Στα ύψη βρίσκονται οι τιμές του ελαιόλαδου τους τελευταίους έξι μήνες, με την κλιματική αλλαγή να αποτελεί την κύρια αιτία, ενώ την ίδια ώρα, οι προβλέψεις για την επόμενη ημέρα είναι κατά πολύ δυσάρεστες, κρίνοντας με τα σημερινά δεδομένα.
Η μικρή παραγωγή που υπάρχει ως στοκ στις αποθήκες των ελαιοπαραγωγών, προφυλάσσεται σαν χρυσάφι και είτε δεν γίνεται η παραμικρή συζήτηση για πώληση ή οι τιμές που ζητούνται έχουν ξεφύγει από κάθε λογική και οι έμποροι προτιμούν να ξεμείνουν από εμπόρευμα παρά να διαθέσουν στην αγορά ένα προϊόν η τιμή του οποίου βρίσκεται σε δυσθεώρητα ύψη και το χειρότερο όλων είναι ότι με μαθηματική ακρίβεια σε λίγο θα είναι και σε έλλειψη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι παραγωγοί που έχουν τα ελάχιστα αποθέματα, ζητούν τιμές στην χονδρική 13 έως και 15 ευρώ το κιλό, κάτι που σημαίνει ότι εφόσον ο έμπορος προχωρήσει σε αγορές, η λιανική τιμή που θα κληθεί να πληρώσει ο καταναλωτής θα υπερβεί τα 20 ευρώ. Σύμφωνα με την Ημερησία, ο τενεκές μάλιστα έχει εκτοξευθεί στα 170 ευρώ (16 λίτρα), ενώ ένα χρόνο πριν ήταν στα 80 ευρώ περίπου.
Σε πτωτική πορεία οι εξαγωγές ελαιόλαδου
Οι εξαγωγές έχουν καταρρεύσει και σύμφωνα με τα στοιχεία των εξαγωγών, τον Ιανουάριο η πτώση της αξίας των εξαγωγών ελαιολάδου έφτασε στο 48,6% έναντι του Ιανουαρίου του 2023. Όλα τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στην νέα ελαιοκομική περίοδο, που ουσιαστικά τώρα ξεκινάει.
Οι πρώτες ενδείξεις δεν είναι καλές, αφού οι καιρικές συνθήκες δεν ευνόησαν τα ελαιόδεντρα. Ούτε πολύ κρύο έκανε, κάτι που είναι ουσιώδες για την παραγωγή, αλλά ούτε και πολλές βροχές υπάρχουν αυτή την περίοδο που τις έχει ανάγκη το δέντρο ώστε να αυξήσει την παραγωγικότητά τους.
Την ίδια στιγμή στην Ισπανία σε κάποιες περιοχές με έντονο το στοιχείο της παραγωγής ελιάς, έχει κάνει τελευταία ισχυρό παγετό ενώ υπάρχουν και έντονα καιρικά φαινόμενα με ισχυρές βροχοπτώσεις ακόμη και χαλάζι.
Ο ρόλος-«κλειδί» της Ισπανίας στο αύριο του ελαιόλαδου
Να σημειωθεί ότι η παραγωγή στην Ισπανία έκλεισε στους 829.515,77 τόνους, εκ των οποίων οι 561.457 τόνοι αφορούν την Ανδαλουσία (67,7%). Η παραγωγή της 2023 – 2024 τελικώς είναι 15% αυξημένη σε σχέση με την 2022 – 2023, αλλά 35% κάτω από το μέσο όρο τετραετίας.
Το κακό της όλης υπόθεσης είναι ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενες κακές χρονιές κάτι που δεν είναι σύνηθες. Επίσης η εικόνα στην Ελλάδα είναι ακόμη χειρότερη, αφού από 350.000 τόνους ως μέσο ότι υποχώρησε στα επίπεδα των 100.000 τόνων, σύμφωνα με τις πρόχειρες εκτιμήσεις, αφού δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία.
Τέλος να σημειωθεί ότι ένα ζητούμενο είναι η αναπλήρωση των αποθεμάτων τα οποία έχουν υποχωρήσει στα τάρταρα και για αν συμβεί αυτό πρέπει να έρθει μία σχετικά καλή χρονιά.
Κατά συνέπεια η ομαλοποίηση της αγοράς τόσο από πλευράς προσφοράς όσο και τιμών απαιτεί στην καλύτερη των περιπτώσεων δύο υποφερτές χρονιές, δηλαδή όχι πριν από το τέλος του 2025.