Τα περιβαλλοντικά οφέλη της τετραηήμερης εβδομάδας εργασίας επισημαίνει σε άρθρο της η DW, καθώς το νέο μοντέλο εργασίας που έχει εφαρμοστεί πειραματικά σε μερικές χώρες φαίνεται πέραν της αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζομένων να μειώνει τις συνολικά παραγόμενες εκπομπές άνθρακα.
Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκαν πιλοτικές εφαρμογές της τετραήμερης εβδομάδας εργασίας σε Ιαπωνία, Νέα Ζηλανδία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ και Ισλανδία. Τα αποτελέσματα ήταν θετικά. Η υγεία και η ευεξία των εργαζομένων βελτιώθηκαν και η παραγωγικότητα αυξήθηκε.
Σε σχέση με τα περιβαλλοντικά και κλιματικά οφέλη, η Τζούλιετ Σορ, οικονομολόγος και καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο αμερικανικό Boston College επιβεβαιώνει στις έρευνές της μια σαφή σχέση μεταξύ κλιματικού αποτυπώματος και ωρών εργασίας, τουλάχιστον σε χώρες με υψηλά εισοδήματα: «Διαπιστώσαμε ότι χώρες με πολλές ώρες εργασίας έχουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα CO2, ενώ χώρες με λιγότερες ώρες εργασίας έχουν χαμηλότερες εκπομπές», λέει η αμερικανίδα ειδικός.
Μελέτη του 2012, στην οποία συμμετείχε η Τζούλιερ Σορ, έβαλε στο μικροσκόπιο τις χώρες του ΟΟΣΑ μεταξύ 1970 και 2007, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι: μια μείωση των ωρών εργασίας κατά 10% θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 14,6%. Μια ξεχωριστή μελέτη από το 2021 από τη βρετανική περιβαλλοντική ομάδα Platform προέβλεψε ότι με τη μετάβαση σε τετραήμερη εβδομαδιαία εργασίας έως το 2025, το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να μειώσει δραστικά τις εκπομπές του κατά 20%, ή περίπου 127 εκατομμύρια τόνους. Μια ποσότητα που ισοδυναμεί με το συνολικό αποτύπωμα άνθρακα του Βελγίου.
Πώς όμως προκύπτει η εξοικονόμηση CO2; Σύμφωνα με τη μελέτη, η μείωση των ωρών εργασίας κατά μία ημέρα θα μπορούσε: να περιορίσει την κατανάλωση ενέργειας στο χώρο εργασίας, να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τις μετακινήσεις, προάγοντας έτσι κίνητρα για έναν βιώσιμο τρόπο ζωής. Αλλά και πέραν της τετραήμερης εργασίας, η εξ αποστάσεως εργασία από μόνη της θα μπορούσε να επιφέρει παρόμοια εξοικονόμηση εκπομπών, μιας και δεν θα απαιτούνταν πια μετακινήσεις από και προς τον χώρο εργασίας.
Η καθηγήτρια Τζούλιετ Σορ ήταν επικεφαλής δύο πρόσφατων πιλοτικών έργων σε Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ και Ιρλανδία με συμμετοχή 91 επιχειρήσεων από διάφορους τομείς και 3.500 εργαζομένων. Τα εξάμηνα προγράμματα διεξήχθησαν από τη μη κερδοσκοπική οργάνωση 4 Day Week Global με έδρα το Λονδίνο, τη δεξαμενή σκέψης Autonomy, το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και το Boston College.
Οι εργαζόμενοι έλαβαν τον ίδιο μισθό για τον ίδιο όγκο εργασίας, σαν να εργάζονταν πέντε και όχι τέσσερις ημέρες την εβδομάδα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι εργαζόμενοι ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις εξίσου παραγωγικοί, κάποιες μάλιστα φορές πιο παραγωγικοί, ασθενούσαν λιγότερο και αισθάνονταν συνολικά πιο υγιείς και ευτυχισμένοι. Μετά την ολοκλήρωση της μελέτης, πάνω από το 90% των επιχειρήσεων διατήρησαν την τετραήμερη εβδομάδα εργασίας. Μόλις ένα 4% επέστρεψε στο πενθήμερο.
Σύμφωνα πάντα με την Σορ απαιτούνται περισσότερες έρευνες σχετικά με τις επιπτώσεις της τετραήμερης εβδομάδας εργασίας στις εκπομπές ρύπων και την κατανάλωση ενέργειας. Μέχρι στιγμής η έμφαση δίνεται στην παραγωγικότητα και την ευημερία των εργαζομένων. Τους επόμενες μήνες θα διεξαχθούν σχετικά πιλοτικά προγράμματα σε Νότια Αφρική, Ευρώπη, Βραζιλία και Βόρεια Αμερική.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο κόσμος της εργασίας αλλάζει ριζικά. Η πανδημία οδήγησε σε αλλαγή φιλοσοφίας πάνω στον τρόπο εργασίας, προωθώντας πιο ευέλικτες και υβριδικές μεθόδους συνεργασίας. Την ίδια στιγμή σε πολλούς τομείς η έλευση νέων τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, δημιουργεί επίσης νέες δυνατότητες. Γι’ αυτό και η αμερικανίδα καθηγήτρια είναι πεπεισμένη ότι η τετραήμερη εβδομάδα εργασίας είναι, με τη μία ή την άλλη μορφή, το μέλλον.