26% αύξηση του γενικού δείκτη από το 2020 έως το 2023
Την… ανηφόρα τραβάει την τελευταία τριετία το κόστος των υλικών κατασκευής στην ελληνική κατασκευαστική βιομηχανία, ως απόρροια της γενικότερης ακρίβειας, θέτοντας το σημαντικότερο εμπόδιο στις τάσεις ανάκαμψης που εμφανίζονται έπειτα από τα μνημονιακά χρόνια.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) «Τάσεις, προκλήσεις και προοπτικές των Κατασκευών στην Ελλάδα», ο γενικός δείκτης του κόστους κατασκευής αυξήθηκε κατά 26% από το 2020 ως το 2023. Τη μεγαλύτερη αύξηση κόστους σε αυτό το διάστημα παρουσιάζουν τα τεχνητά πετρώδη υλικά (+49%), τα ηλεκτρολογικά υλικά (+35%), τα μεταλλικά υλικά βασικής επεξεργασίας (+33%), τα καύσιμα μηχανημάτων (+32%) και τα προϊόντα υάλου (28%).
Τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. επιβεβαιώνουν τις πληθωριστικές τάσεις στον κλάδο, μαζί με μια μείωση του ρυθμού αύξησης στις τιμές, καθώς ο μέσος δείκτης τιμών υλικών κατασκευής του δωδεκαμήνου Ιανουαρίου 2023 – Δεκεμβρίου 2023 παρουσίασε αύξηση 7,6% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του 2022, έναντι αύξησης 11% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση του 2022 με το 2021. Σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., τον τελευταίο χρόνο ακρίβυναν ιδιαίτερα τα τούβλα (14,3%), οι υαλοπίνακες ασφαλείας (11,6%) και οι σωλήνες (8,8%).
Η ακρίβεια στα δομικά υλικά αποδίδεται, κυρίως, στις διαταράξεις της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, με σημείο εκκίνησης την κρίση του Covid-19, που το 2022 έδωσε τη σκυτάλη στην ενεργειακή κρίση, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, που οδήγησε στην κατακόρυφη αύξηση των τιμών αρκετών πρώτων υλών (ιδιαίτερα του χάλυβα) και δομικών προϊόντων.
Την ίδια περίοδο το κόστος των αμοιβών εργασίας αυξήθηκε από το 2020 έως το 2023 κατά 12%, με τη μεγαλύτερη άνοδο (+16%) να καταγράφεται στο κόστος εργασιών για υδραυλικές, ηλεκτρολογικές και κεντρικής θέρμανσης εγκαταστάσεις, καθώς και για χωματουργικές εργασίες και επιχρίσματα.
Πρόκειται για ένα σημαντικό εμπόδιο στις τάσεις της τροφοδοτούμενης από τον τουρισμό ανάπτυξης που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια ο κατασκευαστικός κλάδος στην Ελλάδα, μετά την κατήφεια των χρόνων της οικονομικής κρίσης. Η δραστική μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος μετά το 2008, σε συνδυασμό με την εφαρμογή του ΕΝΦΙΑ, οδήγησε στη μείωση των τιμών των νέων διαμερισμάτων κατά 40% μεταξύ 2007 και 2017.
Από τις αρχές του 2018 καταγράφεται, ωστόσο, συνεχής άνοδος των μέσων τιμών των νέων διαμερισμάτων σε ονομαστικούς όρους, με την αύξησή τους να φτάνει το 57% μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023. Οι τιμές των ακινήτων δεν έχουν ακόμη δείξει σημάδια σημαντικής επιβράδυνσης, υποστηριζόμενες από την αύξηση της απασχόλησης και του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά και την ισχυρή ζήτηση που προέρχεται από το εξωτερικό και τις βραχυχρόνιες μισθώσεις.
Η σχέση μεταξύ τιμών των ακινήτων και κόστους κατασκευής είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για τις αναπτυξιακές τάσεις της βιομηχανίας. Καθώς την περίοδο 2007-2017 το κόστος κατασκευής κατοικιών παρέμενε σχετικά σταθερό (0,8% μείωση), ενώ παράλληλα οι τιμές των ακινήτων υποχωρούσαν, τα περιθώρια κέρδους των κατασκευαστών συμπιέζονταν.
Αντίθετα, από το 2018 ο δείκτης των τιμών προς το κόστος κατασκευής κινείται ανοδικά, καθώς οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται -και, μάλιστα, ταχύτερα από το κόστος κατασκευής-, βελτιώνοντας τα κίνητρα για την κατασκευή κτιρίων. Ωστόσο, η αύξηση του κόστους κατασκευής κτιρίων κατά 20% σε μια πενταετία μετριάζει τα κίνητρα περαιτέρω επέκτασης της προσφοράς νέων κατοικιών.
Αντίβαρο στο υψηλό κόστος κατασκευής μπορεί να αποτελέσει η διάθεση νέων στεγαστικών δανείων. Επειτα από μία δεκαετία απότομης πτώσης (περίοδος 2007-2016) και μία πενταετία σχετικής σταθερότητας (2016-2020), από το 2021 παρουσιάζεται σημαντική αύξηση στις εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων, αν και από ιδιαίτερα χαμηλή βάση, η οποία συνδέεται και με την άνοδο της οικοδομικής δραστηριότητας.
Την τελευταία πενταετία η δυνατότητα πιστωτικής επέκτασης έχει βελτιωθεί σημαντικά και από τον περιορισμό των «κόκκινων» δανείων στο 9,8% (Μάρτιος 2023) του συνολικού υπολοίπου των στεγαστικών δανείων, από περίπου 45% το 2019. Ωστόσο, η δυναμική ανάπτυξης της στεγαστικής πίστης περιορίζεται από την αύξηση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων από 2,8% το 2021 σε 4% το 2023, ως αποτέλεσμα της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.
Σε ιστορικά υψηλό το ανεκτέλεστο υπόλοιπο από τις επιχειρήσεις
Το ανεκτέλεστο υπόλοιπο σε κατασκευαστικές επιχειρήσεις αποτελεί ένα σημαντικό μέτρο της υγείας του οικοδομικού κλάδου. Αναφέρεται στο σύνολο των εκκρεμών εργασιών που μια εταιρία έχει αναλάβει, αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη. Η ύπαρξη αυτού του υπολοίπου μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως καθυστερήσεις στην παράδοση υλικών, προβλήματα με τους υπεργολάβους ή πελάτες, ή ακόμα και οικονομικές δυσκολίες που επηρεάζουν τη συνέχιση του έργου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των περιοδικών εκθέσεων μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων που είναι εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο, τα οποία αφορούν τα έργα σε εξέλιξη, καθώς και τις νέες συμβάσεις δημόσιων και ιδιωτικών έργων που έχουν συνάψει, το ανεκτέλεστο υπόλοιπο των μεγαλύτερων εταιριών του κλάδου ανήλθε το 2023 (στοιχεία μέχρι το εννεάμηνο του έτους) σε 15,35 δισ. ευρώ, σημαντικά αυξημένο κατά 63% έναντι του προηγούμενου έτους και περίπου τριπλάσιο συγκριτικά με τον μέσο όρο της περιόδου 2018-2020.
Οπως αναφέρεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ, παρά την έλλειψη επίσημων συγκριτικών δεδομένων από το παρελθόν, πρόκειται σίγουρα για μια ιστορικά υψηλή τιμή για τον κλάδο, καθώς δημοσιεύματα αναφέρουν ότι το 2006 το ανεκτέλεστο των 10 μεγαλύτερων κατασκευαστικών εταιριών της 7ης εργοληπτικής τάξης είχε ανέλθει σε 8,5 δισ. ευρώ, ενώ το 2009 όλες οι τεχνικές εταιρίες διέθεταν ανεκτέλεστο 11,5 δισ. ευρώ.
Τα μεγέθη αυτά αντανακλούν τις θετικές προοπτικές για την κατασκευαστική δραστηριότητα τα επόμενα χρόνια, απόρροια της βελτίωσης των επιδόσεων και συνθηκών στην ελληνική οικονομία μετά τη «λειψυδρία» επενδύσεων στα μνημονιακά χρόνια.
Η επιτυχής εκτέλεση των έργων αυτών αποτελεί, ωστόσο, μια πρόκληση για τις κατασκευαστικές εταιρίες, καθώς το ανεκτέλεστο υπόλοιπο μπορεί να επηρεάσει τη ρευστότητα και την οικονομική ασφάλεια της επιχείρησης. Γι’ αυτό και απαιτούνται, μεταξύ άλλων, επάρκεια σε ανθρώπινο δυναμικό, ισχυρή ρευστότητα, πρόσβαση σε πόρους χρηματοδότησης και ταχείες διαδικασίες από την πλευρά των φορέων του Δημοσίου.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ