Οι Ελληνικές τράπεζες βρίσκονται πλέον σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν πιθανές αναταράξεις συγκριτικά με το παρελθόν, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, όπως αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος. Παρά την αδιαμφισβήτητη βελτίωση των βασικών μεγεθών του τραπεζικού τομέα, η συνεχιζόμενη υψηλή πληθωρισμός και η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, δοκιμάζουν την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και μπορεί να οδηγήσουν σε νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών έχει ενισχυθεί σημαντικά, με τον Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (CET1 ratio) να αυξάνεται και τα κέρδη μετά φόρων να ανέρχονται σε 3,8 δισ. ευρώ για το 2023. Η ρευστότητα των τραπεζών έχει επίσης βελτιωθεί, καθώς οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί. Παράλληλα, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μειωθεί περαιτέρω.
Οι μελλοντικές προοπτικές είναι επισφαλείς λόγω του διεθνούς περιβάλλοντος και της οξύνσεως γεωπολιτικών κινδύνων. Η αυξανόμενη γεωπολιτική αστάθεια και η απότομη επιδείνωση των διεθνών χρηματοοικονομικών συνθηκών μπορεί να έχουν δυσμενείς επιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία και, κατ’ επέκταση, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η βελτίωση του συνόλου των βασικών μεγεθών του τραπεζικού τομέα είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό ακόμη επίπεδο, σε συνδυασμό με τα αυξημένα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ενδέχεται να συμβάλει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η ΤτΕ διαπιστώνει ότι το 2023, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 3,8 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 3,4 δισ. ευρώ το 2022. Θετικά συνέβαλε η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους ως αποτέλεσμα της αύξησης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ενώ αρνητικά επέδρασε η μεγάλη μείωση των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα, τα οποία είναι μη επαναλαμβανόμενα.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε σημαντικά, ωστόσο η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους εξακολουθεί να είναι χαμηλή. Η βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας επιτεύχθηκε κυρίως λόγω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων μέσω της κερδοφορίας, αλλά και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,5% τον Δεκέμβριο του 2023, από 14,5% τον Δεκέμβριο του 2022, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 18,7% από 17,5%, αντίστοιχα. Αποτέλεσμα είναι ο δείκτης CET1 να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (15,7% τον Δεκέμβριο του 2023), ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου εξακολουθεί να υπολείπεται (19,7% το Δεκέμβριο του 2023).
Παράλληλα, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε, λόγω της αύξησης των καταθέσεων, με αποτέλεσμα οι εποπτικοί δείκτες ρευστότητας να διαμορφώνονται σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο. Επίσης, το 2023 το ποσοστό ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών στο σύνολο των δανείων μειώθηκε περαιτέρω (Δεκέμβριος 2023: 6,6%, Δεκέμβριος 2022: 8,7%) με τρεις εκ των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών να έχουν ποσοστό ΜΕΔ κάτω από 5%. Ωστόσο, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 37,6%.
Όσον αφορά τις προοπτικές, η ΤτΕ εκτιμά ότι το διεθνές περιβάλλον αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Η όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων με την επέκταση των πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και με τον αυξανόμενο εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιπροσθέτως, τυχόν απότομη επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις με δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, καθώς η προσπάθεια των τραπεζών για πιστωτική επέκταση θα καταστεί δυσχερέστερη.