένα μάθημα στην αντιπολίτευση» στην κάλπη.
Η κύρια πρόκληση παραμένει η οικονομία
Ο Κιλιτσντάρογλου δήλωσε επανειλημμένα ότι καταδικάζει όλες τις μορφές τρομοκρατίας και αύξησε επίσης την εθνικιστική ρητορική του, υποσχόμενος την απέλαση των μεταναστών. Κατάφερε να λάβει την υποστήριξη του μικρού δεξιού κόμματος Zafer, αν και ο κίνδυνος είναι να αποξενώσει μέρος της κουρδικής υποστήριξης που συγκέντρωσε στον πρώτο γύρο, ένα τμήμα που χρειάζεται για να εκδιώξει εκλογικά τον Ερντογάν.
Έχει επίσης στοχεύσει στους φόβους ορισμένων ψηφοφόρων σχετικά με την εκλογική συμμαχία του Ερντογάν, η οποία περιλαμβάνει περιθωριακά ισλαμιστικά κόμματα.
«Τι θα συμβεί όταν έρθει η νοοτροπία που κοιτάζει τις κόρες μας με κακό μάτι;» δήλωσε ο Κιλιτσντάρογλου. «Μην ξεχνάτε ότι ρίχνετε αυτή την ψήφο όχι για μένα, αλλά για την κόρη σας».
Ό,τι και να συμβεί όμως, η πιο άμεση πρόκληση για την Τουρκία και για όποιον επικρατήσει την Κυριακή είναι η οικονομία. Ο πρόεδρος θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα νόμισμα που αποδυναμώνεται, με εξαντλημένα συναλλαγματικά αποθέματα και με ένα κουβάρι κανονισμών που εφαρμόστηκαν από τον στενό κύκλο τεχνοκρατών του Ερντογάν και προκάλεσαν αναστάτωση στον τραπεζικό κλάδο.
Η εμμονή του Ερντογάν στο εξαιρετικά χαμηλό κόστος δανεισμού έστειλε τους ξένους επενδυτές στην έξοδο και ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 85% πέρυσι. Οι κορυφαίοι οικονομικοί σύμβουλοι της αντιπολίτευσης έχουν προειδοποιήσει ότι η χώρα οδεύει προς μια κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών.
Αντίθετα, ο Ερντογάν δήλωσε ότι η Τουρκία θα έχει σύντομα πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και συνεχίζει να υπερασπίζεται αδιάκοπα την άποψη ότι ο πληθωρισμός μπορεί να μειωθεί με χαμηλό κόστος δανεισμού. Για να αντισταθμίσει τη διάβρωση της αγοραστικής δύναμης, αύξησε τον κατώτατο μισθό και τις συντάξεις, διεύρυνε την πρόωρη συνταξιοδότηση και επιχορήγησε τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας με 32 δισεκατομμύρια δολάρια στον τελευταίο προϋπολογισμό.
Η οικονομική πολιτική του Ερντογάν συνεχίζει να τρομάζει τις αγορές
Ενώ οι οικονομολόγοι λένε ότι η Τουρκία θα πρέπει να επιστρέψει στη συμβατική χάραξη πολιτικής, η μετάβαση αυτή θα είναι πιο αργή υπό τον Ερντογάν. Η επιστροφή των παγκόσμιων επενδυτών θα είναι ένα «εγχείρημα μαμούθ», σύμφωνα με τον Σέλβα Μπαχάρ Μπαζικί του Bloomberg Economics, που απαιτεί ένα πλήρες ξεσκαρτάρισμα του μείγματος οικονομικής πολιτικής της χώρας.
«Οι επενδυτές δεν θα πρέπει να περιμένουν μια θεμελιώδη αλλαγή στην ανορθόδοξη προσέγγιση της Τουρκίας στη χάραξη οικονομικής πολιτικής σύντομα», δήλωσε ο Χάμισ Κινίαρ, ανώτερος αναλυτής στην εταιρεία πληροφοριών επενδυτικού ρίσκου Verisk Maplecroft. «Η πεποίθηση του Ερντογάν ότι τα χαμηλότερα επιτόκια οδηγούν σε χαμηλότερο πληθωρισμό, ο οποίος επηρεάζει τη νομισματική πολιτική, θα συνεχίσει να τρομάζει τις αγορές».