Οι χρηματοπιστωτικές αγορές παραμένουν ευάλωτες σε ένα μελλοντικό σοκ. Ενώ οι προσδοκίες για την χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ενισχύουν την αισιοδοξία στις εκτιμήσεις κινδύνου των επενδυτών, το κλίμα μπορεί να αλλάξει γρήγορα, επισημαίνει η ΕΚΤ.
Η Έκθεση διαπιστώνει ακόμη ότι οι σφιχτές χρηματοπιστωτικές συνθήκες συνεχίζουν να δοκιμάζουν την ανθεκτικότητα μιας ομάδας ευάλωτων χωρών της ζώνης του ευρώ, νοικοκυριών, επιχειρήσεων και κυβερνήσεων. Συνολικά, πάντως οι δείκτες χρέους προς το ΑΕΠ των νοικοκυριών της ζώνης του ευρώ και των επιχειρήσεων έχουν μειωθεί κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, γεγονός που συμβάλλει στην άμβλυνση των ανησυχιών για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ταυτόχρονα, το δημόσιο χρέος αναμένεται να σταθεροποιηθεί σε επίπεδα υψηλότερα από ό,τι πριν από την πανδημία, καθιστώντας τα δημόσια οικονομικά πιο ευάλωτα σε δυσμενείς διαταραχές. Γενικότερα, το κόστος εξυπηρέτησης μπορεί να εξακολουθήσει να αυξάνεται στο μέλλον, καθώς οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις συνεχίζουν να ανατιμολογούνται με τα επικρατούντα, σημαντικά υψηλότερα επιτόκια.
Παράλληλα σε εξέλιξη βρίσκεται η υποχώρηση στην αγορά ακινήτων. Ειδικότερα, ο εμπορικός τομέας συνεχίζει να βιώνει σημαντική μείωση των τιμών, περαιτέρω υποχώρηση τους δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Αντίθετα, οι αγορές κατοικιών παρουσιάζουν κάποια σημάδια σταθεροποίησης μετά από μια μέχρι στιγμής ομαλή διόρθωση των τιμών.
Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ παρέμειναν ανθεκτικές, αλλά οι χαμηλές αποτιμήσεις των τραπεζών υποδηλώνουν ότι οι επενδυτές ανησυχούν για τη διάρκεια της κερδοφορίας των τραπεζών. Οι προκλήσεις για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ μπορεί να προκύψουν από τρεις πηγές. Πρώτον, αυξάνονται οι ανησυχίες για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών, δεδομένων των ενδείξεων για αυξανόμενες απώλειες σε ορισμένα χαρτοφυλάκια δανείων που είναι πιο ευαίσθητα στις κυκλικές υφέσεις, ιδίως τα εμπορικά ακίνητα.
Δεύτερον, το κόστος δανεισμού για τις τράπεζες προβλέπεται να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, ακόμα και καθώς τα επιτόκια αρχίζουν να υποχωρούν. Τρίτον, αναμένεται μια εξασθένιση στα έσοδα των τραπεζών, λόγω της αδύναμης αύξησης του όγκου των δανείων και των μειωμένων εσόδων από τα δάνεια με κυμαινόμενα επιτόκια που αναμένονται.