Στην απόκλιση της νομισματικής πολιτική μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Federal Reserve εστιάζει η Alpha Bank, στο εβδομαδιαία οικονομικό δελτίο της για την παγκόσμια οικονομία, εξηγώντας τους λόγους που οδήγησαν σε αυτήν αλλά και τις ανησυχίες που δημιουργεί για την αυτονομηθείσα νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Στην τελευταία συνεδρίαση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μείωσε τα βασικά της επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης, παρά τη μικρή ανοδική αναθεώρηση της πρόβλεψης για τον πληθωρισμό. Αντίθετα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) άφησε αμετάβλητο το επιτόκιο πολιτικής της, κυρίως, λόγω της εύρωστης αγοράς εργασίας και των επιδόσεων της αμερικανικής οικονομίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι, στα 25 έτη λειτουργίας της, αυτή είναι η πρώτη φορά που η ΕΚΤ προβαίνει σε μείωση επιτοκίων, πριν από τη Fed και όχι μετά. Ο ικανοποιητικός ρυθμός αύξησης των νέων θέσεων εργασίας, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό της ανεργίας (4%, τον Μάιο), συντελούν στις καλές επιδόσεις της οικονομίας, οπότε, με αυτά τα δεδομένα, οι ιθύνοντες χάραξης νομισματικής πολιτικής θα είναι πιο προσεκτικοί με τις μειώσεις, εντός του 2024.
Όπως σημειώνει η Alpha Bank, μέχρι οι δύο κεντρικές τράπεζες να βρεθούν και πάλι συγχρονισμένες σε φάση μείωσης των επιτοκίων, θα υπάρξει ένα διάστημα χρονικού αποσυγχρονισμού, αντανακλώντας τη διαφορά στον κύκλο αποπληθωρισμού μεταξύ ΗΠΑ και Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ).
Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη εγείρει τον προβληματισμό σε μία μερίδα αναλυτών ότι μπορεί να αποδυναμωθεί η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου και, επομένως, να αυξηθούν οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων, εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει τον πληθωρισμό και να περιπλέξει την κατάσταση για την ΕΚΤ, δυσχεραίνοντας την αυτονομία της πολιτικής της. Αυτός, όμως, ο προβληματισμός φαίνεται προς το παρόν αδικαιολόγητος, διότι η επίδραση της υποτίμησης του ευρώ στον πληθωρισμό θα είναι πιθανότατα μικρή (Monetary Desynchronization Between The ECB And The Federal Reserve And The Euro, BNP Paribas, Ιούνιος 2024).
Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΚΤ (Ortega, E. and Osbat, C., 2020. Exchange rate pass-through in the euro area and EU countries, ECB Occasional Paper 241, Απρίλιος 2024), μία υποτίμηση κατά 1% της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ αυξάνει τον εισαγόμενο πληθωρισμό στη ΖτΕ, κατά μέσο όρο, κατά 0,3%, εντός ενός έτους, και τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κατά περίπου 0,04%, γεγονός που δεν εμποδίζει την επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο. Επιπλέον, θα απαιτούνταν σημαντική υποτίμηση του ευρώ -κάτι που φαίνεται απίθανο στην τρέχουσα συγκυρία- προκειμένου να αλλάξει η ΕΚΤ την επιτοκιακή της πολιτική.
H αναθέρμανση των πληθωριστικών πιέσεων στις ΗΠΑ, στις αρχές του έτους, και η διατήρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα υψηλότερα του μεσοπρόθεσμου στόχου της Fed (2%) οδήγησαν τις αγορές να αναμένουν ότι η Fed θα προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων αργότερα και πιο σταδιακά από τις περισσότερες κεντρικές τράπεζες των χωρών G10. Άλλωστε, τόσο στο ανακοινωθέν της Fed που δημοσιεύθηκε μετά τη λήξη της συνεδρίασης, όσο και στις αγορές (FedWatch) εκτιμάται ότι θα υπάρξουν μία ή δύο περικοπές, το 2024, ενώ δεν θεωρείται βέβαιη μία μείωση πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ.
Το βασικό κανάλι μέσω του οποίου η απόκλιση των επιτοκίων πολιτικής θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στις οικονομικές προοπτικές είναι το “κανάλι του συναλλάγματος”, δηλαδή των χαμηλότερων ροών κεφαλαίων και ζήτησης συναλλάγματος σε χώρες όπου οι αποδόσεις είναι χαμηλότερες και που μπορεί να οδηγήσουν σε υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος. Όπως προαναφέρθηκε, η υποτίμηση θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμών των εισαγόμενων αγαθών, αυξάνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις.
Μέχρι στιγμής, οι πληθωριστικές επιπτώσεις μέσω αυτού του καναλιού φαίνονται μετριασμένες. Μόνο στην εξαιρετική περίπτωση μίας σημαντικής απόκλισης των επιτοκίων ενδέχεται να υπάρξει αναθέρμανση του πληθωρισμού στη ΖτΕ. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι σε πρόσφατη μελέτη της η Goldman Sachs (Central Bank Divergence: Room to Run?, Ιούνιος 2024) υποστηρίζει ότι η απόκλιση της νομισματικής πολιτικής από τη Fed κατά 1 ποσοστιαία μονάδα θα επιφέρει αύξηση του δομικού πληθωρισμού στη ΖτΕ κατά περίπου 0,2%, αφού θα επηρεάσει πτωτικά τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου, στο εύρος 4%-5%.
Αυτό που συνέβη μετά από την ανακοίνωση της Fed να διατηρήσει σταθερά τα βασικά της επιτόκια, την προηγούμενη εβδομάδα, είναι ότι η διαφορά επιτοκίων μεταξύ Fed και ΕΚΤ ενίσχυσε το δολάριο σε υψηλά ενός μηνός, ενώ οι αποδόσεις τόσο τους 2ετούς, όσο και του 10ετούς ομολόγου των ΗΠΑ αυξήθηκαν. Βέβαια, σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση του δολαρίου έπαιξε και η αβεβαιότητα που προκλήθηκε από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, κυρίως στη Γαλλία.
Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η απόκλιση μεταξύ των νομισματικών πολιτικών στη ΖτΕ και στις ΗΠΑ αναμένεται να είναι προσωρινή, ενώ οι επιπτώσεις για την οικονομία της ΖτΕ θα είναι περιορισμένες. Στις ΗΠΑ, οι πληθωριστικές πιέσεις αποδείχτηκαν πιο ανθεκτικές απ’ ό,τι αναμένονταν και παρόλο που η οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε, κατά το πρώτο τρίμηνο, οι ρυθμοί ανάπτυξης των ΗΠΑ είναι σημαντικά υψηλότεροι από τους αντίστοιχους της ΖτΕ. Επίσης, η απόκλιση αντανακλά κυρίως διαφορά χρονικού προσδιορισμού και όχι διαφορά προσανατολισμού και θα έχει περιορισμένες επιπτώσεις στη ΖτΕ, λόγω αντισταθμιστικών παραγόντων (Europe’s monetary and economic sovereignty, François Villeroy de Galhau, Ιούνιος 2024).