Ένα πολιτικά ευαίσθητο τμήμα της τελευταίας έκθεσης από την παγκόσμια Αρχή για την κλιματική αλλαγή αφαιρέθηκε κατόπιν επιμονής κρατικών αξιωματούχων, όπως αποκαλύπτει ένας από τους συντάκτες αυτής.
Σχεδόν το 75% του τμήματος για τον αντίκτυπο των διεθνών διαπραγματεύσεων για την κλιματική αλλαγή διαγράφηκε κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στο Βερολίνο πριν από δύο εβδομάδες, όπως αναφέρει ο καθηγητής του Harvard, Ρόμπερτ Στάβινς, ένας εκ των συντακτών της έκθεσης.
Στόχος της συνάντησης του Βερολίνου ήταν να εγκριθεί από τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων η περίληψη της μεγάλης έκθεσης που συνέταξε η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) για την οποία συνεργάστηκαν εκατοντάδες επιστήμονες από όλο τον κόσμο επί πέντε χρόνια.
Η έκθεση είναι το τελευταίο μέρος της τριλογίας των μελετών της IPCC που δημοσιεύθηκαν από τον Σεπτέμβριο κατά την πέμπτη σημαντική εκτίμηση των τελευταίων στοιχείων για την κλιματική αλλαγή.
Ο καθηγητής Στάβινς, κορυφαίος ειδικός για τις διαπραγματεύσεις επί της κλιματικής αλλαγής στο John F. Kennedy School of Government του Harvard, με επιστολή τους προς τους διοργανωτές της συνάντησης του Βερολίνου, εξέφρασε την απογοήτευση και τη διάψευση των προσδοκιών του από το αποτέλεσμα.
«Κατανοώ πλήρως ότι οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων θέλουν να ανταποκριθούν στις δικές τους ευθύνες προς τις κυβερνήσεις τους, σεβόμενοι τα συμφέροντα των χωρών τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως, αυτό αποδεικνύεται προβληματικό για την επιστημονική ακεραιότητα της περίληψης της IPCC», γράφει.
Στο αρχικό προσχέδιο, το τμήμα που περιγράφει περιληπτικά τη βασική έκθεση για την αποτελεσματικότητα των διεθνών διαπραγματεύσεων που διεξάγονται τα τελευταία 20 χρόνια ως προς τις εκπομπές αερίων είχε έκταση 1,5 σελίδα.
Συμπεριελάμβανε το συμπέρασμα ότι το Πρωτόκολλο της Συνθήκης του Κιότο του 1997 «είχε περιορισμένο αντίκτυπο στην παγκόσμια εκπομπή αερίων επειδή ορισμένες χώρες δεν επικύρωσαν το Πρωτόκολλο, επειδή ορισμένα μέρη δεν ανταποκρίθηκαν στις δεσμεύσεις τους, ενώ οι δεσμεύσεις αφορούσαν μόνο ένα τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας».
Στο τελικό κείμενο το συγκεκριμένο τμήμα τροποποιήθηκε ώστε να αναφέρει απλώς: «Το Πρωτόκολλο του Κιότο προσφέρει μαθήματα για την επίτευξη του τελικού στόχου του UNFCC (του συνεδρίου του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, που στηρίζει τις διεθνείς διαπραγματεύσεις), ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή, την εφαρμογή, τους μηχανισμούς ευελιξίας και την περιβαλλοντική αποτελεσματικότητα». Κάθε άλλο τμήμα του προσχεδίου αυτής της περίληψης είτε υποβαθμίστηκε σε παρόμοιες ανώδυνες δηλώσεις είτε διαγράφηκε εξ ολοκλήρου.
Ο καθηγητής Στάβινς, ο οποίος κοινοποίησε την επιστολή του στο προσωπικό του blog το Σάββατο, δήλωσε ότι περίμενε αρκετά για να μιλήσει, ώστε να μην υποβαθμίσει την κάλυψη της IPCC. Πιστεύει όμως πως είναι σημαντικό για το μέλλον της IPCC να συζητηθούν ανοιχτά τα θέματα που εγείρονται με την επιστολή του. «Έλαβα ευρεία γκάμα ευνοϊκών απαντήσεων, ακόμη και από ανθρώπους στην ηγεσία της IPCC», δήλωσε στους Financial Times.
Ο εκπρόσωπος της IPCC, o Τζόναθαν Λιν, δήλωσε ότι ο καθηγητής Στάβινς εγείρει ορισμένα «σχετικά ερωτήματα», αλλά κατέστησε σαφές ότι οι συζητήσεις στο Βερολίνο για την περίληψη δεν επηρεάζουν την αξιοπιστία της συνολικής έκθεσης των 16 κεφαλαίων.
«Τα ερωτήματα για τον τύπο του προϊόντος που παράγει η IPCC, αλλά και για τον τρόπο που το κάνει τώρα τίθενται προς συζήτηση στο πλαίσιο της τακτικής εξέτασης των μελλοντικών εργασιών της ΙPCC, οι οποίες θα ολοκληρωθούν το πρώτο εξάμηνο του 2015», δήλωσε ο κ. Λιν.
Η 33σέλιδη περίληψη των αξιωματούχων που ολοκληρώθηκε στο Βερολίνο είναι το τμήμα που διαβάζεται περισσότερο από την έκθεση μαμούθ της IPCC, που περιέχει 16 κεφάλαια για την αύξηση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου και για το τι μπορεί να γίνει για να μειωθούν. Όμως, οι δραστικές αλλαγές που έγιναν στο κείμενο της περίληψης δεν επηρεάζουν και την ίδια την έκθεση στην οποία βασίζεται.
Στην επιστολή του, ο καθηγητής Στάβινς αναφέρει πως έγινε σαφές ότι μόνο έτσι θα μπορούσε να επιτευχθεί επικύρωση της περίληψης από τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων, παρά το γεγονός ότι πολλοί εξ αυτών ήταν και οι διαπραγματευτές της κλιματικής συμφωνίας που η συγκεκριμένη έκθεση υποτίθεται ότι αξιολογεί. Γεγονός που κατά τον καθηγητή Στάβινς αποτελεί «ασυμβίβαστη σύγκρουση συμφερόντων».
«Σε πολλές περιπτώσεις, συγκεκριμένα παραδείγματα ή προτάσεις αφαιρέθηκαν επειδή το ήθελε μία ή δύο χώρες. Κι αυτό διότι βάσει των κανόνων της IPCC η διαφωνία μιας χώρας αρκεί για να μπει σε τέλμα όλη η διαδικασία επικύρωσης, μέχρις ότου κατευναστούν οι ενστάσεις της», δηλώνει.
«Κατανοώ ότι οι εκπρόσωποι μιας χώρας κάνουν απλώς τη δουλειά τους, έτσι δεν τους ψέγω προσωπικά. Παρ’ όλα αυτά, η διαδικασία που ακολούθησε η IPCC οδήγησε σε μία κατάσταση που έχτισε πολιτική αξιοπιστία θυσιάζοντας την επιστημονική ακεραιότητα.
Κανένας θεσμός δεν μπορεί να είναι τα πάντα για όλους και αυτό ισχύει και για την IPCC. Ειδικότερα, στην περίπτωση της αναθεώρησης των αποτελεσμάτων της διεθνούς συνεργασίας από την IPCC, ενδεχομένως να υπάρχει αναπόφευκτα σύγκρουση μεταξύ επιστημονικής ακεραιότητας και πολιτικής αξιοπιστίας.
Εάν η IPCC πρόκειται να συνεχίσει να επιθεωρεί την κατάρτιση της διεθνούς συνεργασίας σε μελλοντικές εκθέσεις, τότε δεν θα πρέπει να θέτει τους κρατικούς εκπροσώπους στη δυσάρεστη και ουσιαστικά αβάσιμη θέση της αναθεώρησης του κειμένου προκειμένου να παράσχει την ομόφωνη έγκρισή τους.
Παρομοίως, η IPCC δεν θα πρέπει να ζητά από τους συντάκτες της έκθεσης να δίνουν εθελοντικά τεράστια αποθέματα του χρόνου τους για πολυετείς περιόδους για να εκτελούν εργασία που αναπόφευκτα θα απορριφθεί από τις κυβερνήσεις στην Περίληψη των Αξιωματούχων».