Ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος, που ψηφίστηκε και ισχύει από τον Μάιο του 2022, έχει στόχο την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Εστιάζει βασικά στην ευθύνη των Οργανισμών Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού.
Ιδιαίτερα, η Δευτεροβάθμια Αυτοδιοίκηση, οι περιφέρειες της χώρας, για την εφαρμογή του κλιματικού νόμου διαδραματίζει κεντρικό ρόλο.
Αυτό, άλλωστε, ορίζεται σε διάταξη του νόμου ρητά, αφού προσδιορίζεται με απόλυτη σαφήνεια ότι «κάθε περιφέρεια καταρτίζει Περιφερειακό Σχέδιο για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ)».
Ετσι οι 13 περιφέρειες της χώρας οφείλουν να πρωτοστατήσουν στην προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και όλων των δυσμενών συνεπειών που συνεπάγονται από την κλιματική κρίση.
Ιδιαίτερα απαιτείται να αντιμετωπίσουν ορθά τη διαχείριση των ακραίων καιρικών φαινομένων προκειμένου να αποφευχθούν «τραγωδίες», όπως οι πλημμύρες στην Θεσσαλία, αλλά και άλλες φυσικές καταστροφές που έχουμε υποστεί, ιδιαιτέρως το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Τα Περιφερειακά Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή συνιστούν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο διαχείρισης και αντιμετώπισης του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, που οφείλουν να δημιουργηθούν και να υλοποιηθούν και από τις 13 περιφέρειες της χώρας, δίχως εξαιρέσεις, καθυστερήσεις και παραλείψεις, καθώς διαφορετικά υποβαθμίζεται το περιβάλλον και πλήττονται η κοινωνία και η οικονομία.
Στην παρούσα περίοδο, και με βάση το ρεπορτάζ που διενεργήσαμε, προκύπτει ότι δεν έχουμε Περιφερειακά Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή από όλες τις περιφέρειες, παρότι έχουν χαθεί οι προθεσμίες και είναι περίπου δύο χρόνια από τότε που οι περιφέρειες έχουν υποχρεωθεί με νόμο για την εκπόνησή τους.
Με βάση την έρευνα που έχουμε υπ’ όψιν μας, έχουν ολοκληρώσει το Περιφερειακό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή εννέα περιφέρειες, ενώ τέσσερις περιφέρειες συνεχίζουν την προσπάθεια της σύνταξης, της δημόσιας διαβούλευσης και της διεκπεραίωσης από τη γραφειοκρατία της διαδικασίας που προβλέπεται.
Σε σχέση με τα ολοκληρωμένα Περιφερειακά Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή πρέπει να είναι αναρτημένα στους διαδικτυακούς ιστότοπους των περιφερειών και διαθέσιμα στο κοινό.
Ομως ανολοκλήρωτα παραμένουν τα Περιφερειακά Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή των Ιονίων Νήσων, της Στερεάς Ελλάδας, της Ηπείρου, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Μάλιστα, οι Περιφέρειες Ηπείρου και Ιονίων Νήσων όχι μόνο δεν διαθέτουν Περιφερειακά Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, αλλά και οι δράσεις τους σε τοπικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι αρκετά περιορισμένες, με εξαίρεση ορισμένα προγράμματα της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων.
Οι δύο άλλες περιφέρειες, της Στερεάς Ελλάδας και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, έχουν εκπονήσει αντίστοιχα Περιφερειακά Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, τα οποία στην πρώτη περίπτωση αναμένεται να εγκριθούν με απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου και στη δεύτερη περίπτωση αναμένονται οι περαιτέρω ανακοινώσεις, καθώς την τελευταία ανακοίνωση σχετικά με τη δημόσια διαβούλευση την έκαναν τον περασμένο χειμώνα.
Συνεπώς, οι διαδικασίες σύνταξης, αναθεώρησης και έγκρισης των Περιφερειακών Σχεδίων Προσαρμογής στην Κλιματικής Αλλαγή πρέπει να ολοκληρωθούν σε όσο γίνεται συντομότερο χρονικό διάστημα, με σκοπό την ταχύτερη υλοποίηση των μέτρων και δράσεων, έτσι όμως ώστε να μην επηρεάζονται το περιεχόμενο και η ποιότητα τους.
Όλες οι περιφέρειες οφείλουν να είναι πανέτοιμες απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, όπως τα κύματα καύσωνα, οι πλημμύρες, οι δασικές πυρκαγιές, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και άλλα έντονα καιρικά φαινόμενα. Ειδικότερα, μάλιστα, αν ληφθεί υπ’ όψιν η αγωνία των θερινών μηνών.
Από την άλλη πλευρά, οι Περιφέρειες Αττικής, Δυτικής Ελλάδας, Βορείου Αιγαίου, Θεσσαλίας, Κρήτης, Κεντρικής Μακεδονίας, Νοτίου Αιγαίου, Πελοποννήσου, Δυτικής Μακεδονίας, που έχουν ολοκληρώσει τα Περιφερειακά Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, έχουν θέσει ως βασικούς και επείγοντες τομείς τη γεωργία, τις δασικές εκτάσεις, τη βιοποικιλότητα, τα αποθέματα των υδάτινων πόρων, τις υποδομές και εγκαταστάσεις ενέργειας, τον θερινό και χειμερινό τουρισμό, καθώς και την προώθηση και προστασία της υγείας των πολιτών.
Παράλληλα, επιχειρούνται ο εντοπισμός και ο προσδιορισμός της αντιμετώπισης της τρωτότητας και της ευαλωτότητας ορισμένων περιοχών-νησιών.
Παραδειγματικά μπορούμε να αναφερθούμε στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, η οποία θέτει προτεραιότητα τις ενέργειες που αποσκοπούν στην ορθή καλλιέργεια, στη διαχείριση των υδάτινων πόρων, στην προστασία της βιοποικιλότητας, στη βέλτιστη πρόληψη και αντιμετώπιση καιρικών φαινομένων, καθώς και στη διατήρηση και συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιφέρειας.
Σε παράλληλη πορεία βρίσκεται και το Περιφερειακό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή Πελοποννήσου, στο οποίο, μάλιστα, παρατηρείται προσπάθεια συμβατότητας με τα υπόλοιπα μέτρα και προγράμματα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, τα οποία περιλαμβάνουν έργα όπως η τοποθέτηση ταμιευτήρων νερού στην Αργολίδα, η πραγματοποίηση αντιπλημμυρικού έργου στην Καλαμάτα, η εγκατάσταση φραγμάτων στη Μεσσηνία και την Κορινθία.
Σε παρόμοιο πλαίσιο σχεδιασμού, πραγματοποίησης δράσεων λειτουργεί και η Περιφέρεια Αττικής, η οποία για ακόμα μια φορά βρίσκεται αντιμέτωπη με τις ακραίες καιρικές συνθήκες και ιδίως τις δασικές πυρκαγιές, που ήδη έχουν καταστρέψει τεράστιες εκτάσεις κατά τα προηγούμενα χρόνια, ενώ πολύ πρώιμα αντιμετωπίζονται και την τρέχουσα περίοδο, όπως η πυρκαγιά στις 8/4/2024 σε αγροτοδασική έκταση επί της οδού Αλκμήνης, στην περιοχή Κήποι Βραυρώνας, στο Μαρκόπουλο Μεσογαίας Αττικής.
Η Πυροσβεστική, δε, ήδη προτού φτάσουμε στους θερινούς μήνες, από αρχές του προηγούμενου μήνα, έχει σημάνει συναγερμό σε περιφέρειες, μεταξύ των οποίων της Πελοποννήσου, της Αττικής, της Κρήτης, της Στερεάς Ελλάδας, του Βορείου και Νοτίου Αιγαίου, ακόμα ένας λόγος που επιβάλει την κινητοποίηση σε όσες περιφέρειες δεν έχουν ολοκλήρωση την εκπόνηση των Περιφερειακών Σχεδίων Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή.
Για την επίλυση των ζητημάτων, το γεγονός ότι η πλειονότητα των περιφερειών, συγκεκριμένα 9 από τις 13 περιφέρειες, δεν διαθέτει κάποια ειδική, αρμόδια υπηρεσία, όργανο ή πρόσωπο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής προκαλεί ανησυχία.
Γιατί είναι εξαίρεση ορισμένες περιφέρειες στις οποίες έχουν οργανωθεί Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (Αττική), Τμήμα Κλιματικής Αλλαγής (Κρήτη), αντιπεριφερειάρχης Κλιματικής Κρίσης (Θεσσαλία), θεματικός αντιπεριφερειάρχης Χωροταξίας, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (Ιονίων Νήσων).
Οι υπόλοιπες αρκούνται να είναι «κάτω από την ομπρέλα» είτε του Περιβάλλοντος είτε της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού ή της Διεύθυνσης Αναπτυξιακού Προγραμματισμού, Περιβάλλοντος και Υποδομών ή σε κάποιον άλλο συνδυασμό, χωρίς να αναγνωρίζουν την ανάγκη εξειδίκευσης στην αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, στην οργάνωση και τη δομή της περιφέρειας άλλα και υπηρεσιακά και διοικητικά στελέχη που το εδραιώνουν, γεγονός που μόνο του συνιστά πρόβλημα οργάνωσης και δράσης.
Ετσι, η Δευτεροβάθμια Αυτοδιοίκηση για να ανταποκριθεί στον ρόλο της, οι 13 περιφέρειες οφείλουν να αναγνωρίσουν με πράξεις την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της, μέσω της εκπόνησης των Περιφερειακών Σχεδίων Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, της οργάνωσης των δομών και της λειτουργίας των περιφερειών, της ορθής ταξινόμησης των αρμοδιοτήτων, άλλα και της αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτουν και το οποίο στις περισσότερες φορές είναι ευαισθητοποιημένο στις περιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Από αυτήν την ακτινογραφική απεικόνιση της κατάστασης προκύπτει ότι και το κεντρικό κράτος και οι περιφέρειες άλλα και η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να συνεργαστούν και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά για να κερδηθεί και ο χρόνος που έχει χαθεί, πριν είναι πλέον πολύ αργά και έχουμε και άλλες μεγάλες καταστροφές, όπως αυτές που βίωσε η χώρα στη Θεσσαλία. Για να μην είναι οι άνθρωποι και η κοινωνία εκτεθειμένοι και ανοχύρωτοι απέναντι στα πιο έντονα και συχνά καιρικά φαινόμενα που παρουσιάζει η εποχή μας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ