Η ανεπάρκεια πολιτικής στρατηγικής στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου της πρωτεύουσας, δημιούργησε εκτόπισμα του πληθυσμού και τραυμάτισε τα κοινωνικά δίκτυα
Της Μαρίας (Μαρλέν) Βυτινίδου
Χημικός B.Sc., MBA, Fashion Designer, Business Instructor
Ιδρύτρια του Ομίλου Επιχειρήσεων Μόδας AthensFashionClub
Ο όρος Gentrification συνήθως είναι γνωστός σε ανθρώπους που κατοικούν, εργάζονται, ή είναι ιδιοκτήτες επιχείρησης στο κέντρο της Αθήνας. Μάλιστα, όχι τόσο με την έννοια του ορισμού του φαινομένου όσο με τις επιπτώσεις που βιώνουν στην καθημερινότητά τους.
Πολύβουα μπαρ και ασφυχτικά γεμάτα café-bistrot ξεπροβάλουν ασταμάτητα, «θεματικά πάρκα» διασκέδασης, τουρισμού και ψυχαγωγίας εκτοπίζουν κατοίκους και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εργαστήρια παραδοσιακών επαγγελμάτων βαίνουν προς εξαφάνιση, εκατοντάδες Αirbnb συναγωνίζονται σε πληρότητα το ένα το άλλο και μεταποιητικές επιχειρήσεις κατεβάζουν ρολά στο βωμό του «εξευγενισμού» του αστικού τοπίου της πόλης.
Αγνοώντας την τοπική ταυτότητα και δίχως ίχνος κυβερνητικής πολιτικής με σεβασμό στην ιστορικότητα της τοποθεσίας και την προστασία της κοινότητας και του πολίτη, κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση επικαλούνται την αναβάθμιση του κέντρου της Αθήνας και των υπηρεσιών της, με θύματα μικρομεσαίους επιχειρηματίες και μόνιμους κάτοικους που αναγκάζονται να καταπιούν το… χάπι του «εξευγενισμού» δίχως ίαση ωστόσο.
Ο «εξευγενισμός» δεν είναι τίποτα άλλο από μία άνιση, δαιμονικά σχεδιασμένη αστική αναδιάρθρωση πολιτικής στόχευσης με θύματα τους κατοίκους και επιχειρηματίες των περιοχών αυτών, οι οποίοι είχαν χτίσει σε βάθος χρόνου σχέσεις με την τοπική κοινότητα και αποτελούσαν μέρος του συνδετικού ιστού χωροχρονικά. Τώρα, προς όφελος των μεγάλων συμφερόντων, διεθνών κεφαλαίων και επενδυτών του εξωτερικού πολίτες του κέντρου καλούνται να εκτοπιστούν σε άλλες περιοχές.
Υποτίμηση των ακινήτων & τουριστικό Gentrification
Η παγκόσμια οικονομική ύφεση και τα μνημόνια δεν άφησαν την Ελλάδα ανεπηρέαστη το 2011, αλλά διαμόρφωσαν ένα παγωμένο οικονομικό τοπίο με πολίτες και επιχειρήσεις να έχουν χάσει ένα σημαντικό κομμάτι της αγοραστικής τους δύναμης. Ο οικοδομικός κλάδος συρρικνώθηκε, η καθημερινότητα των πολιτών υποβαθμίστηκε και προκλήθηκε αποεπένδυση και μείωση στις τιμές των ακινήτων. Τα κενά καταστήματα και οι κατοικίες άρχισαν να πληθαίνουν ενώ ταυτόχρονα καιροφυλακτούσαν νέοι επενδυτές από το εξωτερικό για να αγοράσουν τα ακίνητα σε τιμές… «πάτωμα». Ο χρόνος όμως περνά και το νέο κεφάλαιο αδημονεί να ξαναμπεί στο παιχνίδι και ν’ αξιοποιήσει το εύφορο έδαφος για την αγορά ακινήτων, καθώς έχει αρχίσει να αυξάνεται προκλητικά η ζήτηση ακινήτων από το εξωτερικό, αξιοποιώντας για παράδειγμα την περίπτωση της χρήσης Golden Visa. O όρος «κατοικία» παίρνει πλέον επενδυτικό χαρακτήρα και αρχίζει να συσχετίζεται με τον τουρισμό. Σε αυτό το σημείο ξεκινά ο μετασχηματισμός του κέντρου της Αθήνας σε «τουριστικό προϊόν» με την γέννηση εκατοντάδων Αirbnb και σε συνδυασμό με τη αύξηση του τουρισμού στην Ελλάδα, καταλήγει σαν ένας παράδεισος επενδύσεων για τα ξένα κεφάλαια.
Το κράτος, έχοντας ως μοχλό την ανάπτυξη της οικονομίας τον τουρισμό, «δίνει τις ευλογίες του» στο εξευγενισμό του τουρισμού ή διαφορετικά στην «τουριστικοποίηση», καθοδηγώντας την ανάπτυξη σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές και δίνοντας βήμα στον καπιταλισμό και στην ακραία εμπορευματοποίηση των διαθέσιμων πόρων στέγασης. Η επιτυχημένη χρήση της βραχυχρόνιας μίσθωσης μέσω πλατφορμών Airbnb επηρεάζει πλέον προς τα πάνω τις τιμές όχι μόνων των ενοικίων αλλά και της πώλησης ακινήτων.
Μεταναστευτικό Gentrification
To «κερασάκι στην τούρτα» είναι ότι μέσα σε αυτό το χαοτικό περιβάλλον έλλειψης σχεδιασμού του αστικού τοπίου, υπήρξε ένας πολύ εμπνευσμένος στρατηγικός σχεδιασμός από τους γνωστούς ιθύνοντες, την κυβέρνηση δηλαδή, για την σκόπιμη εκτόπιση του παλαιού πληθυσμού στο κέντρο της Αθήνας και την υποβάθμισή της υπό τη μορφή «γκέτου».
Περιοχές για παράδειγμα όπως τα Εξάρχεια, η πλατεία Βικτωρίας και το Κουκάκι έγιναν το σπίτι αναρχικών, μεταναστών και προσφύγων. Οι γραφικές αυτές ιστορικές γειτονιές της Αθήνας, μετατράπηκαν σε εμπόλεμη ζώνη μεταξύ ταραχοποιών στοιχείων και ΜΑΤ, οδηγώντας τους κατοίκους της άρον άρον σε φυγή, ότι καλύτερο δηλαδή για τους επόμενους που θα έρθουν, τα ιδιωτικά κεφάλαια δηλαδή. Το σχέδιο πέτυχε και η εκτόπιση του πληθυσμού έδωσε το εισιτήριο σε μεγαλοεπενδυτές να χτίσουν πολυτελή ξενοδοχεία και Αirbnb.
Προτάσεις για μία καλύτερη Αθήνα
Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, υπάρχουν τέσσερις προτάσεις με αντικείμενο τον άρτιο σχεδιασμό και την νέα αστική ανάπλαση του κέντρου της Αθήνας.
- Η καταγραφή δεδομένων που αφορούν το προφίλ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο κέντρο, με στόχο την εύρεση της κατάλληλης χάραξης στρατηγικής
- Η θέσπιση ρυθμίσεων, όρων λειτουργίας, ανάπτυξης δραστηριοτήτων και προστασίας χρήσεων
- Η ενίσχυση των επιχειρήσεων με κίνητρα, χρηματοδοτικά εργαλεία και προγράμματα στήριξης
- Η διαμόρφωση ενός νέου ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης σε συνάρτηση με κυβερνητικούς φορείς με πλήρη διαφάνεια.
Μία κυβέρνηση ικανή να σχεδιάζει ρόλους και στρατηγικές, πρέπει να είναι ικανή πρωτίστως να προστατεύει τους πολίτες της και τις επιχειρήσεις τους. Μόνο έτσι γίνεται δυνατή πόλη, δίνοντας προβάδισμα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» της τοπικής οικονομίας και παρέχουν θέσεις εργασίας και ευκαιρίες για δημιουργία πλούτου.
Το Gentrification στην Αθήνα από το ΄50 μέχρι σήμερα
Τη δεκαετία του ΄50 άρχισαν να χτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες στην Αθήνα, στις οποίες «όλοι οι καλοί χωρούσαν», πλούσιοι και φτωχοί. Οι χαμηλότεροι εισοδηματικά στους κατώτερους ορόφους και οι πλουσιότεροι στα «ρετιρέ», μία εξαιρετική αποτύπωση του εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της πόλης. Αυτός ο τρόπος κάθετης διαστρωμάτωσης και ποικιλομορφίας ήταν αποτέλεσμα της στρατηγικής της «αντιπαροχής», από την οποία επωφελήθηκαν όχι μόνο κάτοικοι, αλλά και μικροεπιχειρηματίες για την προσφορά των υπηρεσιών ή των εμπορευμάτων τους.
Η πολιτική της αντιπαροχής στάθηκε φραγμός σε μεγάλους επενδυτές, τράπεζες και κατασκευαστικές εταιρίες με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν προς όφελός τους μικροεργολάβοι, μικροεπιχειρηματίες και οικογενειακές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις πολιτικές της Βόρειας Ευρώπης που εστιάζονταν στην εξειδίκευση δραστηριοτήτων με κριτήριο τη γεωγραφική κατανομή και τον προσδιορισμό δραστηριοτήτων σε ζώνες.
Παράλληλα, με την αποβιομηχανοποίηση, βιοτεχνίες, εργαστήρια και φασόν που ασχολούνταν με τη μεταποίηση διαφόρων υλικών, όπως υφάσματα, δέρμα, μέταλλο, ξύλο άρχισαν να κλείνουν και να προσφέρουν το αζήτητο και χαμηλής αξίας «κέλυφός» τους στους επόμενους gentrifiers, οι οποίοι ήταν είτε έμποροι ή επιχειρηματίες ή απλά κάτοικοι μεσαίας κοινωνικής τάξης, ως αποτέλεσμα επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Αποτέλεσμα του ανεξέλεγκτου αυτού μηχανισμού ανάπτυξης της στέγασης στο κέντρο της Αθήνας, ήταν η καθιέρωση των μικροεπαγγελματιών σε μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά δίκτυα, ενώ ταυτόχρονα η πόλη αποκτά πολυλειτουργικό χαρακτήρα αντισταθμίζοντας την εμπορική δραστηριότητα με την ιδιοκατοίκηση. Αυτό που ονομάζεται «μικτή χρήση γης», δηλαδή η διασπορά μικρών βιοτεχνιών, επιχειρήσεων εμπορίου και υπηρεσιών και ταυτόχρονα κατοικιών εξασφάλισε την κοινωνική βιωσιμότητα της Αθήνας, όπως αναφέρεται και σε μελέτη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Το 1983, υπό τον τίτλο «Αθήνα και πάλι Αθήνα» διατυπώθηκε το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ΡΣΑ ) αναδεικνύοντας το θεσμικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού για το κέντρο της πόλης. Μέρος της στρατηγικής για την ανάδειξη της ιστορικότητας του κέντρου ήταν η απομάκρυνση του χονδρεμπορίου, η απομάκρυνση μεταποιητικών δραστηριοτήτων και η επαναφορά της κατοικίας. Μία από τις όχι και τόσο «επιτυχημένες» εφαρμοσμένες στρατηγικές του ΡΣΑ ήταν η πεζοδρόμηση της Ερμού, αφήνοντας απροστάτευτους τους μικροεπιχειρηματίες με την μεταποιητική δραστηριότητα, οδηγώντας παράλληλα στην εκτίναξη των ενοικίων στα ύψη και στην εξαφάνιση τους από το χωρικό πλαίσιο δίνοντας βήμα στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες ένδυσης, δηλαδή σε ένα εμπορικό εξευγενισμό (commercial gentrification).
Επιπλέον, δίνοντας έμφαση στην επαναφορά της κατοικίας, αποδυναμώθηκε η πολυλειτουργικότητα της Αθήνας αδειάζοντας κτίρια, τα οποία αποτελούν μέχρι και σήμερα ερωτηματικό γιατί ακόμα υπάρχουν ή γιατί δεν αξιοποιούνται από το Δήμο Αθηναίων ή την Περιφέρεια.
Ακόμα και το ανανεωμένο ΡΣΑ 2021 θεωρείται παρωχημένο στο κανονιστικό του πλαίσιο προκαλώντας απορία γιατί δεν επανέρχεται το θέμα συζήτησης προς βελτίωσή του, αλλά όπου «βολεύει» χρησιμοποιείται ο όρος «παρωχημένο» για να δικαιολογήσει «παρεκκλίσεις» στην ερμηνεία του.
Φτάνοντας στο σήμερα, παράγοντες όπως η απομάκρυνση του χονδρεμπορίου και της μεταποίησης, η αλλαγή στην κουλτούρα των καταναλωτών, νέες τάσεις στον τουρισμό, την ψυχαγωγία και τον πολιτισμό, ο μετασχηματισμός του λιανεμπορίου, με παράλληλη έλλειψη του κατάλληλου στρατηγικού σχεδιασμού ανάπλασης οδήγησαν στην αύξηση των ενοικίων και σε υπεραξία της ιδιοκτησίας.
Με αυτόν τον τρόπο, περιοχές όπως το Ιστορικό κέντρο της Αθήνας, το Κουκάκι, τα Εξάρχεια, το Γκάζι, το Μεταξουργείο, τα Πετράλωνα, η περιοχή του Ψυρρή, αποτελούν παράδειγμα οικιστικού και τουριστικού Gentrification καθώς και πόλο έλξης για Real Estate Investors, οδηγώντας σε εκτοπισμό παλαιούς κατοίκους, χρήστες και δραστηριότητες.
Συμπερασματικά, η ανεπάρκεια πολιτικής στρατηγικής στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου της Αθήνας, δημιούργησε εκτόπισμα του πληθυσμού και τραυμάτισε τα κοινωνικά δίκτυα.
Gentrification και ΜμΕ
Μέσα σε αυτό το δύσκολο τοπίο εκτοπισμού του πληθυσμού από το κέντρο της Αθήνας καλούνται οι τοπικές επιχειρήσεις να επιβιώσουν, αντιμετωπίζοντας δύο βασικά προβλήματα. Την αλλαγή στον χαρακτήρα της ζήτησης και στις καταναλωτικές συνήθειες των gentrifiers (των νεο-εισερχόμενων κατοίκων ή επισκεπτών) και το αυξημένο κόστος λειτουργίας λόγω αύξησης των ενοικίων.
Έτσι λοιπόν, οι παλαιοί καλοί πελάτες της γειτονιάς αντικαθίστανται από νέους πελάτες με διαφορετικό δημογραφικό προφίλ και ξενόφερτες καταναλωτικές συνήθειες. Πολλές νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες εμφανίζονται σε χρόνο μηδέν με κυρίαρχες τις επιχειρήσεις τροφίμων, καφέ, μπαρ, εστίασης και φιλοξενίας τουριστών, όλα αποτέλεσμα του ονομαζόμενου «boutiquing», δηλαδή ενός πολύ στοχευμένου μάρκετινγκ. Οι γειτονιές χάνουν τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα, αλλάζουν από τον μετασχηματισμό της χρήσης, αποκτούν τη δυναμική ενός «εμπορικού κέντρου» καθιστώντας αυτές απρόσιτες και αφιλόξενες πλέον στους κατοίκους. Για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται περίτρανα ότι η έλλειψη πολιτικής σχεδιασμού και ρύθμισης χρήσεων γης στην γεωγραφική περιοχή του Δήμου Αθηναίων από την πολιτεία και την τοπική αυτοδιοίκηση, λειτουργούν υπέρ των ιδιωτικών κεφαλαίων στον χώρο του real estate και τελικά ζημιώνουν κατοίκους και επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο αποτυχημένος «Μεγάλος Περίπατος», μία πρωτοβουλία του Κώστα Μπακογιάννη, που φιλοδοξούσε τον «εξευγενισμό» του κέντρου της Αθήνας, έχοντας μετατρέψει την Πανεπιστημίου για τρία ολόκληρα χρόνια σε ένα τεράστιο εργοτάξιο, ταλαιπωρώντας περαστικούς, τουρίστες, κατοίκους και επιχειρήσεις, επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό με 13 εκατ. ευρώ!
ΟΡΙΣΜΟΣ
Ο πραγματικός όρος του «εξευγενισμού» προσδιορίζεται ως η διαδικασία κατά την οποία αστικές κεντρικές περιοχές, συχνά παραμελημένες, υποβαθμισμένες ή εργατικές γειτονιές, αναβαθμίζονται οικονομικά και κοινωνικά μέσω της εισροής πλουσιότερων κατοίκων ή επενδυτών εκτοπίζοντας όμως παράλληλα με αυτόν τον τρόπο τους παλαιότερους πιο χαμηλού εισοδήματος κατοίκους.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ