Την καθοριστική συμβολή των τραπεζών στην υλοποίηση στοχευμένων, βιώσιμων επενδύσεων μέσα από τον διττό ρόλο του συμβούλου και του χρηματοδότη των επιχειρήσεων ανέδειξε ο Chief of Commercial Banking της Alpha Bank, Τηλέμαχος Γεωργάκης, μιλώντας στην ανοιχτή συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Εταιρειών Συμβούλων Μάνατζμεντ Ελλάδος (ΣΕΣΜΑ) με θέμα «Χρηματοδοτικά εργαλεία ΕΣΠΑ, ΤΑΑ, ΠΔΕ: Τι κερδίσαμε, πώς θα τα αξιοποιήσουμε καλύτερα».
Ο κ. Γεωργάκης σχολίασε επίσης την κριτική που ασκείται αναφορικά με τις δυσκολίες χρηματοδότησης που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, υπογραμμίζοντας ότι, μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων δανείζεται με αντίστοιχους ή και καλύτερους όρους σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
«Στην πραγματικότητα ένα σημαντικό ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων όχι απλώς έχει πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, αλλά και με όρους που είναι αντίστοιχοι ή και καλύτεροι των Ευρωπαίων αντιστοίχου μεγέθους ανταγωνιστών τους. Από ‘κει και πέρα, προφανώς η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, με την ύπαρξη πολλών μικρών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, όπου τα επίσημα οικονομικά αποτελέσματα συχνά αποκλίνουν από τα πραγματικά, δημιουργεί σε πολλές επιχειρήσεις δυσκολίες στην πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό ελληνικών επιχειρήσεων κουβαλάει, δυστυχώς, ακόμη τα σημάδια των πληγών που τους άφησε η μακρά κρίση της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα η πρόσβαση στον δανεισμό να μην είναι εύκολη», επισήμανε ο κ. Γεωργάκης, προσθέτοντας πως σε συνδυασμό με τις πρωτοβουλίες που θα πρέπει να λάβουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις για τη μεγέθυνσή τους και τη συνένωση δυνάμεων, τα εγγυοδοτικά προγράμματα χρηματοδοτήσεων έρχονται, επίσης, να βελτιώσουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε δανεισμό.
Ο Chief of Commercial Banking της Alpha Bank τόνισε ότι οι τράπεζες χρηματοδοτούν την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και ειδικότερα τις στοχευμένες επενδύσεις. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, έχοντας να καλύψουν ένα επενδυτικό κενό 94 δισ. ευρώ που δημιουργήθηκε την περίοδο 2010-2021, καλούνται να επενδύσουν στοχεύοντας στην αύξηση της παραγωγικότητας, τη βελτίωση του κόστους παραγωγής, δημιουργώντας καλύτερα προϊόντα ή προσφέροντας αναβαθμισμένες υπηρεσίες. Επενδύουν εστιάζοντας στον αυτοματισμό και την ψηφιοποίηση, στη μείωση του κόστους ενέργειας και τη βελτίωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
«Στην προσπάθεια αυτή οι τράπεζες έρχονται να σταθούν δίπλα στον πελάτη ως σύμβουλος και ως χρηματοδότης», επισήμανε ο κ. Γεωργάκης και πρόσθεσε: «Εντοπίζουν τις ανάγκες των επιχειρήσεων και λειτουργούν συμπληρωματικά στον ρόλο των εταιρειών συμβούλων. Οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια εξελίχθηκαν, αυξάνοντας την τεχνογνωσία που ήδη διέθεταν στη χρηματοδότηση βασικών κλάδων της οικονομίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε την τεχνογνωσία που έχει αποκτηθεί στη χρηματοδότηση του ξενοδοχειακού κλάδου, του κλάδου της ενέργειας και των υποδομών. Παράλληλα, έγιναν πιο γρήγορες στις αποφάσεις τους, πιο ευέλικτες, με μεγαλύτερη διάθεση για ανάληψη πιστωτικού κινδύνου, ενώ επένδυσαν και επενδύουν στην τεχνολογία με σκοπό να απλοποιήσουν τον τρόπο διενέργειας των καθημερινών συναλλαγών των εταιρικών πελατών».
Τα τελευταία χρόνια έχουν διατεθεί μέσω των τραπεζών σημαντικά ευρωπαϊκά και εθνικά κονδύλια είτε για την αντιμετώπιση έκτακτων δυσμενών καταστάσεων (πανδημία, αύξηση κόστους παραγωγής και κόστους ενέργειας) είτε για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων. Βασικό χαρακτηριστικό του συνόλου των προγραμμάτων ήταν η αξιολόγηση της βιωσιμότητας της επιχείρησης από την τράπεζα η οποία αναλάμβανε μέρος ή το σύνολο του πιστωτικού κινδύνου, ενώ ο ευρωπαϊκός ή ο εθνικός φορέας – Ταμείο Ανάκαμψης, Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF), Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΙΒ) – συνέβαλλε μέσω της συν-ανάληψης κινδύνου ή μέσω της ελάφρυνσης του κόστους χρηματοδότησης.
Στόχευση στις κατάλληλες επενδύσεις
Ο κ. Γεωργάκης σχολίασε ότι το οικοσύστημα τράπεζες, ταμεία και σύμβουλοι θα πρέπει να στοχεύει σε επενδύσεις που θα θωρακίσουν τις επιχειρήσεις έναντι των μελλοντικών προκλήσεων και υπογράμμισε ότι «μία επένδυση δεν θα πρέπει να είναι αυτοσκοπός, ούτε η ύπαρξη ενός προγράμματος να δημιουργήσει την ανάγκη μίας επένδυσης. Το πρόγραμμα πρέπει να είναι το κατάλληλο εργαλείο που θα χρηματοδοτήσει μία σωστή και αναγκαία επένδυση». Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, «έχουμε δει πολλές περιπτώσεις που επιχειρήσεις μέσω προγραμμάτων χρηματοδότησης κατάφεραν να μεγαλώσουν, να γίνουν πιο εξωστρεφείς και πιο αποδοτικές. Μέσω επενδύσεων ξενοδοχειακές επιχειρήσεις προσελκύουν περισσότερους ξένους επισκέπτες σημαντικής οικονομικής επιφάνειας συμβάλλοντας στη δημιουργία αλλεπάλληλων ρεκόρ τουριστικών αφίξεων και εσόδων, ελληνικά τρόφιμα γεμίζουν τα ράφια μεγάλων ευρωπαϊκών supermarkets και ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα εξάγονται σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, βλέπουμε και περιπτώσεις που οι προνομιακοί όροι χρηματοδοτικών εργαλείων ωθούν επιχειρηματίες σε σκέψεις για επενδύσεις που δεν χρειάζονται ή εγκυμονούν κινδύνους. Όσο προνομιακοί και αν είναι οι όροι ως προς τη διάρκεια, το κόστος και τις εξασφαλίσεις, η επιχείρηση θα πρέπει από τα οφέλη της επένδυσης να μπορεί κατ’ ελάχιστον να εξυπηρετήσει το δάνειο της εν λόγω επένδυσης. Και εδώ ο ρόλος τόσο των τραπεζών όσο και των συμβουλευτικών εταιρειών είναι σημαντικός».