Το δημόσιο έλλειμμα της Γαλλίας ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε το 2023 στο -5,5%, από -4,8% το 2022
Η οικονομική δραστηριότητα, η οποία αυξήθηκε κατά 0,9% το 2023, σηματοδοτεί την ανάκαμψη της γαλλικής οικονομίας, παρά τα διαδοχικά εξωγενή σοκ, σύμφωνα με το πρόγραμμα Σταθερότητας 2024-2027, το οποίο προβλέπει πως το δημόσιο έλλειμμα αναμένεται να επανέλθει κάτω από το 3% του ΑΕΠ στο τέλος της επόμενης τετραετίας. Παράλληλα, μέχρι και το 2027 ο ρυθμός ανάπτυξης θα έχει αυξηθεί κατά επιπλέον 1,8% σε σχέση με το 2026.
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας (PSTAB, Programme de Stabilité) 2024-2027, το οποίο παρουσιάστηκε στο υπουργικό συμβούλιο της γαλλικής κυβέρνησης στα μέσα Απριλίου, έχει τα «βήματα» που θα ακολουθήσει η Γαλλία για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανσή της τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Βάσει των προβλέψεών του, μετά το τέλος της υγειονομικής και της ενεργειακής κρίσης, και αφού τα δημόσια οικονομικά της χώρας επανήλθαν στην κανονικότητα, το δημόσιο έλλειμμα αναμένεται να επανέλθει κάτω από το 3% του ΑΕΠ το 2027, και αυτό εξαιτίας της διαρθρωτικής βελτίωσης της προβλεπόμενης δυναμικής του ρυθμού ανάπτυξης μεταξύ 2023 και 2027. Αρχής γενομένης από το 2026 αναμένεται να μειωθεί και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
«Η οικονομική δραστηριότητα, η οποία αυξήθηκε κατά 0,9% το 2023, σηματοδοτεί την ανάκαμψη της γαλλικής οικονομίας, παρά τα διαδοχικά εξωγενή σοκ» αναφέρεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Για το 2024 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1%, βασιζόμενη στην επιτάχυνση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, αλλά και λόγω της πτώσης του πληθωρισμού, που θα ευνοήσει μία μείωση του ποσοστού αποταμίευσης.
Στο ίδιο πλαίσιο, το εξωτερικό εμπόριο εκτιμάται ότι θα υποστηρίξει την οικονομική ανάπτυξη, παρά την ύπαρξη ενός διεθνούς περιβάλλοντος όχι ιδιαίτερα ευνοϊκού, χάρη στη διατήρηση των οικονομικών επιδόσεων των εξαγωγών, κυρίως του αεροναυπηγικού τομέα.
Ελλείμματα
Πιο αναλυτικά, το δημόσιο έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε το 2023 στο -5,5%, από -4,8% το 2022. Αυτή η επιδείνωση ερμηνεύεται κυρίως από την αυτόματη αύξηση των υποχρεωτικών κρατήσεων (+2,65). Εξάλλου, οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν (-1,1% σε όγκο), παρόλο που η κυβέρνηση συνέχισε, όπως και το 2022, να προστατεύει τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, που είχαν επηρεαστεί κυρίως από τον ενεργειακό πληθωρισμό.
Επίσης, το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης του 2023 επιδεινώθηκε σε σχέση με την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού του 2024 (-4,9% του ΑΕΠ). Αυτό εξηγείται από την επιδείνωση των δημοσίων εσόδων, που με τη σειρά της συνδέεται με ένα μακροοικονομικό περιβάλλον λιγότερο ευνοϊκό σε σχέση με το αναμενόμενο, ακόμα και αν η πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ διατηρήθηκε.
Η μείωση του πληθωρισμού ήταν γρηγορότερη απ’ όσο αναμενόταν, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, γεγονός που επηρέασε την ονομαστική κατανάλωση και τη μισθολογική μάζα και, κατά συνέπεια, τα δημόσια έσοδα.
Το ύψος των υποχρεωτικών κρατήσεων μειώθηκε αισθητά το 2023, φτάνοντας το 43,5% του ΑΕΠ, από 45,2% το 2022. Τα μέτρα μείωσης φόρων και η περιορισμένη δυναμική των εσόδων ερμηνεύονται εν μέρει από τους φόρους εισοδήματος νομικών προσώπων, που αυξήθηκαν σημαντικά το 2022.
Τι μέλλει γενέσθαι
Το έτος 2024, πρώτη περίοδος εφαρμογής τού εν λόγω προγράμματος Σταθερότητας, ανανεώνει τη βούληση της γαλλικής κυβέρνησης να ακολουθήσει τη στρατηγική της οικονομικής πολιτικής της και να αποκαταστήσει την ισορροπία των δημοσίων οικονομικών, με στόχο την επίτευξη του στόχου για δημόσιο έλλειμμα κάτω από 3% το 2027 (παρά την επιδείνωση του ελλείμματος που παρατηρήθηκε το 2023).
Ο στόχος ελλείμματος για το 2024 έχει καθοριστεί στο -5,1% του ΑΕΠ ή στη βελτίωση κατά 0,4 του ΑΕΠ σε σχέση με το έτος 2023. Αυτή η πιθανή εξέλιξη θα σηματοδοτήσει εν μέρει την έξοδο από τα προσωρινά σχετικά μέτρα που συνδέονται με την ενέργεια και την ανάκαμψη. Εξάλλου, η μείωση των τιμών της ενέργειας επιτρέπει τη λήξη της υιοθέτησης μέτρων κατά του πληθωρισμού, των οποίων το κόστος εκτιμάται σε 9 δισ. ευρώ μεικτά και 5 δισ. ευρώ καθαρά.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει αυστηρά μέτρα ελέγχου των δημοσίων δαπανών, θεσπίζοντας από τον Φεβρουάριο του 2024 τη μείωση των προβλεπόμενων κονδυλίων κατά 10 δισ. ευρώ.
Ετσι, διατηρεί τον στόχο μιας αύξησης χαμηλότερης από το ποσοστό του 0,5% στις λειτουργικές δαπάνες των ΟΤΑ. Συνολικά, οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ θα εξακολουθούν να μειώνονται, ώστε να σταθεροποιηθούν στο 43,5%, από 45,2% το 2022.
Συνολικά, η οικονομική ανάπτυξη προβλέπεται να φτάσει το +1,4% το 2025 και θα εξακολουθήσει να υποστηρίζεται κυρίως από την κατανάλωση των νοικοκυριών, αλλά και από τη μείωση του πληθωρισμού, ο οποίος παραμένει από τους χαμηλότερους στην ευρωζώνη.
Η οικονομική δραστηριότητα θα ευνοηθεί, επίσης, από την προοδευτική ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων, σε συνδυασμό με τη μείωση των επιτοκίων που άρχισε το 2024 αλλά και τη βελτίωση του εξωτερικού εμπορίου, που εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί – εν μέσω μίας αύξησης της διεθνούς ζήτησης το 2025.
Μείωση φόρων
Η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να αγγίξει το +1,7% το 2026 και το +1,8% το 2027. Αυτός ο ρυθμός αντανακλά τις σημαντικές ικανότητες ανάκαμψης της γαλλικής οικονομίας, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από αυτήν της προσφοράς (ιδιαίτερα στους τομείς της αεροναυπηγικής και της αυτοκινητοβιομηχανίας και στους τομείς έντασης ενέργειας).
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις θα επωφεληθούν, επίσης, από τη μείωση των φόρων παραγωγής, αλλά και των εταιρικών φόρων, δυνάμει του προγράμματος «France 2030», καθώς και από τις απαραίτητες επενδύσεις για την οικολογική και την ψηφιακή μετάβαση. Μία βελτίωση των δημοσίων οικονομικών προβλέπεται για το έτος 2025, με στόχο το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ να αγγίξει το -4,1%.
Σημειώνεται ότι η δημοσίευση του Προγράμματος Σταθερότητας εντάσσεται στο πλαίσιο των νέων κανόνων προϋπολογισμού της Ε.Ε.
Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, η Γαλλία πρόκειται να δημοσιεύσει το προσεχές φθινόπωρο ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών πολυετούς βάσης, που θα επικαιροποιήσει τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης όσον αφορά τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών.
Γερμανία: Νέα σύσταση για χαλάρωση στο «Φρένο Χρέους»
Ηπια χαλάρωση του συνταγματικά οροθετημένου «Φρένου Χρέους» συνιστά άλλη μία φορά στη γερμανική κυβέρνηση το ΔΝΤ, στην ετήσια έκθεσή του που δημοσιεύτηκε την Τρίτη και προβλέπει μια αναιμική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας τη φετινή χρονιά και μια σειρά προκλήσεων που απειλούν το επίπεδο ευημερίας της γερμανικής κοινωνίας.
Το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι οι περσινές προσπάθειες της γερμανικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, που περιελάμβαναν «φρένα» στις τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος, στοχευμένη οικονομική στήριξη για τις επιχειρήσεις και την επιτάχυνση της προώθησης των ΑΠΕ, κατάφεραν να ανακόψουν τη μαζική άνοδο των τιμών και τουλάχιστον να μετριάσουν την ύφεση της οικονομίας.
Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, οπότε το γερμανικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,3%, η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε ήπια τροχιά ανάκαμψης, με το ΑΕΠ να αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,2%. Η ισχνή αυτή άνοδος, το χαμηλότερο ποσοστό ανάπτυξης μεταξύ όλων των βιομηχανικών και των αναπτυσσόμενων χωρών, αποδίδεται κυρίως στην εξαιρετικά χαμηλή ζήτηση στον γερμανικό βιομηχανικό κλάδο, σε σχέση με τις αντίστοιχες άλλων διεθνών της ανταγωνιστών. Για το 2025 και το 2026 το ΔΝΤ προβλέπει πιθανή αύξηση του ΑΕΠ κατά 1% με 1,5% κατ’ έτος, προτού ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης υποχωρήσει και πάλι περίπου στο 0,7%.
Μια τέτοιου τύπου αναιμική ανάπτυξη κάθε άλλο παρά επαρκεί για τη χρηματοδότηση των δρομολογούμενων από τη γερμανική κυβέρνηση «πράσινων» επενδύσεων και κοινωνικών προγραμμάτων, που περιλαμβάνουν μια επιτάχυνση της «πράσινης» αναδιάρθρωσης της οικονομίας, φορολογικές ελαφρύνσεις και την εισαγωγή κοινωνικών επιδομάτων.
Την ίδια στιγμή, η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει μια σειρά προκλήσεων που βαθαίνουν ακόμα περισσότερο το τούνελ της εξόδου από την κρίση. Συγκεκριμένα, επισημαίνονται η επιδεινούμενη κατάσταση στο Δημογραφικό, η ολοένα πιο σοβαρή έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων, η κλιματική κρίση και μία σειρά από έτερα διαρθρωτικά προβλήματα. Ειδικά, η γήρανση της κοινωνίας αναμένεται, σύμφωνα πάντα με το ΔΝΤ, να πλήξει τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας, καθώς η αύξηση των φορολογικών εσόδων θα επιβραδυνθεί, ενώ ταυτόχρονα θα αυξηθούν οι δαπάνες για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη.
ΧΑΜΗΛΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ
Εξαιτίας των άκρως απαραίτητων επενδύσεων στον μετασχηματισμό της χώρας προς την κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας αλλά και των επενδύσεων στην ψηφιοποίηση, στην ενίσχυση της μέριμνας για τα παιδιά και την άρση άλλων εμποδίων στην αγορά εργασίας, καθώς επίσης λόγω των δαπανών στην ασφάλεια και την άμυνα, που αυξάνονται σημαντικά, το ΔΝΤ -προς δυσαρέσκεια του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ του κόμματος των φιλελεύθερων- υποστηρίζει εκ νέου την ήπια χαλάρωση του συνταγματικά κατοχυρωμένου από το 2009 «Φρένου Χρέους», γνωστό και ως «Schuldenbremse».
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το γερμανικό «Φρένο Χρέους», με το όριο καθαρού δανεισμού να ανέρχεται σήμερα στο 0,35% του γερμανικού ΑΕΠ, είναι πολύ αυστηρό. Η έκθεση σημειώνει ότι ακόμα και αν το ανώτατο όριο καθαρού δανεισμού αυξανόταν κατά μία ποσοστιαία μονάδα, το χρέος αναλογικά προς το ΑΕΠ θα συνέχιζε να μειώνεται, κάτι που συνιστά καθοριστικής σημασίας κριτήριο για τους οικονομολόγους, προκειμένου να αποφανθούν αν το εθνικό χρέος μίας χώρας παραμένει βιώσιμο ή όχι. Αλλωστε, με ποσοστό εθνικού χρέους περίπου 60%, η Γερμανία παραμένει μακράν η χώρα με τον χαμηλότερο δείκτη στην εν λόγω κατηγορία σε σύγκριση με όλες τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες.
Οπως και να έχει, για το ΔΝΤ η χαλάρωση του «Φρένου Χρέους» δεν είναι αρκετή από μόνη της. Ο διεθνής χρηματοπιστωτικός οργανισμός υποστηρίζει ότι, προκειμένου να δημιουργηθούν πρόσθετα κεφάλαια για επενδύσεις, είναι αναγκαίες οι μεγαλύτερες αποταμιεύσεις.
Σύμφωνα με την έκθεση, πιθανές επιλογές γι’ αυτό περιλαμβάνουν τη μείωση των επιδοτήσεων που βλάπτουν το κλίμα, τη σύνδεση της ηλικίας συνταξιοδότησης με την ανάπτυξη του γενικού προσδόκιμου ζωής και τους υψηλότερους φόρους σε ακίνητα και καταναλωτικά αγαθά, που παραμένουν αρκετά χαμηλά στη Γερμανία σε σύγκριση με άλλες χώρες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ