Σε… θέσεις μάχης οι εταιρίες μετά την απόκτηση επιπλέον ποσοστού 25% της ΕΨΑ από το fund SMERC
Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΣΜΕΤΑΤΟΥ
Σε μια αγορά όπως αυτή των αναψυκτικών, που παλεύει για να ανακτήσει τις παλιές… δόξες της, ο ανταγωνισμός ανεβαίνει ξανά λίγο πριν από την έναρξη της θερινής περιόδου, η οποία πάντα υπόσχεται υψηλότερες πωλήσεις.
Οι ελληνικές βιομηχανίες εμφιάλωσης «διαγκωνίζονται» για μια καλύτερη θέση σε αυτή, με στόχο να «μεγαλώσουν» τους τζίρους, τα κέρδη και τα μερίδιά τους, έχοντας όμως παράλληλα να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο…
Οι ελληνικές βιομηχανίες αναψυκτικών επανήλθαν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας τις προηγούμενες ημέρες, λόγω ενός νέου deal: για κάποιους ήταν μια προδιαγεγραμμένη εξέλιξη η αποεπένδυση της Ηπειρωτικής Βιομηχανίας Εμφιαλώσεων (συμφερόντων της οικογένειας Σεπετά, της Βίκος) από την ΕΨΑ.
Το νέο ήταν ότι το ποσοστό 25% που ήλεγχε ως τώρα αποκτήθηκε από το fund SMERC του Νίκου Καραμούζη (με αύξηση της μετοχικής συμμετοχής του), ενός διακεκριμένου στελέχους του τραπεζικού κλάδου, που την τελευταία περίπου τετραετία έχει εισέλθει δυναμικά στον χώρο των επενδύσεων.
Ενα από τα deals του SMERemediumCap αφορούσε πέρυσι (2/6/2023) τη στρατηγικής σημασίας επένδυσή της με την κατοχύρωση ενός πλειοψηφικού ποσοστού σε μια ιστορική επιχείρηση του κλάδου, όπως η ΕΨΑ, η οποία αναζητούσε τα «πατήματά» της.
Η νέα συμφωνία συνδυάζεται με την υλοποίηση ενός νέου πλάνου για την επόμενη μέρα της ΕΨΑ και, βέβαια, σήμανε ένα είδος… συναγερμού στους ανταγωνιστές της, που αναμένουν πλέον τις νέες κινήσεις της διοίκησης για την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης της εταιρίας. Οπως είναι, δηλαδή, οι αμιγώς ελληνικές βιομηχανίες αναψυκτικών Λουξ, Βίκος, Green Cola, Κλιάφας (θυγατρική των Ελληνικών Γαλακτοκομείων) κ.ά., αλλά και οι πολυεθνικές Coca Cola (Fanta, Sprite, Three Cents), PepsiCo (ΗΒΗ, 7up) με τα δικά τους brands και προϊόντα.
Δεν θεωρείται τυχαία η νέα δήλωση του κ. Καραμούζη ότι συναποφασίστηκε με την οικογένεια Σεπετά, «ύστερα από φιλικές και γόνιμες συζητήσεις, ότι θα ήταν καλύτερο για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να ακολουθήσουν ανεξάρτητη επιχειρηματική πορεία», με τη σημείωση ότι «οι δύο εταιρίες (σ.σ.: ΕΨΑ – Βίκος) θα υλοποιήσουν απρόσκοπτα τα δικά τους φιλόδοξα σχέδια και στρατηγική ανάπτυξης, χωρίς αμοιβαίες δεσμεύσεις και περιορισμούς, σε ένα υγιές ανταγωνιστικό περιβάλλον». Ο Βίκος, άλλωστε, έχει ενεργοποιήσει ήδη πενταετές επενδυτικό πλάνο 100 εκατ. ευρώ.
Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ…5%
Στις αρχές της θερινής σεζόν του 2023 η εγχώρια «πίτα» της αγοράς των αναψυκτικών υπολογιζόταν ότι προσέγγιζε τα 370 εκατ. ευρώ σε αθροιστική αξία, με εκτιμώμενο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 5%, αλλά με πολλές προοπτικές περαιτέρω αύξησης, λόγω της «καθολικής επανεκκίνησης» του ελληνικού τουρισμού.
Από την άλλη, τα υψηλά λειτουργικά κόστη των βιομηχανιών και η ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης, ως απόρροια της ακρίβειας και των πιέσεων που δέχονται τα εισοδήματα, βάζουν μια δύσκολη εξίσωση στους «παίκτες» του κλάδου.
Νέα προϊόντα, ενίσχυση των δικτύων διανομής, περισσότερα σημεία πώλησης, αύξηση παραγωγικής δυναμικότητας και διεύρυνση εξαγωγών συνθέτουν το παζλ, σε μια αγορά η οποία θέλει να ξεπεράσει φέτος το «φράγμα» των 400 εκατ. ευρώ σε συνολικές πωλήσεις, ωστόσο πριν από μερικά χρόνια «χτυπούσε» τα 700 εκατ. ευρώ.
Ηταν η περίοδος πριν από το ξέσπασμα της πολυετούς οικονομικής κρίσης που ταλάνισε τη χώρα και την οικονομία, καθώς τα στοιχεία το 2006 όντως αναφέρονταν σε έναν τζίρο 700 εκατ. ευρώ, ο οποίος υποχώρησε κατά 50%, στα 350 εκατ. ευρώ, το 2017 και από τότε δεν κατάφερε να ανακτήσει το χαμένο έδαφος.
Τώρα, ο νέος «πόλεμος» των… αναψυκτικών κηρύσσεται, με φόντο την «πίτα» των 400 εκατ. ευρώ! Πωλήσεις που αναφέρονται τόσο σε επίπεδο λιανικής, στα ράφια των αλυσίδων σούπερ μάρκετ και άλλα μικρότερα σημεία (μίνι μάρκετ, περίπτερα κ.λπ.), όσο και στον κλάδο HORECA (ξενοδοχεία, εστιατόρια, τροφοδοσία/catering), με τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, πάντως, να διατηρούν υψηλά μερίδια.
Το προηγούμενο διάστημα είδαν το φως της δημοσιότητας διάφορες μετρήσεις για τα μερίδια αγοράς των εταιριών (με την Coca Cola να διατηρεί ηγετικά ποσοστά (60% στο σύνολο, 75% στα αναψυκτικά τύπου cola), ωστόσο πιο σαφής εικόνα θα υπάρξει για όλους όταν θα δοθούν τα επικαιροποιημένα στοιχεία.
Οι όμιλοι που ηγούνται των βιομηχανιών του κλάδου των αναψυκτικών προχωρούν, καθένας, στις δικές τους επενδύσεις, θέτουν σε υλοποίηση τα σχέδιά τους και, βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις ο ένας «περιμένει» τις επιδόσεις του άλλου, σε μια ιδιαίτερα ανταγωνιστική -όπως προαναφέρθηκε- αγορά…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ