Κριτική για έλλειψη διαφάνειας και διασύνδεσης του ΣΕΒ με την περιφέρεια, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα πανεπιστήμια άσκησε σήμερα η υποψήφια πρόεδρος του Συνδέσμου, Ιουλία Τσέτη, κατά την ομιλία της στη γενική συνέλευση των μελών του ΣΕΒ πριν την διεξαγωγή της ψηφοφορίας για την ανάδειξη νέας διοίκησης. Υποψήφιοι για την προεδρία του Συνδέσμου είναι η κα Τσέτη, Πρόεδρος & CEO του Ομίλου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Τσέτη και ο νυν αντιπρόεδρος του Συνδέσμου, Σπύρος Θεοδωρόπουλος.
«Δεν δώσαμε τον λόγο, τον χώρο και τον χρόνο στις καθημερινές και βαθύτερες ανάγκες των εταιρειών μελών μας της Αττικής και της περιφέρειας, που δεν αποτελούσαν τον στενό πυρήνα του ΣΕΒ», τόνισε η κα Τσέτη και πρόσθεσε: «Κλείσαμε τα μάτια στο μείζον θέμα των ΒΙΠΕ αφήνοντας να λειτουργούν παράνομα πρακτικές μονοπωλίου, την στιγμή που Συνάδελφοί μας προσπαθούν να βρουν τρόπο για την επιβίωσή τους. Η εξωστρέφεια για όλους, δεν ήταν προτεραιότητα όταν αφήναμε εκτός επιχειρηματικών αποστολών, πολλές μικρότερες επιχειρήσεις. Δεν αξιοποιήσαμε τον ψηφιακό μετασχηματισμό που τόσο προωθούμε, αλλά μείναμε κλεισμένοι σε παλαιού τύπου ολιγομελείς συνεδριάσεις. Καταφέραμε να είμαστε ένας ΣΕΒ «από τους μεγάλους για τους μεγάλους», υποβιβάζοντας την αξία και την δυναμική των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που μας πλησίαζαν για βοήθεια, αλλά έμειναν, εν πολλοίς, αναξιοποίητες και στο περιθώριο».
Η κα Τσέτη έθεσε το ερώτημα γιατί επί 117 χρόνια από την ίδρυση του Συνδέσμου δεν έγιναν εκλογές και «ποιοι πραγματικά ήταν οι λόγοι που επικρατούσε ένα καθεστώς προειλημμένων αποφάσεων από το Διοικητικό Συμβούλιο, οι οποίες απλώς επικυρώνονταν τυπικά από την Γενική Συνέλευση».
Επανέλαβε τις προτάσεις για επανίδρυση του Υπουργείου Βιομηχανίας & Ενέργειας, ενεργοποίηση εκ νέου, του Γραφείου του Συνδέσμου στις Βρυξέλλες, δημιουργία χρηματοδοτικών εργαλείων μέσα στον ΣΕΒ σε συνεργασία με τις τράπεζες και καθιέρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας και κατέληξε: «Όλοι μπορούμε να προχωρήσουμε σε ένα καλύτερο σημείο από αυτό που είμαστε σήμερα, Ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες, των οποίων οι επενδύσεις είναι σημαντικές για την τόνωση της Έρευνας και Ανάπτυξης προϊόντων και των επενδύσεων που χρειαζόμαστε ως οικονομία».