Οι εξαγγελίες του Νέου Λαϊκού Μετώπου για αύξηση του κατώτατου μισθού προβληματίζουν τους Γάλλους επιχειρηματίες, που, παρά την αποπληθωριστική φετινή πορεία της γαλλικής οικονομίας, φοβούνται εκτίναξη του μισθολογικού κόστους.
Η πλειονότητα των μεσαίων επιχειρήσεων της Γαλλίας έχει «παγώσει» τα επενδυτικά σχέδιά της φέτος, όσο δεν διαφαίνεται «φως στο τούνελ» της κατάστασης πολιτικής αστάθειας στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μετά το αποτέλεσμα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών.
Μπορεί ο πληθωρισμός να βαίνει αποκλιμακούμενος τη φετινή χρονιά, όμως, σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές του γραφείου ΟΕΥ της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι, οι Γάλλοι επιχειρηματίες προβληματίζονται έντονα για την αύξηση του μισθολογικού κόστους που θα επιφέρει η εφαρμογή των προεκλογικών εξαγγελιών της Αριστεράς, που έχει αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε ο Σύνδεσμος Μεσαίων Επιχειρήσεων της Γαλλίας (METI), περίπου το 60% των μελών του εξέφρασε την πρόθεσή του να αναστείλει το σύνολο ή μέρος από τις επενδυτικές πρωτοβουλίες του μετά τις εκλογές, αναμένοντας να υπάρξει μία πιο ξεκάθαρη εικόνα στο πολιτικό και το οικονομικό πεδίο. Η πλειοψηφία (55%) διαβεβαιώνει ότι έχει ήδη μειώσει το ποσό που θα κατευθυνθεί σε επενδύσεις τη φετινή χρονιά, ενώ το 28% αυτών δήλωσε αναπροσανατολισμό μέρους τουλάχιστον των επενδυτικών του πρωτοβουλιών σε χώρες εκτός Γαλλίας.
Το κλίμα επιχειρηματικής αβεβαιότητας εκτυλίσσεται παρά τα θετικά σημάδια από τη μείωση του πληθωρισμού. Σύμφωνα με τη γαλλική στατιστική υπηρεσία INSEE, φέτος συνεχίζεται η σταδιακή αποκλιμάκωση του μέσου ετήσιου πληθωρισμού, που από 4,9% το 2023 έφτασε το 2,3% τον Μάρτιο.
Το 2024 ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα συγκρατηθεί στο 2,5% σε ετήσια βάση, με τους βασικούς δείκτες, όπως κυρίως οι τιμές κόστους παραγωγής και οι τιμές εισαγομένων προϊόντων, να συνηγορούν στη συνέχιση της τάσης πληθωριστικής αποκλιμάκωσης.
Η μείωση αυτή του πληθωρισμού αντανακλά τη σημαντική επιβράδυνση της ανόδου των τιμών στα είδη διατροφής και τα βιομηχανικά προϊόντα, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζουν να υφίστανται, σε μικρότερο όμως βαθμό, στον τομέα των υπηρεσιών και στις ενεργειακές τιμές, που διατηρούν τον ίδιο ρυθμό ετήσιας αύξησης, λόγω κυρίως της σταδιακής κατάργησης της δασμολογικής ασπίδας στις τιμές ρεύματος, που είχε θεσπιστεί για την προστασία του εισοδήματος των καταναλωτών.
Οσον αφορά τις υπηρεσίες, αυτές θα συνεχίσουν να εμφανίζουν ανοδικές τάσεις εξαιτίας της αύξησης των μισθών. Ο μέσος ετήσιος μισθός εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κάτω από 2,7% το 2024 (ύστερα από +4% το 2023) και σε 2,3% το 2025. Η επιβράδυνση της αύξησης των μισθών τελεί σε συνάρτηση με τη μείωση του πληθωρισμού και τη σύγκλιση των πραγματικών μισθών με την αύξηση της παραγωγικότητας. Σε ένα τέτοιο αισιόδοξο σενάριο, ο δυνητικός πληθωρισμός το 2024 εκτιμάται σε 2,2%, ενώ για το 2025 αναμένεται περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, στο 1,7% σε ετήσια βάση.
Ωστόσο, ένα βασικό ζήτημα που φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις της ΜΕΤΙ είναι η αύξηση του ελάχιστου κατώτατου μισθού (SMIC) στα 1.600 ευρώ, που αποτελεί κεντρική προεκλογική δέσμευση του Νέου Λαϊκού Μετώπου.
Το μέτρο αυτό, σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, θα οδηγήσει σε αύξηση της τάξεως του 7% κατά μέσο όρο της μισθολογικής δαπάνης, ενώ για το 1/3 των ερωτηθεισών επιχειρήσεων η αύξηση αυτή θα έφτανε μέχρι το 10%. Για να απορροφηθεί το εν λόγω σοκ, το 40% των μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων εκτιμά ότι θα πρέπει να αυξήσει τις τιμές του, ενώ το 28% αυτών υπολογίζει ότι θα πρέπει να μειώσει τη μισθολογική δαπάνη, μειώνοντας πιθανότατα το προσωπικό.
Ενα σημαντικό μέρος των ερωτηθεισών επιχειρήσεων (14%) θεωρεί ότι θα υποχρεωθεί να περικόψει άλλες δαπάνες, όπως αυτές για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) ή άλλες συναφείς με τις επενδύσεις. Τέλος, το 6% δηλώνει ότι μία τέτοια αύξηση του κατώτατου μισθού θα έθετε σε διακινδύνευση την επιβίωσή του.
Προχωρά το πρόγραμμα δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα
Καθώς το τέλος των ποσοστώσεων δωρεάν εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από το 2034 πλησιάζει για τις γαλλικές βιομηχανίες, το γαλλικό υπουργείο Βιομηχανίας δημοσίευσε πρόσφατα ένα ενδεικτικό πρόγραμμα για τη δέσμευση και την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα στη Γαλλία.
Πρόκειται για την εφαρμογή της κοστοβόρας και αμφιλεγόμενης περιβαλλοντικά τεχνολογίας CCS (Capture et stockage de carbon), που αφορά τη δέσμευση και την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα και χρησιμοποιείται ήδη ευρέως στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα από τις βιομηχανίες πετροχημικών.
Βασίζεται στη μη διασπορά του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και στην αποθήκευσή του, στη συνέχεια, στο υπέδαφος ή στα βάθη των ωκεανών. Σύμφωνα με τη γαλλική κυβέρνηση, το πρόγραμμα αυτό αποτελεί λύση τελικής καταφυγής και δεν υποκαθιστά τα άλλα μέσα καταπολέμησης της μόλυνσης.
Στη Γαλλία η εν λόγω τεχνολογία είναι ακόμη σε εμβρυώδη κατάσταση, αλλά το υπουργείο Βιομηχανίας εφάρμοσε ήδη τους τελευταίους μήνες διάφορα πιλοτικά προγράμματα, ενώ στα τέλη Ιουλίου δημοσίευσε ένα χρονοδιάγραμμα για την αναλυτική εφαρμογή του προγράμματος.
Την περίοδο 2025-2030, σύμφωνα με το εν λόγω πρόγραμμα, η δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα υπολογίζεται να διπλασιαστεί από τέσσερα σε οκτώ εκατομμύρια τόνους ετησίως. Οι τέσσερα εκατομμύρια τόνοι αποτελούν το 10% των βιομηχανικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και θα πρέπει να επιτευχθούν μέχρι το 2030.
Η τεχνολογία αυτή θα χρησιμοποιηθεί μαζικά, σε πρώτη φάση βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, στα βιομηχανικά clusters που υπάρχουν στην παράκτια ζώνη, ιδιαίτερα στις περιοχές Fos-sur-Mer, Dunkerque, Le Havre και Saint-Nazaire, καθώς εκεί υπάρχουν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και είναι ευκολότερη η αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα στους ωκεανούς.
Το Γραφείο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (BRGM) υπολογίζει το δυναμικό αποθήκευσης της Γαλλίας σε 700 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα, που αντιστοιχεί περίπου σε πενήντα χρόνια δέσμευσης βιομηχανικών εκπομπών.
Είναι αυτονόητο ότι η εφαρμογή τεχνικών απεξάρτησης από τον άνθρακα συνεπάγεται σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής, ενώ τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να τύχουν κρατικών επιδοτήσεων, διότι οι τεχνολογίες αυτές δεν είναι οικονομικά επικερδείς με τη σημερινή τιμή του διοξειδίου του άνθρακα.
Το υπουργείο Βιομηχανίας εκτιμά, ωστόσο, ότι οι εν λόγω επιδοτήσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 10% με 20% του συνολικού όγκου των «πράσινων» βιομηχανικών επιδοτήσεων.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 09/08/2024)