Η χθεσινή δήλωση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κωστή Χατζηδάκη φέρνει ξανά στο προσκήνιο το θέμα των τραπεζικών προμηθειών. Ο κ. Χατζηδάκης άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο κυβερνητικής παρέμβασης για επαναπροσδιορισμό των προμηθειών, εάν οι τράπεζες δεν προχωρήσουν από μόνες τους σε ρυθμίσεις.
Η δήλωση του υπουργού βρήκε θετική ανταπόκριση από το συναλλακτικό κοινό, το οποίο βλέπει το κόστος των τραπεζικών συναλλαγών να αυξάνεται διαρκώς. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες εκφράζουν ανησυχία, καθώς οι προμήθειες αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για αυτές.
Συγκεκριμένα, οι προμήθειες αντιπροσωπεύουν περίπου το 18% των συνολικών εσόδων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, με τα έσοδα από τόκους να αγγίζουν το 82%. Παρόλα αυτά, οι προμήθειες παρουσίασαν αύξηση 26,2% σε ετήσια βάση και 6,5% σε τριμηνιαία βάση.
Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι οι προμήθειες είναι απαραίτητες για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας τους, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων σε συστήματα και τεχνολογία.
Ωστόσο, το συναλλακτικό κοινό αμφισβητεί το ύψος των προμηθειών, ιδίως όσον αφορά τις απλές καθημερινές συναλλαγές. Πολλοί θεωρούν ότι οι προμήθειες είναι αδικαιολόγητα υψηλές.
Είναι πιθανό η κυβέρνηση να προχωρήσει σε ρυθμίσεις για τον περιορισμό των τραπεζικών προμηθειών, εάν οι τράπεζες δεν προχωρήσουν από μόνες τους σε εθελοντικές μειώσεις.
Το IRIS και ο χάρτης των τιμολογημένων υπηρεσιών
Το θέμα είναι ότι όταν προ διετίας άνοιξε για τα καλά ο ασκός του Αιόλου με τις προμήθειες, το πιο σημαντικό που έγινε ήταν η υιοθέτηση του IRIS που δίνει τη δυνατότητα δωρεάν πιστώσεων από λογαριασμό μιας τράπεζας σε μια άλλη (έως 500 ευρώ την ημέρα) και με την ευκολία της χρήσης απλώς μιας επαφής ή ενός κινητού τηλεφώνου αντί του IBAN. Αν εξαιρεθεί αυτή η εξέλιξη, που μέχρι σήμερα έχει διευκολύνει πάνω από 2,7 εκατομμύρια άτομα να συναλλάσσονται εντελώς δωρεάν, δεν έγιναν ριζικές αλλαγές στα τιμολόγια των χρεώσεων.
Έτσι σήμερα, μπορεί ο συναλλασσόμενος να «σερφάρει» πάνω στις ατελείωτες λίστες με την υποχρεωτική ανάρτηση της τιμολόγησης κάθε μίας υπηρεσίας, στις ιστοσελίδες των τραπεζών και να δει πόσο και για ποιο λόγο θα επιβαρυνθεί η κάθε του συναλλαγή. Χρεώσεις γίνονται και σε εισερχόμενα εμβάσματα, που αναλόγως του ποσού της πίστωσης αυξάνεται και φυσικά, σε εξερχόμενα, σε ποσά που αποτελούν αντικίνητρο ολοκλήρωσης της συναλλαγής.
Ενδεικτικό παράδειγμα χρέωσης εισερχόμενου εμβάσματος, είναι δωρεάν για έως 15 ευρώ και στη συνέχεια επιβαρύνεται από 4 ευρώ έως 10 ευρώ αναλόγως του ποσού. Χωρίς να συμπεριλαμβάνονται στη συζήτηση διάφορων ειδών άλλα έξοδα που μπορεί να… προστίθενται, όπως έξοδα «ελλιπών πληροφοριών» ή έξοδα με «μηδενική χρέωση δικαιούχου».
Εννοείται ότι η υπηρεσία του… κατ ‘επείγοντος χρεώνεται παραπάνω και μπορεί να ανέρχεται σε 10 ευρώ (εξαιρούνται οι άμεσες τύπου IRIS). Στα εξερχόμενα εμβάσματα μια μέση προμήθεια μπορεί να είναι 2 ευρώ για έως 12.500 ευρώ και να ανεβαίνει σε 15 ευρώ αν το ποσό υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ. Προμήθειες τίθενται και για πληρωμή καρτών αν αφορούν άλλη τράπεζα από τον λογαριασμό πίστωσης (της τάξεως των 4 ευρώ).
Υψηλές είναι οι προμήθειες των εξερχόμενων εμβασμάτων για όσους χρειάζεται να τις υλοποιούν συχνά, όπως τροφοδοτώντας λογαριασμό φοιτητών εντός ή εκτός Ελλάδος. Η συχνότητα σε συνδυασμό με την εφάπαξ χρέωση είναι που αφήνει μεγάλο χώρο στις fintech και άλλες ψηφιακές τράπεζες που είναι πολύ ανταγωνιστικές στις συγκεκριμένες συναλλαγές. Αν η πίστωση αφορά τράπεζα εκτός ευρωζώνης, η προμήθεια είναι σαφώς πολλαπλάσια. Η λύση που προτείνουν τα παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα είναι συνδρομητικά πακέτα, με δωρεάν συναλλαγές, κατ’ επιλογήν και ανάλογα με το προφίλ πελάτη.