Για αποσπασματική και εμβαλωματική διάταξη του υπουργείου Εσωτερικών για την ψήφο των αποδήμων έκανε λόγο ο εισηγητής της Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής Παναγιώτης Δουδωνής, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου “Άρση περιορισμών για την εγγραφή στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εκλογέων εξωτερικού”.
Αναλυτικά, σημείωσε “Η συζήτηση σήμερα στη Βουλή ξεπερνά κατά πολύ την έννοια της συγκυρίας, καθώς αφορά στον ελληνισμό εκτός των συνόρων, τους “εκλογείς που βρίσκονται έξω από την επικράτεια” όπως τους αποκαλεί το Σύνταγμά μας.
Άρα, πρόκειται για μια συζήτηση που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με τους όρους της τρέχουσας πολιτικής διαπάλης, αλλά με το βλέμμα και την προσοχή στο να χτίσουμε για το μέλλον της χώρας μας και των αποδήμων μας πάνω σε γερά θεμέλια.
Επιπλέον, το παρόν νομοσχέδιο ανήκει σαφώς στη συνταγματική ύλη, καθώς ο νόμος στον οποίο γίνεται αυτή η σημειακή παρέμβαση, ο 4648/2019 είναι ένας νόμος εκτελεστικός και οργανικός, αφού η διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν συμβάλλει καθοριστικά στη σύνθεση του εν τοις πράγμασι εκλογικού σώματος, αυτού δηλαδή που πράγματι μπορεί να ψηφίσει και ψηφίζει στις εκλογές.
Λυπάμαι, λοιπόν, ιδιαίτερα που η παρούσα κυβέρνηση επέλεξε να χειριστεί έτσι ένα τόσο σοβαρό και ευαίσθητο ζήτημα, με έναν τρόπο παντελώς συγκυριακό, εισάγοντας ένα ζήτημα συνταγματικής ύλης εκ του προχείρου.
Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί η κατάθεση και συζήτηση ενός νομοσχεδίου τόσο κομβικού για τη διευκόλυνση της συμμετοχής των εκτός επικρατείας εκλογέων στην αρχή της βουλευτικής περιόδου, με μια διάταξη θερινή, αποσπασματική, εμβαλωματική και επανερχόμενη. Και μάλιστα με επιδίωξη μιας συναίνεσης, που επιχειρείται δια ανακοίνωσης.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Έχουμε δηλώσει καθαρά στην εθνική αντιπροσωπεία ότι θα ψηφίσουμε το προτεινόμενο νομοσχέδιο. Θα ήθελα, ωστόσο, να ακούσετε τις ενστάσεις μας σε ζητήματα ιδιαίτερης κρισιμότητας, όχι για τη δική μας ωφέλεια, αλλά για το καλό των θεσμών και της λειτουργίας της Δημοκρατίας.
Γνώμη μας είναι πως πρέπει να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Η παρούσα Βουλή θα έχει μπροστά της ζητήματα για τα οποία το ίδιο το Σύνταγμα απαιτεί ευρείες συναινέσεις, όπως η αναθεώρησή του, με την παρούσα Βουλή να καθίσταται προτείνουσα σε ενάμιση χρόνο. Τις συναινέσεις μάλιστα τις απαιτεί το Σύνταγμα με τη λογική της μεταπλειοψηφικής Δημοκρατίας, μιας Δημοκρατίας δηλαδή που δεν αρκείται στην κυβερνητική πλειοψηφία των 151 ή 158 στην παρούσα Βουλή, αλλά ερείδεται στη σύμπλευση περισσοτέρων κοινοβουλευτικών δυνάμεων.
Αυτή είναι και η σπουδαιότερη παρακαταθήκη της αναθεώρησης του 2001, μιας αναθεώρησης που έλαβε χώρα με όρους συναίνεσης μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, και ταυτοχρόνως εισέφερε στο Σύνταγμα σειρά συναινετικών διατάξεων.
Μια τέτοια διάταξη είναι και η διάταξη του άρθρου 51 Παρ. 4 που αναθεωρήθηκε προς την κατεύθυνση της ύπαρξης της μέγιστης δυνατής συναίνεσης για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκτός επικρατείας Έλληνες.
Τι σημαίνει όμως η συναίνεση που ζητά το Σύνταγμα για αυτά τα μεγάλα θέματα;
Σημαίνει για ένα νομοσχέδιο για το οποίο υπάρχει μια τέτοια μεταπλειοψηφική εγγύηση να έχει προηγηθεί γόνιμη συζήτηση και διάλογος μεταξύ των κομμάτων.
Σημαίνει να δίνεται ο χρόνος και ο χώρος ούτως ώστε να επιτυγχάνονται συνθέσεις.
Σημαίνει καλή πίστη από όλες τις πλευρές και συνδιαμόρφωση των κρίσιμων παραμέτρων, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν δικαιολογημένα ενστάσεις.
Συναίνεση δεν σημαίνει η ανακοίνωση ενός νομοσχεδίου από τον επικεφαλής της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και Πρωθυπουργό με άμεση κατάθεσή του εντός ημερών.
Συναίνεση δεν σημαίνει να βγαίνει ο Πρωθυπουργός και στο τελευταίο λεπτό της δευτερολογίας του επί των προγραμματικών δηλώσεων να πετά ως πυροτέχνημα και να προτάσσει ως κομματικό λάβαρο ένα ζήτημα για το οποίο το Σύνταγμα απαιτεί μια ευρύτερη συνεννόηση. Προσέξτε, επαναλαμβάνω, στο τελευταίο λεπτό της δευτερολογίας, χωρίς κανένας από τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς να έχει το δικαίωμα να τοποθετηθεί στη συζήτηση και να υπάρξει απάντηση.
Συναίνεση δεν σημαίνει η προεξόφληση της στάσης των άλλων κομμάτων και η λογική “καταθέτουμε το ίδιο νομοσχέδιο, που είχαμε καταθέσει και τότε”.
Αυτό δεν είναι συναίνεση, αυτό είναι αλαζονεία και προχειρότητα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Παρακολουθώ τα στελέχη της κυβέρνησης στο δημόσιο διάλογο τάχα να άχθονται και να αγανακτούν γιατί δε δηλώσαμε εξαρχής ενθουσιασμένοι. Παρακολουθώ άλλους κυβερνητικούς βουλευτές να προσπαθούν να μας πείσουν ότι είμαστε εγκλωβισμένοι από τη στάση μας στο παρελθόν. Παρακολουθώ τέλος, -και αυτό με λυπεί ιδιαίτερα γιατί πιστεύουμε σε μιαν άλλη πολιτική κουλτούρα-, στελέχη σας να αναρτούν μέχρι και φωτογραφίες της αείμνηστης Προέδρου μας λέγοντας πως αν τηρήσουμε μια άλλη στάση στο παρόν νομοσχέδιο αμαυρώνει τη μνήμη της. Κύριοι, υπάρχουν και όρια στην πολιτική εκμετάλλευση. Δεν το καταθέτω στα πρακτικά, διότι δε θέλω να προσωποποιώ. Ανατρέξτε μόνοι σας και αναρωτηθείτε αν αυτό είναι ηθική και υπεύθυνη στάση.
Θέλω στο σημείο αυτό να θυμίσω κάποια κρίσιμα σημεία επί της στάσης μας αυτής. Τόσο στη διακομματική επιτροπή του 2019 όσο και κατά τη συζήτηση και ψήφιση στην ολομέλεια τόσο της νομοθετικής πρωτοβουλίας του 2019 όσο και της νομοθετικής πρωτοβουλίας του 2021, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής τήρησε την ίδια προσέγγιση αρχών: Είμαστε υπέρ της άρσης των περιορισμών. Η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά σημείωνε κατά τη συζήτηση στην ολομέλεια ότι το νομοσχέδιο είναι η αρχή και όχι το τέλος της διαδρομής, ότι συνιστά ένα minimum και όχι την πλήρη αξιοποίηση των εργαλείων, που έθετε στη διάθεσή μας το Σύνταγμα και η ίδια η πραγματικότητα.
Η κυβερνητική πλειοψηφία δια του Πρωθυπουργού ήταν ενθουσιασμένη με το αποτέλεσμα του 2019. Ο Πρωθυπουργός κ. Κ. Μητσοτάκης δήλωνε χαρακτηριστικά πως πρόκειται για “μια νίκη του κοινοβουλευτισμού και της ενότητας, ένα υπόδειγμα συναίνεσης”. Τι άλλαξε από τότε; Δε γίνεται να είναι υπόδειγμα διαδικασίας συναίνεσης και το 2019 και το 2023, κυρίες και κύριοι.
Επανέρχομαι στη στάση του ΠΑΣΟΚ: Ήμασταν εμείς, που επιμείναμε να υπάρχει προσμέτρηση της ψήφου των αποδήμων στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα, όπως προβλέπει το άρθρο 17 του ν. 4648 και ήταν με δική μας πρωτοβουλία που τελικώς προβλέφθηκε, μετά από τη διαβούλευση, στην παράγραφο 2 του άρθρο 34Α του πδ 26/2012 η πρόβλεψη ότι “τουλάχιστον το ένα πέμπτο (1/5) των υποψηφίων προέρχεται από εγγεγραμμένους των ειδικών εκλογικών καταλόγων εξωτερικού, εφόσον υπάρχουν, εκ των οποίων τουλάχιστον ένας (1) τοποθετείται υποχρεωτικά στις τρεις (3) πρώτες θέσεις”.
Και τώρα πρέπει όλοι να αναρωτηθούμε: Από την πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία, του 2019 μεσολάβησαν τέσσερα χρόνια και από τη δεύτερη δύο χρόνια και δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Άραγε έχουμε ως πολιτικό σύστημα και εσείς προσωπικά, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας, εξάγει συμπεράσματα ως προς αυτή την πρώτη εφαρμογή του μέτρου;
Θα σας θέσω δύο παραμέτρους: Η πρώτη είναι η σειρά διαρροών που κάνατε προ των εκλογών του Μαΐου και με τη Βουλή ακόμα ανοιχτή, για το ότι δε γίνεται τάχα ένας τόσο μικρός αριθμός ψηφοφόρων, όσο αυτός των εγγεγραμμένων στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους αποδήμων να αντιπροσωπεύεται υποχρεωτικά εκ του νόμου σε μια από τις τρεις πρώτες θέσεις των ψηφοδελτίων επικρατείας των κομμάτων. Υπονοούσατε, με άλλα λόγια, πως είναι υπερβολικά μικρός ο αριθμός των εκλογέων για τόσους βουλευτές, υπονομεύοντας την ίδια τη διάταξη που όλοι μαζί ψηφίσαμε. Ήταν μόνο η σθεναρή μας αντίσταση, που σας σταμάτησε από το να αλλάξετε ξανά τον νόμο.
Έπειτα, εσείς οι ίδιοι, κύριοι της κυβέρνησης, δείξατε πόσο πιστεύετε στην εκπροσώπηση των αποδήμων όταν τοποθετήσατε ως εκπρόσωπό τους εν ενεργεία τότε υπουργό! Δεν αντέχει σε κριτική μια τέτοια ενέργεια. Πώς ένας εν ενεργεία υπουργός συνιστά εκτός επικρατείας εκλογέα;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Στις εκλογές του Μαΐου ψήφισαν 18.000 απόδημοι. Στις δε εκλογές του Ιουνίου 17.300. Έχουμε κάνει μια ευρύτερη συζήτηση για το αν ήταν οι περιορισμοί που τέθηκαν εκ του 4648 του 2019 αυτοί που εμπόδισαν τους αποδήμους να ψηφίσουν ή άλλα, ευρύτερα ζητήματα, που πρέπει να αντιμετωπιστούν και νομοθετικά; Σας θέτω το παράδειγμα των ευρωεκλογών, που δεν υπάρχουν οι προς κατάργησιν σήμερα περιορισμοί. Πόσοι απόδημοι ψήφισαν το 2019 ανά την Ευρώπη; Λιγότεροι από 12.000.
Για να συζητήσουμε σοβαρά για τα θέματα αυτά, πρέπει να δούμε πόσοι καταρχάς είναι οι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους εκτός επικρατείας εκλογείς. Ούτε αυτό είναι σε θέση να μας απαντήσει με ακρίβεια η κυβέρνηση. Κάποιοι μιλούν για 800.000. Αλλά με πόση ακρίβεια προκύπτει ένας τέτοιος αριθμός.
Χρειάζεται, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, μια λύση νομοτεχνικά και πραγματολογικά ευρύτερη αυτής, που προτείνετε σήμερα. Και για αυτή τη λύση το πρώτο βήμα είναι η απογραφή των εκτός επικρατείας εκλογέων, που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους. Για να μην έρθετε προ των επόμενων εθνικών εκλογών να κάνετε τα ίδια, που επιχειρήσατε και προ των εκλογών του Μαΐου. Και πάνω από όλα, για να μπορέσουμε να απευθυνθούμε στους αποδήμους, να ακούσουμε τις σκέψεις και τους προβληματισμούς τους.
Και τέλος, γιατί ας μη γελιόμαστε: Μπορεί το ζήτημα από συνταγματικής και νομικής απόψεως να συνιστά διευκόλυνση άσκησης δικαιώματος και όχι πρωτογενώς θεμελίωσή του αλλά το ζήτημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε αφορά στην ίδια τη συγκρότηση και σύνθεση του εκλογικού σώματος. Αυτή ήταν και η λογική με βάση την οποία το Σύνταγμα επιτάσσει ο σχετικός νόμος να ψηφίζεται με την μέγιστη προβλεπόμενη συνταγματικά πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών.
Και βέβαια, ζητούμε, στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση να αναθεωρηθεί η παρ. 4 του άρθρου 54 κατά το μέρος που θέτει, έστω και τη δυνατότητα περιορισμών ως προς την ψήφο τους. Γνωρίζετε πολύ καλά, ότι με την ψήφιση του σημερινού νομοσχεδίου δημιουργείται κατά τη νομική επιστήμη ένα δημοκρατικό νομοθετικό κεκτημένο. Με άλλα λόγια, δε μπορούν να επανέλθουν οι περιορισμοί και οποιαδήποτε αντικατάσταση του νόμου θα πρέπει να συνοδεύεται από ισοδύναμου αποτελέσματος και περιεχομένου διάταξη. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 54 παρ. 4, για την οποία σημειωτέον καίτοι είχε ψηφιστεί από ευρύτατη πλειοψηφία, τέθηκαν από την επιστήμη σοβαρές ενστάσεις ως προς τη σχέση της με το άρθρο 51 παρ. 3 καθώς και τα όρια της αναθεωρητικής βουλής του 2019, καθίσταται πια σε ένα μεγάλο της μέρος κενό γράμμα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής έχει εκπεφρασμένη θέση για την ψήφο των αποδήμων. Είναι μια θέση αρχής κι όχι μια θέση συγκυριακή και μεταβαλλόμενη.
Κι η θέση μας αυτή, ότι η άρση των προϋποθέσεων του νόμου 4648, με άλλα λόγια του κριτηρίου της διαμονής στη χώρα καθώς και του “τιμοκρατικού” κριτηρίου της φορολογικής δήλωσης είναι προς όφελος του αποδήμου ελληνισμού και της εκπροσώπησής του είναι η πυξίδα μας για την ψήφο στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο.
Δεν είναι μια θέση ούτε απαντητική ούτε, πόσω μάλλον απολογητική στη δική σας πρωτοβουλία, μια πρωτοβουλία πρόχειρη και εν πολλοίς ερειδομένη σε μια λογική εκλογικού ωφελιμισμού.
Δεν είναι μια θέση στην οποία μας εξαναγκάσατε δήθεν δια των διαρροών σας.
Θα σας το θέσουμε όσο πιο απλά γίνεται: για μας η διευκόλυνση της εκπροσώπησης των αποδήμων βαρύνει πολύ περισσότερο από τη δική σας προσπάθεια μικροπολιτικής εκμετάλλευσης ενός τόσο σοβαρού ζητήματος. Για αυτό θα ψηφίσουμε θετικά στο νομοσχέδιο. Ψηφίζουμε θετικά γιατί δεν ετεροπροσδιοριζόμαστε, αλλά κινούμαστε με μόνο γνώμονα μια θέση αρχής. Αν ετεροπροσδιοριζόμασταν, όπως αφήνατε να εννοηθεί, η στάση μας θα ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή.
Η ψήφος μας όμως δεν είναι λευκή επιταγή. Δίδεται, δε, με την υπόμνηση ότι δεν θα ανεχθούμε ούτε θα συμπράξουμε σε πρωτοβουλίες που για το χατίρι της συγκυρίας θα υπονομεύουν μακροπρόθεσμα σημαντικές πρωτοβουλίες που θα ενισχύσουν την ποιότητα των θεσμών στη χώρα και θα δώσουν την εικόνα ενός αξιόπιστου πολιτικού συστήματος. Και να το ξεκαθαρίσουμε: Δεν θα δεχθούμε άλλους αιφνιδιασμούς στο υπάρχον νομικό καθεστώς.
Πάνω από όλα, θέλουμε κύριοι της κυβέρνησης να σας πούμε: Μη νομίζετε ότι σε σχέση με τους αποδήμους η παροχή της δυνατότητας να ψηφίζουν άνευ προϋποθέσεων είναι το τέλος της διαδρομής. Μη νομίζετε ότι η πολιτεία έκανε το χρέος της “με ένα νόμο και ένα άρθρο”.
Είναι πολλά και ουσιαστικά, αυτά που πρέπει να γίνουν. Από την ελληνική εκπαίδευση των ομογενών μας, που σε πολλές χώρες περνάει σοβαρή κρίση, με ελληνικά σχολεία να κλείνουν και τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας να μην είναι προσβάσιμη.
Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε τη γενιά του brain drain. Τις εκατοντάδες χιλιάδες νέες και νέους που έφυγαν από τη χώρα στα χρόνια της κρίσης. Ας είναι αυτή η πρωτοβουλία η αρχή μιας ευρείας, ειλικρινούς συζήτησης, όχι απλώς για την πολιτική συμμετοχή τους από το εξωτερικό όπου ζουν αλλά για την επιστροφή όλων όσοι θέλουν να επιστρέψουν στη χώρα. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί, μπορούν να αποτελέσουν μαζί με τους νέους μας που έμειναν εδώ, την κινητήριο δύναμη για να ξαναχτίσουμε την Ελλάδα που αξίζουμε.
Και επιτρέψτε μου τέλος μια προσωπική αναφορά. Για πολλούς από σας το ζήτημα αυτό είναι γενικό και πατριωτικό. Ορθώς. Αλλά για τους ανθρώπους της γενιάς μας, είναι επιπλέον και βαθιά προσωπικό. Γιατί για μας που κάναμε τα πρώτα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά μας βήματα στα χρόνια της κρίσης, που φύγαμε έξω και γυρίσαμε, δε μιλάμε απλώς για έναν μεγάλο αριθμό πολιτών, για ένα μεγάλο αριθμό εκλογέων. Μιλάμε για τους φίλους μας, τους ανθρώπους που ζήσαμε μαζί και που τους θέλουμε γρήγορα κοντά μας, πίσω στην πατρίδα για να προσφέρουν αυτά τα πολλά και σπουδαία που μπορούν.
Ψηφίζουμε, λοιπόν, το παρόν νομοσχέδιο με την απαίτηση να είναι η σημερινή συζήτηση για τη διευκόλυνση της συμμετοχής των εκτός επικρατείας Ελλήνων όχι το τέλος αλλά η αρχή μιας προσπάθειας όχι απλώς για την πολιτική συμμετοχή αλλά για την ενεργοποίηση των Ελλήνων που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή που μιλάμε έξω από τα σύνορα της χώρας και την ενδυνάμωση της σχέσης τους με την Ελλάδα μας”.