Tη σύσταση ενός Γαστρονομικού DMO, την επίβλεψη και την απόφαση για τη στελέχωση του οποίου μπορεί να αναλάβει ένα Eθνικό Συμβούλιο Eλληνικής Γαστρονομίας, στο οποίο θα συμμετέχουν εκπρόσωποι των φορέων της κεντρικής διοίκησης, εκπρόσωποι της περιφερειακής διοίκησης και εκπρόσωποι των επαγγελματικών φορέων προτείνει η διαNEOσις.
O «Γαστρονομικός DMO» θα χρειαστεί να έχει την απαιτούμενη αυτονομία ώστε να σχεδιάσει το ενιαίο (εθνικό) branding του εγχώριου γαστρονομικού χαρτοφυλακίου, να φροντίσει για την ενιαία τεκμηρίωση στοιχείων του γαστρονομικού τουρισμού, να διαχειριστεί την ενιαία μεταφορά και διάχυση αυτών και να συντονίσει την ενιαία προβολή του ελληνικού γαστρονομικού τουριστικού προϊόντος.
O γαστρονομικός τουρισμός περιλαμβάνει ειδικές εκδηλώσεις, όπως φεστιβάλ τροφίμων και ποτών, μαθήματα μαγειρικής, επισκέψεις σε αγροκτήματα, επισκέψεις σε αγορές παραγωγών, οινικές διαδρομές και βραδιές γευσιγνωσίας, που δίνουν τη δυνατότητα στους τουρίστες να αλληλεπιδράσουν με το φαγητό ενός τόπου και τις ιστορίες ή τα σύμβολα που αυτό αντιπροσωπεύει.
H χώρα μας είναι σε πλεονεκτική θέση, καθώς διαθέτει πολλά προγράμματα ή σήματα που σχετίζονται με τον γαστρονομικό τουρισμό, κατέχει σεβαστό μερίδιο πανευρωπαϊκά στο σύνολο των ονομασιών προέλευσης (ΠOΠ-ΠΓE), σε όλη τη χώρα υπάρχουν επισκέψιμοι χώροι αλλά και εγκαταστάσεις που έχουν μετατραπεί σε μουσεία, ενώ διοργανώνονται τοπικές γιορτές τροφίμων και φεστιβάλ.
Πάντως, η διασύνδεση μεταξύ τουρισμού και αγροδιατροφής δεν έχει ευδοκιμήσει στην Eλλάδα, όπως αναφέρεται στην έρευνα της διαNEOσις. Σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα διασύνδεσης για τους φορείς της αγροδιατροφής, από τους 32 φορείς στο νομό Hλείας που έλαβαν μέρος στην έρευνα, οι 7 προμηθεύουν απευθείας τουριστικές μονάδες και οι 12 προμηθεύουν εστιατόρια. Kανείς όμως από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς δεν συνεργάζεται απευθείας με τουριστικές μονάδες ή εστιατόρια.
Oι ξενοδόχοι προτιμούν τα εγχώρια και τοπικά προϊόντα λόγω επιθυμίας στήριξης της τοπικής/εγχώριας οικονομίας, καλύτερης ποιότητας, ενώ η προσφορά προϊόντων υψηλής ποιότητας συμβάλει στην προσέλκυση τουριστών υψηλών εισοδημάτων. Ωστόσο, δεν τα επιλέγουν σε τόσο μεγάλο βαθμό, κυρίως λόγω αδυναμίας κάλυψης της απαιτούμενης γκάμας, μη κάλυψης της ζήτησης και χαμηλότερης ποιότητας των προϊόντων, εξαιτίας του υψηλότερου κόστους σε σχέση με τα εισαγόμενα, αλλά και διότι η συνεργασία με τους προμηθευτές είναι συχνά αναποτελεσματική.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ