Η είδηση για χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από τον αναμενόμενο το 2023 έχει διάφορες παρενέργειες, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, περιγράφοντας τις διαπραγματεύσεις που λαμβάνουν χώρα αυτό το διάστημα και διά ζώσης στην Αθήνα με εκπροσώπους των θεσμών για τους στόχους που θα πρέπει να έχει ο Προϋπολογισμός που θα στείλει η ελληνική κυβέρνηση στις Βρυξέλλες έως τις 20 Σεπτεμβρίου και θα καλύπτει τα επόμενα τέσσερα χρόνια, έως και το 2028.
Ο λόγος για τον νέο, πολυετή Προϋπολογισμό που θα στείλουν όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, που αναμένεται να εγκριθούν πολιτικά έως τον Απρίλιο.
Στο 2,2% του ΑΕΠ
Σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση που υπάρχει για την ανάγκη δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων, το κατώτατο όριο ορίζεται στο 2,2% του ΑΕΠ για όλα τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Μάλιστα, ακόμα κι αν η Ελλάδα ζητήσει παράταση για άλλα τρία χρόνια (έως το 2031), ούτως ώστε να πετύχει μία πιο ήπια προσαρμογή, το εν λόγω όριο κατεβαίνει ελάχιστα, στο 2% του ΑΕΠ. Να σημειωθεί ότι μια παράταση σημαίνει ότι θα πρέπει να αποφασιστεί σε επίπεδο Ε.Ε. και θα συνοδεύεται με ένα επιπλέον πακέτο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που θα πρέπει να υλοποιήσει το κράτος.
Ο στόχος του 2,2% του ΑΕΠ με τη σειρά του συνδέεται με το κατά πόσον θα αποφασιστεί ότι θα πρέπει να μειωθεί το χρέος, και αυτό είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων (όχι μόνο των κρατικών εσόδων, αλλά και της πορείας των δαπανών και της ανάπτυξης). Θα συνοδεύεται από τη διαμόρφωση μιας οροφής στην αύξηση των δαπανών (των ονομαζόμενων καθαρών πρωτογενών δαπανών), με την οποία θα πρέπει να συμμορφώνεται η Αθήνα.
Οι τελικές αποφάσεις για τα εν λόγω όρια θα ληφθούν έως τον Ιούνιο σε τεχνοκρατικό επίπεδο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα κλειδώσουν σε επίπεδο υπουργών οικονομικών το καλοκαίρι. Με βάση αυτές τις συστάσεις, η Αθήνα διαμορφώσει το τελικό σχέδιο πολυετούς Προϋπολογισμού που θα καταθέσει τον Σεπτέμβριο στις Βρυξέλλες. Με αυτό το σχέδιο ως οδηγό θα διαμορφώσει, βεβαίως, και τον Προϋπολογισμό του 2026.
Τέλος οι παροχές
Μία πρώτη γεύση ήδη υπάρχει για το πόσο σφίγγουν τα λουριά για την Αθήνα. Καθρεφτίστηκε στις δηλώσεις του πρωθυπουργού, ο οποίος έκλεισε κάθε χαραμάδα στα σενάρια για την καταβολή και φέτος, όπως τα προηγούμενα χρόνια, ενός επιδόματος Πάσχα. Εκανε σαφές πως μόνο στο τέλος του έτους και αν υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο θα υπάρξει κάποια πρόσθετη παροχή προς την κοινωνία.
Υπό αυτό το πρίσμα, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, παραμένει ερώτημα και το πώς θα βρεθεί το περιθώριο μέσα στο επόμενο διάστημα για την ολοκλήρωση και του υπόλοιπου προεκλογικού σχεδιασμού της κυβέρνησης, που περιλαμβάνει μία σειρά από κινήσεις μείωσης φόρων, αλλά και την ανάγκη να περιοριστεί περαιτέρω το βάρος των ασφαλιστικών εισφορών και να αντιμετωπίσει και ο επιχειρηματικός κόσμος το υψηλότερο μισθολογικό κόστος.
Οπως εξηγούν αρμόδιες πηγαίες, το μέτρο πίεσης πλέον στις συζητήσεις που γίνονται με τους θεσμούς στην Αθήνα αυτές τις μέρες δεν είναι προφανώς η καταβολή (ή όχι) των δόσεων, όπως συνέβαινε τον καιρό το Μνημονίων. Το «μαστίγιο» πλέον είναι η αγορές, αφού ό,τι και να γίνει την Παρασκευή κατά την αξιολόγηση του οίκου Moody’s (του μόνου που δεν έχει δώσει ακόμη στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα), είναι δεδομένο πώς τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να συνεχιστεί γραμμικά η ίδια (επίπονη) προσπάθεια επιστροφής σε ακόμα υψηλότερες βαθμίδες για να διασφαλιστεί η χώρα από ένα ενδεχόμενο νέας κρίσης, αλλά και βεβαίως για να περιορίσει το κόστος δανεισμού της και, άρα, η ανάγκη τροφοδότησης αυτών των πάρα πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Το παράδειγμα των δημοσίων επενδύσεων. Στον «πάγο» για χρόνια
Το πόσο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια είναι ήδη φανερό στην εγκύκλιο για την κατάρτιση του Μεσοπρόθεσμου Προϋπολογισμού που έχει αποστείλει η κυβέρνηση και στις επενδυτικές υπηρεσίες. Δείχνει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων μειωμένο το επόμενα χρόνια, από τα 8,55 δισεκατομμύρια ευρώ φέτος στα 8,35 δισεκατομμύρια ευρώ το 2025, και το 2026 και στα 8,5 δισεκατομμύρια ευρώ από το 2027 και έπειτα.
Η περίοδος μετά το 2027 έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τότε θα εκλείψουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και, έτσι, υπάρχει ουσιαστικά μία… τρύπα στις κρατικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις. Με πιο απλά λόγια, θα γίνει μία απότομη προσγείωση, με δεδομένο ότι το τελευταίο έτος (το 2026, οπότε τελειώνει το Ταμείο Ανάκαμψης), αναμένεται δαπάνη 6,7 δισ. ευρώ για το εν λόγω πεδίο (καθώς θα ολοκληρώνονται τα έργα).
Αλλά και συνολικά οι δαπάνες στον Κρατικό Προϋπολογισμό αναμένεται από τα 74,85 δισεκατομμύρια ευρώ φέτος να αυξηθούν (λόγω των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης) έως τα 79,4 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2026. Αργότερα, όμως, σχεδιάζεται η συνολική δαπάνη να υποχωρήσει σε κάτω από 73 δισεκατομμύρια ευρώ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ