Επενδυτικά «καύσιμα» 35 εκατ. ευρώ για νέο σερί εξαγορών και διαρκής επέκταση σε ξένες αγορές
Όταν η ελληνική οικονομία έπεσε στη «δίνη» της μακράς κρίσης η οποία την ταλαιπώρησε για μια τουλάχιστον δεκαετία, όπως και πολλές χιλιάδες επιχειρήσεις όλων σχεδόν των κλάδων, υπήρξαν κάποιοι που όχι μόνο άντεξαν, αλλά κατάφεραν να αναπτυχθούν με… δυσανάλογα θετικούς ρυθμούς σε σύγκριση με τον μέσο όρο της αγοράς.
Μια καλή «συνταγή» για ορισμένους ομίλους, όσους μπορούσαν να την εφαρμόσουν δηλαδή, ήταν η αναζήτηση εσόδων και κερδών από διεθνείς δραστηριότητες. Ένα από τα παραδείγματα επιτυχημένης πορείας εν μέσω ύφεσης αποτέλεσε ο όμιλος Σαράντη.
Αν ανατρέξει κανείς στα τότε ρεπορτάζ, του 2013 ενδεικτικά, εποχή που τα πρώτα μεγάλα προβλήματα είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους σε μια πολύ δύσκολη τριετία για την Ελλάδα και οδηγούσαν πολλούς επιχειρηματίες στην απόγνωση και στα λουκέτα, η ελληνική πολυεθνική καταναλωτικών προϊόντων έδινε την «απάντησή» της στην κρίση με την εξωστρέφειά της.
Υιοθετώντας μια επιθετική στρατηγική, πραγματοποίησε ένα «μπαράζ» εξαγορών άλλων εταιρειών ή σημάτων και με αυτό τον τρόπο ενίσχυσε αφενός το προϊοντικό portfolio της, επέκτεινε αφετέρου το «εκτόπισμά» της στις ξένες αγορές.
Κάνουμε ένα forward στο σήμερα: έτος 2024, 11 χρόνια από το 2013, το succes story των αδελφών Σαράντη, leaders στον κλάδο των καλλυντικών και όχι μόνο, εξακολουθεί να βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, στην ίδια «συνταγή».
Τα επόμενα σχέδια της διοίκησης, σύμφωνα με όσα ανέφερε κατά την πρόσφατη ετήσια ενημέρωση των αναλυτών ο οικονομικός διευθυντής του, Χρήστος Βάρσος, ο όμιλος διαθέτει αυτή τη στιγμή εξασφαλισμένους πόρους μέσα από ανοικτές δανειακές γραμμές και Ίδια Κεφάλαια ύψους 34-35 εκατ. ευρώ για πιθανές νέες εξαγορές.
Μια ισχυρή επενδυτική «δύναμη πυρός», η οποία επιτρέπει αρκετά νέα deals.
«Πρωταθλητής των εξαγορών» στην κρίση, όπως την αποκαλούσαν πολλοί, με διψήφιο αριθμό deals, η Σαράντης δεν έχει λόγο να αλλάξει το μέρος του σχεδιασμού της που προβλέπει το διαρκές «σκανάρισμα» των αγορών για νέες ευκαιρίες, τώρα που τα πράγματα στην οικονομία έχουν «στρώσει» πολύ περισσότερο από τότε.
Στο συγκεκριμένο timing ο νέος επενδυτικός κύκλος του ομίλου περιλαμβάνει ενδεχόμενες εξαγορές με κύρια στόχευση προς τους τομείς των καλλυντικών ή της προσωπικής φροντίδας, ενώ δεν υπάρχουν «διαθέσιμοι» στόχοι στο χώρο των οικιακών προϊόντων στη ΝΑ Ευρώπη, μετά και από την εξαγορά της Stella Pack (που ολοκληρώθηκε προ διμήνου) στην Πολωνία.
Πέρσι, ο όμιλος λάνσαρε τη νέα σειρά δερμοκαλλυντικών Clinea, με μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Φέτος επιδιώκει την περαιτέρω διείσδυσή του στις ασιατικές αγορές κυρίως μέσω αυτής της κατηγορίας προϊόντων.
Ενδεικτικά, τοποθέτησε τη μάρκα Bioten σε δίκτυα της ΝΑ Ασίας, λάνσαρε την Clinea στις Φιλιππίνες και «βλέπει» προς Χονγκ Κονγκ και Ινδονησία, ενώ σε ευρωπαϊκά εδάφη από τους βασικούς στόχους παραμένει η ιταλική αγορά, με την πολωνική να διατηρεί τα «σκήπτρα».
Πέρα από τις εξαγορές, ο όμιλος προϋπολογίζει ένα επενδυτικό πλάνο 5ετίας 81 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 25 εκατ. ευρώ θα κατευθυνθούν στο νέο κέντρο διανομής, 12 εκατ. ευρώ στον Ψηφιακό Μετασχηματισμό του, 18 εκατ. ευρώ στην Stella Pack και 26 εκατ. ευρώ σε διάφορα άλλα μέτωπα.
100+ BRANDS ΚΑΙ 12 ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ
Αν και οι «ρίζες» του ομίλου κρατούν από πολύ παλαιότερα, από τα ‘30s και τους άλλους εκείνους καιρούς που ο παππούς των δύο βασικών μετόχων του και επικεφαλής του, Κυριάκου και Γρηγόρη Σαράντη, άνοιξε ένα κατάστημα πώλησης καλλυντικών στην Κωνσταντινούπολη, η σύγχρονη ιστορία του ξεκινά ουσιαστικά από το 1964, με έδρα την Αθήνα.
Το επιχειρηματικό «DNA» οδήγησε τη νεότερη γενιά της οικογένειας στη δημιουργία μιας πολυεθνικής εταιρείας καταναλωτικών προϊόντων, με διαρκώς επεκτεινόμενο γεωγραφικό αποτύπωμα και την συνεχή προσθήκη κορυφαίων brands (υπερκαλύπτωντας τις απώλειες από το «διαζύγιο» του ‘22 με την Estee Lauder, μετά από την 21ετή συμπόρευσή τους).
Με έντονη δραστηριότητα σε 13 χώρες, συμπεριλαμβανομένων 12 θυγατρικών (σε Ελλάδα, αλλά και σε Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Πορτογαλία, Σλοβενία, Ουκρανία) και ένα δίκτυο διανομής για την εξυπηρέτηση των εξαγωγών του σε περισσότερες από 50 χώρες σε όλο τον κόσμο (με παρουσία, εν ολίγοις, στο… 1/4 του πλανήτη), ο όμιλος Σαράντη επικεντρώνεται στις προϊοντικές κατηγορίες της Προσωπικής Φροντίδας και Περιποίησης, Οικιακής Φροντίδας, Υγείας και Φροντίδας, Επαγγεματικών Προϊόντων και Καλλυντικών Επιλεκτικής Διανομής.
Πιο απλά: η γκάμα του περιλαμβάνει από αποσμητικά, αρώματα, σαμπουάν, αντηλιακά μέχρι καθαριστικά μπάνιου, απορρυπαντικά πιάτων, σακούλες απορριμάτων, γυαλιστικά παπουτσιών, μαλακτικά ρούχων, συμπληρώματα διατροφής κ.ά. τα οποία πωλούνται στα ράφια, όπως και παραγωγή για τρίτους.
Τι άλλο δείχνουν τα νούμερα; στο χαρτοφυλάκιο του διαθέτει πάνω από 100 brands, λειτουργεί 4 παραγωγικές μονάδες, έχει πρόσβαση σε 110.000 σημεία πώλησης, καταγράφει στο ενεργητικό του περισσότερες από 25 στρατηγικές συνεργασίες και απασχολεί πάνω από 2.300 εργαζόμενους.
Αν δει κανείς δε ότι τέλη του 2013 ο όμιλος είχε 1.400 άτομα προσωπικό, δεν είναι πολλές οι επιχειρήσεις οι οποίες πλησίασαν τις 900 προσλήψεις μέσα και στα «πέτρινα χρόνια» που πρροηγήθηκαν για την οικονομία.
Η μητρική εταιρεία του ομίλου, η Γρ. Σαράντης Α.Β.Ε.Ε., σημειωτέον, είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών από το 1994, για 30 ολόκληρα χρόνια.
ΤΙ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ
Στα πρώτα χρόνια της κρίσης, οι πωλήσεις στο εξωτερικό, σε Ευρώπη, Ασία και Αμερική, οι οποίες αντιπροσώπευαν περίπου τα 2/3 του συνολικού τζίρου του ομίλου πριν από μια 10ετία, αποτελούσαν «αντίβαρο» στις μονοψήφιες σε ποσοστό απώλειες του από την εγχώρια αγορά.
Τι έχει αλλάξει σήμερα; Η Ελλάδα αν και πρώτη μέχρι πρότινος σε επίπεδο πωλήσεων φέρεται να έχει χάσει πλέον την πρωτοκαθεδρία στα μεγέθη του ομίλου από την Πολωνία, όπου η ενσωμάτωση της προσφάτως εξαγορασθείσας Stella Pack αναμένεται να αποφέρει υψηλότερα έσοδα.
Το 2023 η ελληνική αγορά «έγραψε» 156 εκατ. ευρώ (το 32,4% του συνολικού τζίρου) και η πολωνική 110 εκατ. ευρώ, αλλά αν αθροιστούν τα 78 εκατ. ευρώ της Stella Pack τα δεδομένα αλλάζουν άρδην.
Για το 2024 ο όμιλος Σαράντη προσδοκά μια αύξηση πωλήσεων της τάξης του 23,5% στα 595,2 ευρώ από 482,2 εκατ. ευρώ το 2023, ανεβάζοντας τον πήχη των εκτιμήσεων στα 662,5 εκατ. ευρώ το 2026 και στα 737,4 εκατ. ευρώ το 2028.
Τα EBITDA από 61,6 εκατ. ευρώ το 2023 αναμένεται να αντιναχθούν σε 80,2 εκατ. ευρώ το 2024 και σε 120,2 εκατ. ευρώ έως το 2028.
Ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών του 2013 είχε ανέλθει σε 236,59 εκατ. ευρώ, συνεπώς μιλάμε για υπερδιπλασιασμό του σε μια δεκαετία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ