Ο κίνδυνος ασφυξίας στην ευρωπαϊκή επιχειρηματικότητα λόγω της πληθωριστικής κρίσης και των υψηλών επιτοκίων είναι υπαρκτός, με νέες εστίες να ελλοχεύουν λόγω των γεωπολιτικών δεδομένων. Ετσι, οι θεσμοί της Ε.Ε., με επίκεντρο την ΕΚΤ, μετρούν τη ζημία αλλά και την ετοιμότητα κάθε κράτους να καλύψει την οικονομία και την κοινωνία.
Το ζητούμενο είναι ότι κράτη τα οποία δεν θα πετύχουν να θωρακιστούν θα πληγούν πολλαπλά, αφού, σε συνθήκες χαμηλότερης ή ισχνής ανάπτυξης στην Ε.Ε., θα πληγούν σε όρους ανταγωνιστικότητας στο εξωτερικό πεδίο (εμπορικό, τουριστικό κ.λπ.), ενώ εγχωρίως θα οδηγούνται σε ένα σπιράλ συνεχών ανατιμήσεων και πιέσεων για μισθολογικές αυξήσεις με πιέσεις σχετικά με την εσωτερική ζήτηση και την ανάπτυξη.
Ειδικά για τη θέση της Ελλάδας, οι προειδοποιήσεις ήρθαν τις προηγούμενες μέρες ξεκάθαρα από το στόμα του κεντρικού τραπεζίτη, ο οποίος φωτογράφησε ανοιχτά καρτέλ σε συγκεκριμένους κλάδους, μία επισήμανση που αναμένεται τις επόμενες μέρες να αποτυπωθεί και στην έκθεση της ΤτΕ. Η θέση του δεν είναι τυχαία, με δεδομένο πως οι νέες μετρήσεις από την ΕΚΤ δείχνουν πως ο κίνδυνος παραμονής των πληθωριστικών πιέσεων στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσιος απ’ όσο σε άλλα κράτη της Ευρώπης: οι πληθωριστικές προσδοκίες διαμορφώνονται στο 10,1% για φέτος στην Ελλάδα, έναντι 3% με 4,5% στα άλλα κράτη της Ε.Ε.
Τα στοιχεία
Η νέα δειγματοληπτική έρευνα καταναλωτών της ΕΚΤ καταγράφει τις πληθωριστικές προσδοκίες των νοικοκυριών ανά χώρα. Για την Ελλάδα καταγράφει σημαντικές αποκλίσεις των μελλοντικών βραχυχρόνιων (δηλαδή σε εύρος 12μήνου) αλλά και μεσοπρόθεσμων (τριετίας) προσδοκιών πληθωρισμού.
Συγκεκριμένα, για τον Ιανουάριο του 2024 (όταν έγιναν οι μετρήσεις), η κεντρική τιμή των πληθωριστικών προσδοκιών 12μήνου που αναφέρουν τα νοικοκυριά διαμορφώθηκε στο 10,1% (και στο 6,4% για την 3ετία). Η εν λόγω τιμή για την προσδοκία 12μήνου απέχει σημαντικά από το 3,2% του δημοσιευμένου πληθωρισμού στην Ελλάδα για τον Ιανουάριο 2024 αλλά και από τις προσδοκίες των νοικοκυριών που μετρούνται σε άλλες χώρες. Ουσιαστικά, η πίεση είναι πολλαπλάσια…
Είναι χαρακτηριστικό πως στην Ισπανία η κεντρική τιμή προσδοκιών για το 2024 είναι 3,5%, στην Πορτογαλία είναι 4,9%, στην Ιταλία είναι 3,5%, και στη Γαλλία είναι 3%. Με άλλα λόγια, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού δεν δείχνει να έχει περάσει στις πληθωριστικές προσδοκίες των νοικοκυριών στην Ελλάδα στον βαθμό που έχει περάσει σε άλλες χώρες.
Το παραπάνω εύρημα περιλαμβάνεται στα στοιχεία της 3μηνιαίας έρευνας συγκυρίας του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, που επισημαίνει ότι «ο κίνδυνος απόκλισης του πληθωρισμού από τον στόχο του 2% είναι υπαρκτός για την Ελλάδα» και πως οι προσδοκίες μπορούν κάλλιστα να τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό. Ο κίνδυνος είναι πως «στην προσπάθειά τους να προστατευθούν από τον πληθωρισμό, καταναλωτές και επιχειρήσεις ενδέχεται να συμβάλουν, με έναν ανταγωνισμό αυξήσεων μισθών και τιμών, στην παγίωσή του σε ένα υψηλότερο ποσοστό, επαληθεύοντας τις προσδοκίες τους».
Οι επιπτώσεις 2,4 δισ. ευρώ
Το Γραφείο προχώρησε, επίσης, σε ανάλυση ενός αρνητικού σεναρίου πληθωριστικών πιέσεων, που ενεργοποιείται σε περίπτωση που υπάρξει ένα αντιπαραγωγικό και αυτοτροφοδοτούμενο σπιράλ αυξήσεων μισθών και τιμών, οδηγώντας τελικά τον πληθωρισμό σε υψηλότερο επίπεδο κατά μία ποσοστιαία μονάδα για το 2024, στο 3,9%.
Εξηγεί πως με υψηλότερο πληθωρισμό σε σχέση με τους βασικούς εμπορικούς εταίρους, η ελληνική οικονομία θα έχει απώλειες σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας, με συνέπεια τη μείωση εξαγωγών, απασχόλησης, πραγματικών μισθών και ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και επενδύσεων.
Το σενάριο αυτό, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, καταλήγει σε απώλειες ΑΕΠ κατά περίπου 2,4 δισ. ευρώ – που αντιστοιχεί στο 1,2% του ΑΕΠ, σε ορίζοντα τριετίας. Επιπλέον, οι απώλειες ΑΕΠ συνεπάγονται απώλειες δημοσίων εσόδων. «Υψηλότερος πληθωρισμός, επίσης, θέτει σε κίνδυνο την εμπέδωση πληθωριστικών προσδοκιών σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, και συνιστά ενδεχόμενο ρίσκο απαγκίστρωσης αυτών των προσδοκιών και συνακόλουθα απόκλισης του πληθωρισμού από τον στόχο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ μεσοπρόθεσμα για το σύνολο της ευρωζώνης» αναφέρει.
Στις συστάσεις που έκανε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή επισημαίνεται πως είναι απαραίτητο να ενταθούν οι πολιτικές παρεμβάσεις προς ενίσχυση του ανταγωνισμού σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα. Επίσης, προτείνονται πολιτικές ενίσχυσης της διαφάνειας τιμών και έλεγχος για περιπτώσεις αδικαιολόγητα μεγάλης αύξησης τιμών στα τρόφιμα και σε βασικές υπηρεσίες.
Η ενδυνάμωση των καταναλωτών, αναφέρεται επίσης, μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο, με την εκτεταμένη χρήση ιστοσελίδων και apps τύπου marketwatch ανά συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, και με συχνή επικαιροποίηση (online) των τιμών που εμφανίζονται στο «ράφι» για διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες.
ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Η ρήση του κεντρικού τραπεζίτη
Σε πρόσφατη συνέντευξη του, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έκανε σαφές πως «οι δυνάμεις του ανταγωνισμού πρέπει να ενισχυθούν σε αρκετούς κλάδους. Σήμερα έχουμε μεγάλη συγκέντρωση στις τράπεζες, στα καύσιμα, στα τρόφιμα, στα ιδιωτικά νοσοκομεία. Η μεγάλη συγκέντρωση οδηγεί και σε υψηλές τιμές. Γι’ αυτό, εξάλλου, βλέπουμε σχετικά υψηλότερες τιμές στην Ελλάδα από αυτές της ευρωζώνης σε αρκετά αγαθά και υπηρεσίες».
Συνέδεσε, μάλιστα, τη διαπίστωση αυτή με το ΑΕΠ. Ανέφερε πως η Eurostat «δείχνει ότι ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα βρίσκεται στο 67% του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε., το επίπεδο τιμών της είναι στο 88,2% του αντίστοιχου μέσου όρου. Δηλαδή, είμαστε ακριβότεροι από άλλες χώρες σε σχέση με το εισόδημά μας. Γι’ αυτό και η ακρίβεια στην Ελλάδα δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα σε αρκετά νοικοκυριά. Βέβαια, αυτό δεν είναι πρόσφατο πρόβλημα, αλλά έρχεται από το παρελθόν», εκτιμώντας πως η λύση εισοδηματικά δεν είναι η μείωση του ΦΠΑ, αλλά η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στην εργασία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ