Οριστικά τέλος έβαλε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στις διεκδικήσεις βουλευτών, οι οποίοι ζητούσαν να επανυπολογιστεί το ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης που έλαβαν το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2008 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2009 και να φτάσει το ύψος των αποδοχών και των επιδομάτων που έλαβαν την ίδια χρονική περίοδο οι πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Με σειρά αποφάσεων η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε οι βουλευτές δεν δικαιούται αναδρομική αύξηση της βουλευτικής τους αποζημίωσης στο ύψος των αποδοχών των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας για το επίμαχο διάστημα κατά το οποίο – όπως σημειώνει το ΣτΕ- είχε ξεκινήσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Ενδεικτικά, ένας εκ των προσφευγόντων αξίωσε να του αναγνωριστούν αναδρομικά διαφορές ύψους 82.691 ευρώ και επιπλέον 7.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης. Όπως σημειώνει το ΣτΕ για το διάστημα από 1.1.2008 έως 30.9.2009 ο ίδιος βουλευτής είχε λάβει συνολικά 243.788 ευρώ που αντιστοιχούν στα ποσά της βουλευτικής αποζημίωσης, των επιδομάτων άδειας, δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα κλπ.
Αν και το Διοικητικό Πρωτοδικείο είχε κάνει εν μέρει δεκτή την προσφυγή επιδικάζοντας το ποσό των 75.110 ευρώ και το Διοικητικό Εφετείο τη διατήρησε, αφού απέρριψε την έφεση του Δημοσίου, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέδωσε εκ διαμέτρου αντίθετη απόφαση, βάζοντας τέλος στις διεκδικήσεις.
Οι Σύμβουλοι της Επικρατείας τάχθηκαν με τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι εσφαλμένα τα διοικητικά δικαστήρια είχαν κρίνει ότι «επήλθε αυτόματη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης στο ύψος των αποδοχών του προέδρου των Ανωτάτων Δικαστηρίων του κράτους» και δεν έλαβαν υπόψη τους ότι η Ολομέλεια της Βουλής (συνεδρίαση ΡΙΔ΄ της 1.4.2009) είχε αποφανθεί ομόφωνα, «να μην αυξηθεί η βουλευτική αποζημίωση κατ΄ αντιστοιχία με την αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών» που έγινε με το νόμο 3691/2008.