Οι ΗΠΑ πλησίασαν ένα βήμα πιο κοντά στην απαγόρευση της δημοφιλούς εφαρμογής κοινωνικής δικτύωσης TikTok, καθώς η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε νομοσχέδιο την Τετάρτη που καλεί την Κινέζικη ιδιοκτήτρια εταιρεία ByteDance να αποχωρίσει από την εταιρεία, αλλιώς θα αποκλειστεί η χρήση της από τις ΗΠΑ.
Η πρόταση νόμου περί Προστασίας των Αμερικανών από Εφαρμογές Ελεγχόμενες από Ξένους Αντίπαλους πέρασε με συντριπτική δικομματική υποστήριξη, λαμβάνοντας 352 ψήφους υπέρ και μόνο 65 κατά. Το νομοσχέδιο πρέπει να εγκριθεί από τη Γερουσία, η έγκριση της οποίας δεν είναι βέβαιη, και στη συνέχεια να υπογραφεί από τον Πρόεδρο Μπάιντεν για να γίνει νόμος.
Αν και το προτεινόμενο νομοσχέδιο δεν απαγορεύει ρητά το TikTok και δίνει στη ByteDance περιθώριο έξι μηνών για να εκχωρήσει την ιδιοκτησία του, ορισμένοι παρατηρητές θεωρούν ότι πρόκειται για de facto απαγόρευση, καθώς το Πεκίνο είναι απίθανο να εγκρίνει την πώληση του TikTok σε δυτική ή φιλική προς τις ΗΠΑ εταιρεία.
«Ένας λόγος που οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΛΔΚ μπορεί να πουν όχι σε οποιαδήποτε εκποίηση του TikTok είναι ότι το TikTok είναι η πρώτη παγκόσμια πλατφόρμα Διαδικτύου από την Κίνα. Η κυβέρνηση εδώ και χρόνια μιλούσε για την ανάγκη να αυξήσει το μερίδιό της στη διεθνή ισχύ του λόγου για να μιλήσει από την πλευρά της Κίνας, ωστόσο οι παγκόσμιες προσπάθειες για να γίνει αυτό βασίστηκαν κυρίως σε πλατφόρμες των ΗΠΑ όπως το YouTube, το Instagram, το Facebook και το Twitter», έγραψε δήλωσε ο κινεζικός παρατηρητής Bill Bishop στο ενημερωτικό δελτίο Sinocism αυτή την εβδομάδα. «Το TikTok βοηθά να σπάσει αυτό το ασφυκτικό ασφυκτικό σύστημα διανομής».
Το Πεκίνο φαίνεται απρόθυμο να υποχωρήσει, δηλώνοντας την Πέμπτη ότι «θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα» για να προστατεύσει τα συμφέροντα των κινεζικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό. «Οι ΗΠΑ θα πρέπει πραγματικά να σέβονται τις αρχές της οικονομίας της αγοράς και του θεμιτού ανταγωνισμού», δήλωσε ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εμπορίου Χε Γιαντόνγκ σε συνέντευξη Τύπου, καλώντας την Ουάσιγκτον να «σταματήσει να καταπιέζει άδικα ξένες εταιρείες». «Η Κίνα θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διαφυλάξει αποφασιστικά τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντά της», πρόσθεσε.
«Το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε από την αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων θέτει τις ΗΠΑ σε αντίθετη πορεία από την αρχή του έντιμου ανταγωνισμού και τους διεθνείς κανόνες για την οικονομία και το εμπόριο», δήλωσε από την πλευρά του ο Ουάνγκ Ουενμπίν εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών. «Αν η πρόφαση της εθνικής ασφάλειας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκδιωχθούν αυθαίρετα πετυχημένες επιχειρήσεις άλλων χωρών, τότε δεν υπάρχει ούτε ισότητα ούτε δικαιοσύνη», κατήγγειλε ο Ουάνγκ.
Μπροστά στην απειλή της απαγόρευσης, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του TikTok Σου Ζι Τσιου ζήτησε από τους 170 εκατομμύρια χρήστες του -ιδιαίτερα δημοφιλούς στη νεολαία- μέσου στις ΗΠΑ να αντιδράσουν μαζικά. «Κάντε τη φωνή μας να ακουστεί», έγραψε στο TikTok και το Χ μετά την ψηφοφορία στη Βουλή. «Δεν θα σταματήσουμε να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας και θα εξακολουθήσουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε, ασκώντας και τα νομικά μας δικαιώματα, για να προστατεύσουμε αυτή την καταπληκτική πλατφόρμα που δημιουργήσαμε μαζί σας», πρόσθεσε. Ο ίδιος εκτίμησε ότι το νομοσχέδιο θέτει σε κίνδυνο «300.000 θέσεις εργασίας» στις ΗΠΑ, απειλώντας κυρίως να στερήσει «δισεκατομμύρια δολάρια» σε έσοδα από τις «μικρές επιχειρήσεις που εξαρτώνται από το TikTok».
Το TikTok βρίσκεται εδώ και μήνες στο στόχαστρο των αμερικανικών αρχών, με πολλούς αξιωματούχους να εκτιμούν ότι η πλατφόρμα επιτρέπει στο Πεκίνο να κατασκοπεύει και να χειραγωγεί τους 170 εκατομμύρια χρήστες της στις ΗΠΑ, κάτι που η εταιρεία διαψεύδει κατηγορηματικά. Η εταιρεία έχει επανειλημμένα διαβεβαιώσει ότι δεν έχει λάβει τέτοιου είδους αιτήματα από το Πεκίνο και τονίζει ότι, ακόμη κι αν αυτό συμβεί, θα αρνηθεί να αποκαλύψει προσωπικά δεδομένα χρηστών της.
Εναντίον του νομοσχέδιο τίθεται και πολλοί Αμερικανοί χρήστες του TikTok, ιδιαίτερα όσοι δημιουργοί περιεχομένου που μπόρεσαν να δημιουργήσουν έσοδα από τα βίντεό τους κερδίζοντας αρκετές εκατοντάδες έως χιλιάδες δολάρια κάθε μήνα. Κριτικά στέκονται και ομάδες πολιτών και ψηφιακών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ, όπως η American Civil Liberties Union (ACLU) και το Electronic Frontier Foundation, θεωρώντας ότι ο νόμος παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του λόγου. «Η κυβέρνηση δεν μπορεί να επιβάλει αυτού του είδους την πλήρη απαγόρευση εκτός εάν είναι ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί η εξαιρετικά σοβαρή και άμεση βλάβη στην εθνική ασφάλεια», δήλωσε στο Al Jazeera ο Ashley Gorski, ανώτερος δικηγόρος του ACLU’s National Security Project.
Άλλοι παρατηρητές σημειώνουν ότι το TikTok λειτουργεί όπως το X, η εφαρμογή που ήταν παλαιότερα γνωστή ως Twitter και το Facebook και το Instagram που ανήκουν στη Meta. Αν και δεν είναι η μόνη εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης που απασχολεί τις δυτικές ελεγκτικές αρχές, καθώς υπενθυμίζεται ότι η ΕΕ επέβαλε πέρυσι στη Meta πρόστιμο 1,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων για παραβίαση της νομοθεσίας περί απορρήτου, υποστηρίζουν ότι η απαγόρευση μόνο του TikTok θα ήταν υποκριτική όταν όλες αυτές οι εταιρείες εφαρμόζουν αμφισβητήσιμες πολιτικές.
Πάντως δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ που έχουν βάλει στο στόχαστρο τους το TikTok. Το Νεπάλ και η Ινδία έχουν απαγορεύσει επίσης το μέσο, λόγω των γεωπολιτικών τους ανταγωνισμών με την ασιατική υπερδύναμη. Πολλές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένου του Αφγανιστάν, της Αυστραλίας, του Βελγίου, του Καναδά, της Δανίας, της Ολλανδίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Ταϊβάν, του Ηνωμένου Βασιλείου και των φορέων διακυβέρνησης της ΕΕ έχουν όλες απαγορεύσει την εφαρμογή από κυβερνητικά τηλέφωνα. Το Πακιστάν και η Ινδονησία έχουν επίσης συζητήσει αν – και πόσο – θα περιοριστεί η πρόσβαση στο TikTok.
Η ΕΕ θα μπορούσε να αποτελέσει την επόμενη μεγάλη δοκιμασία για το TikTok, καθώς τον Φεβρουάριο άνοιξε μια επίσημη έρευνα για την εφαρμογή, με επίκεντρο περισσότερο στο περιεχόμενο, τη διαφήμιση και τον εθίστικο αντίκτυπο της εφαρμογής στους ανηλίκους. Σημειώνεται τέλος, ότι στην εταιρεία έχει ήδη επιβληθεί πρόστιμο 370 εκατομμυρίων δολαρίων από την ΕΕ για παραβιάσεις προσωπικών δεδομένων.