Αντιλαμβάνονται ότι είναι μονόδρομος η ενσωμάτωση στις νέες τεχνολογίες, επισημαίνει η πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Σοφία Κουνενάκη-Εφραίμογλου
Αδιαμφισβήτητη είναι η σημασία που δίνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στα ζητήματα της ψηφιακής μετάβασης, για την οποία φαίνεται να διαθέτουν και την απαραίτητη τεχνογνωσία, ωστόσο στα αντίστοιχα της πράσινης μετάβασης δεν επιδεικνύουν ανάλογο ενθουσιασμό, ζητώντας παραπάνω κίνητρα και απλοποίηση διαδικασιών για την ενίσχυση της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα «σφυγμού» του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ), που διενεργήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 200 επιχειρήσεων, σε συνεργασία με την εταιρία συμβούλων Deloitte, πάνω από τέσσερις στις πέντε επιχειρήσεις θεωρούν πολύ σημαντική την ψηφιακή μετάβαση για την εξασφάλιση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Μάλιστα, περισσότερες από τρεις στις πέντε δηλώνουν ότι διαθέτουν, σε ικανοποιητικό βαθμό, την απαραίτητη τεχνογνωσία για συναφή θέματα.
Ενα συμπέρασμα με ιδιαίτερη αξία που προκύπτει είναι ότι ο βαθμός σημαντικότητας του ψηφιακού μετασχηματισμού εμφανίζεται ανάλογος του μεγέθους της επιχείρησης: οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις φαίνεται να συγκαταλέγουν την ψηφιακή μετάβαση μεταξύ των πλέον κυριαρχικών στρατηγικών τους (77%), ενώ οι μικρότερες φαίνεται να αναγνωρίζουν σε μικρότερο βαθμό τα οφέλη της ψηφιακής ωριμότητας (64% και 59% για μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, αντίστοιχα). Μια εξήγηση πιθανότητα να είναι η μικρότερη τεχνολογική εξοικείωση των μικρότερων επιχειρήσεων μαζί με την έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων των στελεχών και εργαζομένων σε αυτές.
Αντίστοιχα, η πράσινη μετάβαση κρίνεται ως μείζονος σημασίας για περίπου τρεις στις πέντε των επιχειρήσεις, ωστόσο το 55% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι δεν κατέχει την απαραίτητη σχετική τεχνογνωσία τόσο καλά. Ιδίως οι μικρότερες επιχειρήσεις εμφανίζονται πιο σκεπτικές για ζητήματα βιωσιμότητας (40% δεν την κρίνουν σαν σημαντικό παράγοντα ανταγωνιστικότητας). Γενικά, φαίνεται πως οι επιχειρήσεις δεν έχουν ενστερνιστεί τη σημασία και τα δυνητικά οφέλη από την πράσινη μετάβαση στον ίδιο βαθμό που τα αναγνωρίζουν για την ψηφιακή μετάβαση. Παράπονα εκφράζονται και όσον αφορά την επάρκεια των υφιστάμενων κινήτρων για ψηφιακές και πράσινες επενδύσεις, με οκτώ στις δέκα πολύ μικρές επιχειρήσεις να μη τα θεωρούν επαρκή. Συνεπώς, δεδομένης της πληθώρας τέτοιων κινήτρων από πλευράς Πολιτείας, προκύπτει η ανάγκη ενίσχυσης των ενημερωτικών δράσεων προώθησης αυτών.
Οσον αφορά τις προτάσεις των ίδιων των επιχειρηματιών για την ενίσχυση της ελληνικής επιχειρηματικότητας, ξεχωρίζουν η μείωση της γραφειοκρατίας και της φορολογίας, η αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων και η σταθεροποίηση του νομικού πλαισίου. Αλλωστε, η ανάγκη συμμόρφωσης με το ρυθμιστικό πλαίσιο επηρεάζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις περισσότερο, αφού, σύμφωνα με την Κομισιόν, κατά μέσο όρο μια μεγάλη εταιρία δαπανά 1 ευρώ ανά εργαζόμενο για να συμμορφωθεί με το ρυθμιστικό πλαίσιο, μια μεσαία επιχείρηση ξοδεύει περίπου 4 ευρώ και μια μικρή επιχείρηση δαπανά έως και 10 ευρώ. Επίσης, κρίσιμοι παράγοντες θεωρούνται η ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση/τραπεζικό δανεισμό και η μείωση του κόστους χρηματοδότησης. Παρατηρείται η ανάγκη, τέλος, για περισσότερες δυνατότητες ένταξης των επιχειρήσεων σε αναπτυξιακά προγράμματα ψηφιακού επιχειρείν ή πράσινης μετάβασης, έτσι ώστε να προσαρμοστούν στις μελλοντικές απαιτήσεις εκμηδενισμού του περιβαλλοντικού αποτυπώματός τους.
Σύμφωνα με την πρόεδρο του ΕΒΕΑ Σοφία Κουνενάκη-Εφραίμογλου, οι ελληνικές επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας και των πράσινων πρακτικών ως μονόδρομο, επιβεβαιώνεται, ωστόσο, και η ανάγκη περαιτέρω στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, «ώστε να μπορέσουν να συμβαδίσουν με τις εξελίξεις, υπερβαίνοντας εμπόδια και περιορισμούς που σχετίζονται με το μέγεθός τους, όπως το έλλειμμα δεξιοτήτων και τεχνογνωσίας και η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση και δίκτυα». Από την πλευρά της Deloitte, ο Νίκος Χριστοδούλου, Partner, Consulting Leader σημείωσε: «Διαφαίνεται η ανάγκη περαιτέρω ευθυγράμμισης, ιδίως των πολύ μικρών επιχειρήσεων, με πιο βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα».
Σταθερότητα και ενίσχυση εξαγωγικής δραστηριότητας διαβλέπει η πλειοψηφία
Ως προς τη δεύτερη θεματική ενότητα της έρευνας, την εξαγωγική δραστηριότητα, το 70% των επιχειρήσεων διαβλέπει σταθερότητα και ελαφρά ενίσχυσή της κατά το προσεχές διάστημα, ενώ και η πλειοψηφία των μεσαίων επιχειρήσεων (~60%) δηλώνει ότι θα επέλθει ελαφριά ενίσχυση των εξαγωγών τους. Συνολικά το ποσοστό των επιχειρήσεων που έχουν ή σκοπεύουν να αποκτήσουν εξαγωγική δραστηριότητα είναι περίπου ίδιο με το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν και δεν σκοπεύουν να επιχειρήσουν στο διεθνές περιβάλλον.
Σε αυτό το πλαίσιο, περίπου δύο στις τρεις εξαγωγικές επιχειρήσεις εξάγουν σε 1-10 αγορές σήμερα. Σε επίπεδο κλάδου, ιδιαίτερα αναπτυγμένη εξαγωγική δραστηριότητα ή πρόθεση απόκτησής της έχουν οι επιχειρήσεις των κλάδων του χονδρικού εμπορίου και της μεταποίησης, ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις στους κλάδους του λιανικού εμπορίου, των κατασκευών, των υπηρεσιών και των ΤΠΕ δεν έχουν ή δεν σκοπεύουν να αποκτήσουν εξαγωγική δραστηριότητα.
Στα σημαντικότερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις σχετικά με την ανάπτυξη της εξαγωγικής τους δραστηριότητας συγκαταλέγονται εκείνα που απορρέουν από διεθνείς κρίσεις και αναταράξεις (43%), την έλλειψη κατάλληλα καταρτισμένου προσωπικού (37%) και τη δυσκολία αξιοποίησης πιθανών ευκαιριών (36%). Πιο έντονα αναφέρουν ότι βιώνουν αυτά τα προβλήματα οι επιχειρήσεις στους κλάδους του εμπορίου, της μεταποίησης, της υγείας και της φαρμακοβιομηχανίας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ