Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πλησιάζει στο σημείο όπου μπορεί να σταματήσει να αυξάνει το κόστος δανεισμού, εκτιμά το μέλος του ΔΣ της ευρωτράπεζας Ιγνάσιο Βίσκο.
“Πιστεύω ότι είμαστε κοντά στο επίπεδο όπου μπορούμε να σταματήσουμε τις αυξήσεις των επιτοκίων”, δήλωσε ο επικεφαλής της ιταλικής κεντρικής τράπεζας χτες, Τετάρτη, σε εκδήλωση στο Μιλάνο.
Σε πιο μακροπρόθεσμο επίπεδο, ο Βίσκο σημείωσε ότι “οι νομισματικές συνθήκες θα πρέπει να παραμείνουν αρκετά περιοριστικές” προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2%.
Ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης διαφώνησε με συναδέλφους του που εκτιμούν ότι είναι προτιμότερο να ξεπεράσουν τα επιτόκια το κατάλληλο επίπεδο, παρά να μην το φτάσουν.
“Θα πρέπει να αποφεύγουμε τόσο τις υπερβολές όσο και το να μην κάνουμε αρκετά”, είπε. Αλλά “αν το παρακάνεις, θα έχεις μεταχρονολογημένες επιπτώσεις”.
Τα σχόλια του Βίσκο, που ήταν τα τελευταία αξιωματούχου της ΕΚΤ καθώς από σήμερα Πέμπτη ξεκίνησε το καθιερωμένο μορατόριουμ της εβδομάδας που προηγείται κάθε συνεδρίασης νομισματικής πολιτικής της ευρωτράπεζας, υπογράμμισαν για ακόμα μία φορά πόσο ρευστή είναι ακόμα η απόφαση αυτή τη φορά.
Υπενθυμίζεται ότι στις δηλώσεις τους το τελευταίο διάστημα οι αξιωματούχοι εμφανίστηκαν μοιρασμένοι.
Σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε χτες πριν τα σχόλια του Βίσκο, ο Ολλανδός Κλάας Νοτ είχε πει ότι οι επενδυτές πιθανώς να έχουν υποτιμήσει το ενδεχόμενο να προχωρήσει η ΕΚΤ σε νέα αύξηση των επιτοκίων της στις 14 Σεπτεμβρίου. Την ίδια ώρα, ο Σλοβάκος Πέτερ Κάζιμιρ εμφανίστηκε ακόμα πιο επιθετικός, τονίζοντας την ανάγκη για νέα αύξηση.
Άλλοι ωστόσο, όπως ο Πορτογάλος κεντρικός τραπεζίτης Μάριο Σεντένο, υπογράμμισαν τους κινδύνους που ενέχει για την οικονομία η υπερβολική αύξηση των επιτοκίων και το ενδεχόμενο να οδηγήσουν σε ύφεση την Ευρωζώνη.
Από την πλευρά του, ο Ιγνάσιο Βίσκο σημείωσε πως υπάρχουν μια σειρά από δείκτες που δείχνουν να επιβραδύνουν ορισμένες συνιστώσες του γενικού πληθωρισμού – μια τάση που, όπως είπε, θα συνεχίσει να εμφανίζεται στους επόμενους μήνες.
Ο ίδιος σημείωσε βέβαια ότι “δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να εμφανιστούν νέοι κραδασμοί”, αλλά εκτίμησε ότι “δεν είναι ιδιαίτερα αυξημένη αυτή τη στιγμή”.