Οι προοπτικές για τον ελληνικό τουρισμό στο σύνολό του είναι θετικές, με τη χώρα μας να συγκαταλέγεται στα πέντε ισχυρότερα τουριστικά brands διεθνώς, επισημαίνει έρευνα της διαΝΕΟσις.
Παρόλα αυτά, το τουριστικό προϊόν στη χώρα μας παραμένει σε μεγάλο βαθμό μονοδιάστατο, με έντονη τη χρονική και χωρική συγκέντρωση της τουριστικής δραστηριότητας, απειλούμενο ταυτόχρονα από τον αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό.
Την ίδια στιγμή, ενώ ο τουρισμός αποτελεί παγκοσμίως έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους, με σημαντική συμβολή στην οικονομική δραστηριότητα, το αποτύπωμά του συχνά διαταράσσει την περιβαλλοντική και κοινωνική ισορροπία των τουριστικών προορισμών.
Μια λύση στα ζητήματα αυτά μπορεί να προέλθει μέσα από την καλύτερη διασύνδεση του τουριστικού προϊόντος με άλλους κλάδους όπως η αγροδιατροφή. Η διασύνδεση αυτή θα μπορούσε να καταστήσει το ελληνικό τουριστικό προϊόν πιο ανθεκτικό, ελκυστικό και βιώσιμο, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι τα οφέλη του μπορούν να διαχυθούν πιο αποτελεσματικά στην ευρύτερη οικονομία.
Ας δούμε ποια είναι η κατάσταση στη χώρα μας σήμερα στο κλάδο του τουρισμού:
- Η χώρα μας συγκαταλέγεται στα 5 ισχυρότερα τουριστικά brands διεθνώς.
- Η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2019 αντιστοιχούσε στο 12,6% του ΑΕΠ
- Το 2019 οι αφίξεις μη κατοίκων τουριστών έφτασαν τα 34 εκατ.
- Ο μέσος όρος διαμονής των μη κατοίκων τουριστών το 2019 ήταν 7 βραδιές.
- Η Ελλάδα κατέχει τη 13η θέση ως προς τις αφίξεις του παγκόσμιου τουρισμού, ωστόσο, η δαπάνη ανά επισκέπτη είναι σημαντικά χαμηλότερη συγκριτικά με άλλες χώρες της Δύσης.
- Η χρονική συγκέντρωση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος είναι έντονη, με την πληρότητα να είναι σημαντικά μεγαλύτερη το τετράμηνο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου.
- 60% περίπου των τουριστικών εισπράξεων απορροφάται από 3 νησιωτικές περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Νότιο Αιγαίο, Κρήτη).
- Το 60% των ξενοδοχείων διαθέτει εστιατόριο, με το μερίδιο εσόδων που αντλούνται από αυτό να φτάνει στο 44,6% κατά μέσο όρο.
Καθώς και την κατάσταση στον κλάδο της αγροδιατροφής:
- Το 2021 ο πρωτογενής τομέας μαζί με τους τομείς δασοκομίας και αλιείας δημιούργησε Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) που αντιστοιχούσε στο 4,4% της συνολικής ΑΠΑ της Ελλάδας.
- Η αξία της συνολικής γεωργικής παραγωγής στην Ελλάδα αντιστοιχεί περίπου στο 2,8% της συνολικής γεωργικής παραγωγής της ΕΕ.
- Πάνω από 50% της αξίας της ελληνικής γεωργικής παραγωγής προέρχεται από φρούτα, λαχανικά και ελαιόλαδο.
- Το ποσοστό της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα υπερβαίνει το 10% της συνολικής απασχόλησης.
- Μέχρι τα μέσα Μαρτίου του 2023 η χώρα μας κατείχε 115 ονομασίες εδώδιμων αγαθών (το 6,8% του συνόλου), 147 ονομασίες οίνων (το 9% του συνόλου), και 15 ονομασίες οινοπνευματωδών (το 5,8% του συνόλου).
- Το 2020 η αξία των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων της Ελλάδας ξεπέρασε τα €6,5 δισ.
- Το 2019 η βιομηχανία τροφίμων και ποτών ερχόταν 1η στους κλάδους της μεταποίησης ως προς τον αριθμό επιχειρήσεων και ο κύκλος εργασιών της αντιστοιχούσε περίπου στο ¼ του συνολικού κύκλου εργασιών όλων των κλάδων της ελληνικής μεταποίησης.
- Το ποσοστό του εργατικού δυναμικού της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών στο σύνολο της απασχόλησης της μεταποίησης έφτανε το 2019 το 35,2%.
Διασύνδεση μεταξύ των δύο κλάδων:
- 30% των δαπανών του εγχώριου τουρισμού πηγαίνει στην εστίαση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των δαπανών του εισερχόμενου τουρισμού φτάνει στο 18%.
- 73,3% των προμηθειών των ξενοδοχείων αφορά σε τρόφιμα και ποτά.
- 60% περίπου των Ελλήνων ξενοδόχων προτιμούν να προμηθεύονται για τις επιχειρήσεις τους εγχώρια αγροδιατροφικά προϊόντα.
- 30,4% των προμηθειών των ξενοδοχείων σε τρόφιμα/ποτά προέρχεται απευθείας από τους εγχώριους παραγωγούς.
Ακολουθούν κάποια σημαντικά συμπεράσματα που προέκυψαν από τις υφιστάμενες μελέτες σχετικά με τη διασύνδεση των δύο κλάδων, αλλά και το πεδίο του γαστρονομικού τουρισμού:
- Οι ξενοδόχοι στην Ελλάδα προτιμούν τα εγχώρια και τοπικά προϊόντα για μια σειρά από λόγους, όπως η επιθυμία στήριξης της τοπικής/εγχώριας οικονομίας, η καλύτερη ποιότητά τους και η ευκαιρία που δημιουργούν για την προσέλκυση τουριστών υψηλών εισοδημάτων.
- Οι ξενοδόχοι όμως δεν επιλέγουν τα εγχώρια προϊόντα σε τόσο μεγάλο βαθμό, κυρίως λόγω αδυναμίας κάλυψης της απαιτούμενης γκάμας, λόγω μη κάλυψης της ζήτησης και χαμηλότερης ποιότητας προϊόντων, εξαιτίας του υψηλότερου κόστους σε σχέση με τα εισαγόμενα, αλλά και διότι η συνεργασία με τους προμηθευτές είναι συχνά αναποτελεσματική.
- Προκύπτει σημαντική δυναμική του πρωτογενούς τομέα, κυρίως ως προς τα φρούτα και τα νωπά λαχανικά, αλλά και η αδυναμία του να καλύψει τις ανάγκες του τουριστικού κλάδου, ειδικά ως προς την ποσότητα και την τυποποίηση πολλών προϊόντων.
- Ο γαστρονομικός τουρισμός διευκολύνει τη σύνδεση του αγροδιατροφικού κλάδου με το τουριστικό προϊόν, αρκεί τα στοιχεία του πρωτογενή τομέα να αξιοποιούνται κατάλληλα, η αγορά των επισκεπτών να τμηματοποιείται επιτυγχάνοντας την κατάλληλη στόχευση, ο όποιος αρνητικός αντίκτυπος να περιορίζεται και, τελικά, να εξασφαλίζεται ότι «ο γαστρονομικός τουρισμός θα φέρνει ψωμί στο τραπέζι όλων».
- Οι εμπειρίες γαστρονομικού ενδιαφέροντος απορροφούν σημαντικό μερίδιο των δαπανών των επισκεπτών, με τις νεότερες γενιές να δίνουν έμφαση σε αυτές, όπως και οι “foodies”.
- Μια εδραιωμένη γαστρονομική ταυτότητα διευκολύνει τον στρατηγικό σχεδιασμό του γαστρονομικού τουρισμού μιας χώρας, ωστόσο στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχει μια συγκεχυμένη αντίληψη για το πώς προσδιορίζεται η αμιγώς εθνική γαστρονομία.
- Οι περιορισμένες ποσότητες οδηγούν τους επιχειρηματίες του τουρισμού να ορίζουν ευρύτερα το «τοπικό» για να συμπεριλάβουν προϊόντα από μια μεγαλύτερη περιοχή.
- Σε πολλές χώρες Destination Management Organizations (DMOs) ηγούνται των στρατηγικών για τη διασύνδεση των κλάδων και την ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού.