Επίπεδα-ρεκόρ καταγράφονται στις χρεοκοπίες γερμανικών εταιριών, ειδικά του μεταποιητικού κλάδου, οφειλόμενες κυρίως στην πτώση της κατανάλωσης
Η γερμανική εταιρία λιανικής πώλησης οικιακών ειδών Depot ανακοίνωσε την είσοδό της σε καθεστώς πτώχευσης.
Η περίπτωση της εν λόγω επιχείρησης αποτελεί το «κερασάκι στην τούρτα» σε ένα κύμα πτωχεύσεων, που έφτασαν επίπεδα-ρεκόρ τον προηγούμενο μήνα, καταδεικνύοντας τη δεινή συνθήκη στην οποία έχει εισέλθει η γερμανική οικονομία και ειδικά ο μεταποιητικός τομέας της, όπως είχε έγκαιρα επισημάνει η «DEALnews» («Ασθμαίνον το οικονομικό κλίμα στη Γερμανία», 02/08).
Πριν από την αίτηση πτώχευσης που κατατέθηκε τον Ιούλιο, η Depot, εταιρία που ανήκει στον Christian Gries, ήταν μία γνωστή ευρωπαϊκή αλυσίδα καταστημάτων λιανικής πώλησης που ειδικευόταν σε προϊόντα σπιτιού και διακόσμησης.
Ηταν ιδιαίτερα δημοφιλής για την ευρεία γκάμα των προϊόντων της, από έπιπλα και υφάσματα, μέχρι διακοσμητικά αντικείμενα και είδη κουζίνας. Η εταιρία διαθέτει περίπου 300 υποκαταστήματα σε όλη τη χώρα, όπως και άλλα 200 στην Ελβετία και την Αυστρία, ενώ μέχρι πέρυσι στη Γερμανία η αλυσίδα απασχολούσε περίπου 4.400 άτομα.
Η Depot πρόκειται τώρα να αναδιαρθρωθεί, μέσω μιας διαδικασίας εισόδου, σε καθεστώς προστασίας, το αργότερο μέχρι το τέλος του έτους. Ο στόχος είναι «να ευθυγραμμιστεί βιώσιμα η εταιρία με τις νέες συνθήκες της αγοράς» δήλωσε η διαχειρίστρια εταιρία Gries Deco Company.
Στα σχέδια της διοίκησης εντάσσεται και η ενίσχυση της διευθυντικής ομάδας του ομίλου, ενώ, μεταξύ των νέων προσώπων, συγκαταλέγεται ο επί χρόνια νομικός σύμβουλος της εταιρίας, ελληνικής καταγωγής, Ουίλιαμ Παναγιωτίδης.
Σε σχετικό δελτίου Τύπου, η εταιρία αναφέρει ότι πρόκειται να συνεχίσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητές της χωρίς περιορισμούς, καθώς η ρευστότητά της, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα ελβετικά υποκαταστήματα, διατηρείται σε αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο. Ομως, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ο αριθμός των καταστημάτων και, συνεπώς, των εργαζομένων της σε εθνικό επίπεδο να συρρικνωθεί σημαντικά.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία ισολογισμών της εταιρίας, ο τζίρος της Depot ανήλθε το 2023 σε περίπου 390 εκατ. ευρώ, μειωμένος κατά 6,2% σε σύγκριση με το 2022, οπότε είχε ανέλθει σε 416 εκατ. ευρώ. Προ Covid, οι πωλήσεις ήταν περίπου 410 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, αναφέρει η Handelsblatt. Η Depot, συμφωνώντας με την πλειονότητα των λιανοπωλητών του συγκεκριμένου κλάδου, υποστηρίζει ότι δεν ήρθε αντιμέτωπη πρώτη φορά με μειωμένο τζίρο κατά την περίοδο της πανδημίας, αλλά αντιθέτως ότι είχε εισέλθει ήδη σε υφεσιακή πορεία εξαιτίας της μειωμένης καταναλωτικής ζήτησης.
Νέο κύμα αναμένεται από τον Σεπτέμβριο
Καταθέτοντας αίτηση πτώχευσης, η Depot ακολουθεί το παράδειγμα άλλων κορυφαίων αλυσίδων λιανικής πώλησης, όπως η Galeria, η Weltbild, η Esprit και η Wormland. Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (IWH), ο αριθμός των πτωχεύσεων επιχειρήσεων στη Γερμανία έχει φτάσει το φετινό καλοκαίρι σε πρωτοφανή επίπεδα για την τελευταία δεκαετία. Συγκεκριμένα, τον Ιούλιο του 2023 σημειώθηκαν 1.406 πτωχεύσεις εταιριών, μια αύξηση της τάξης του 20% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα και 37% σε σχέση με τον Ιούλιο του 2022.
Ακόμα πιο αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία σε σχέση με την περίοδο πριν από την πανδημία, καθώς οι πτωχεύσεις του Ιουλίου 2023 ήταν 46% υψηλότερες από τον μέσο όρο Ιουλίου των ετών από 2016 έως 2019. Ειδικά ο μεταποιητικός τομέας της οικονομίας, που θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της γερμανικής οικονομίας, είχε 145 πτωχεύσεις τον προηγούμενο μήνα, ενώ τον τελευταίο χρόνο ο μέσος όρος ήταν γύρω στις 100 τον μήνα. Οσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή των πτωχεύσεων, τα κρατίδια του Βερολίνου, της Εσης και της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας έχουν πληγεί περισσότερο από άλλες περιοχές.
Σύμφωνα με τον Στέφεν Μίλερ, επικεφαλής του τμήματος διαρθρωτικών αλλαγών και παραγωγικότητας του IWH, αναμένεται ότι ο αριθμός των πτωχεύσεων θα μειωθεί ελαφρά τον Αύγουστο, αλλά θα αυξηθεί πάλι τον Σεπτέμβριο. Η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας γενικότερα δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας, με τη χώρα να βρίσκεται σε μια κατάσταση μεταξύ αναιμικής ανάπτυξης και παρατεταμένης ύφεσης.
Το ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 0,2% το πρώτο τρίμηνο του 2023, ενώ το δεύτερο τρίμηνο σημείωσε πτώση 0,1%, κυρίως λόγω της μείωσης των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και κτίρια. Η έλλειψη παραγγελιών και η μειωμένη ζήτηση από το εξωτερικό έχουν επίσης αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να επικρατεί η αίσθηση ότι η ανάκαμψη, αν υπάρξει, θα είναι μάλλον αδύναμη.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 16/08/2024)