Η άλλη όψη του νομίσματος «σε καιρούς ανάπτυξης» για έναν κλάδο ο οποίος ταλαιπωρήθηκε και εκτός… κρίσης
Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΣΜΕΤΑΤΟΥ
Ενας από τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας που δεν κατάφεραν ουσιαστικά να «σηκώσουν κεφάλι», ακόμα και μετά το τέλος της μακράς κρίσης, είναι αυτός της κλωστοϋφαντουργίας, με πιο πρόσφατο «θύμα» του τη Fieratex.
Το… τελευταίο κανόνι έσκασε σε περίοδο θερινής ραστώνης. Πριν από έναν μήνα και κάτι ημέρες, τα πρώτα 24ωρα του Αυγούστου, έγινε γνωστό ότι η εταιρία παραγωγής υφασμάτων από το Κιλκίς κατέθεσε αίτηση πτώχευσης και μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει κάποια ένδειξη που θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα.
Το γεγονός ότι προηγήθηκαν και άλλα λουκέτα σε άλλοτε κραταιές επιχειρήσεις του χώρου όπως και ότι άλλες που συνεχίζουν τη λειτουργία τους αντιμετωπίζουν προβλήματα και προκλήσεις «κρούει τον κώδωνα».
Οι υποθέσεις της «Βαρβαρέσος» φέτος ή, παλαιότερα, της ιστορικής Κλωστοϋφαντουργίας Ναυπάκτου, της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, που μπήκε από πέρυσι σε νέα περίοδο ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, της ΕΛΥΦ και άλλων εταιριών ή ομίλων αποτελούν κομμάτια του ίδιου «παζλ».
Η Fieratex «πλήρωσε» την πολυετή έλλειψη ρευστότητας και την κάθετη πτώση των πωλήσεών της, σε συνάρτηση με τα χρέη κάποιων εκατομμυρίων και την αδυναμία εξυπηρέτησης βασικών υποχρεώσεων, σε έναν κλάδο ο οποίος ταλαιπωρήθηκε και… εκτός κρίσης, «σε καιρούς ανάπτυξης» (όπως και άλλες βιομηχανίες της χώρας), από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους και των τιμών των πρώτων υλών ή επίσης από τον διεθνή ανταγωνισμό σε χώρες με παραγωγή από «φθηνά χέρια», από την αποδιοργάνωση της εφοδιαστικής αλυσίδας σε καιρούς πανδημίας κ.λπ.
Από τώρα και για το επόμενο χρονικό διάστημα αρχίζει, σύμφωνα με δηλώσεις και εξαγγελίες διαφόρων πλευρών, μια προσπάθεια επίλυσης των θεμάτων που απασχολούν, μεταξύ άλλων, την ελληνική βιομηχανία.
Το SOS… διαρκείας της εγχώριας κλωστοϋφαντουργίας λογίζεται από πολλούς στην αγορά, επιχειρηματίες, στελέχη και παράγοντες, ως μια πολύ καλή αφορμή (και αιτία ταυτόχρονα) να δει κανείς την ουσία των προβλημάτων του βιομηχανικού κλάδου.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ «ΚΑΤΗΦΟΡΟΣ»
Η πορεία της Fieratex δίνει ένα παράδειγμα: Πώς μια επιχείρηση με διαδρομή 36 ετών οδηγήθηκε στο μοιραίο. Αν η ιστορία της θα αποδειχτεί διδακτική θα το δείξει ο χρόνος.
Η Fieratex ιδρύθηκε το 1988 από την οικογένεια Ανεζουλάκη, με βιομηχανικές εγκαταστάσεις 58.000 τ.μ. και πάνω από 2.000 εργαζομένους, από τις κορυφαίες κλωστοϋφαντουργίες στις «δόξες» της, με κύκλους εργασιών πολύ πιο υψηλούς.
Ο οικονομικός «κατήφορός» της, ωστόσο, δεν σταμάτησε, μέχρι το «παρά πέντε». Αρχές Ιουνίου τέθηκαν σε διαθεσιμότητα οι εναπομείναντες εργαζόμενοί της (με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να αντιδρούν, προβάλλοντας επιχειρήματα υπέρ τους) και τελικώς έβαλε λουκέτο.
Ο τζίρος του 2023 μειώθηκε κατά 27%, σε 18,9 εκατ. ευρώ, από 25,9 εκατ. ευρώ το 2022 και 26,2 εκατ. ευρώ το 2021, με τα EBITDA να δείχνουν μεγάλη αύξηση ζημιάς, σε -4,658 εκατ. ευρώ από -1,179 εκατ. ευρώ, με τις ζημίες ύστερα από φόρους να διαμορφώνονται σε -5,37 εκατ. ευρώ, από -2 εκατ. ευρώ.
Το δε περιθώριο EBITDA έφτασε στο -24,6% για τη χρήση του 2023, έναντι -4,6% το 2022 (με αρνητική μεταβολή 441%).
ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Στην τελευταία οικονομική έκθεσή της, πριν από την αίτηση πτώχευσης, η Fieratex αναφέρθηκε, θαρρείς προφητικά, στις αιτίες του κακού:
«Η χρήση 2023 επηρεάστηκε από τις συνεχόμενες κρίσεις και τις αρνητικές επιπτώσεις τους στην παγκόσμια οικονομία. Στην αγορά κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, εσωτερικού και εξωτερικού υπήρξαν εμπορικές πιέσεις σε επίπεδα τιμών πρώτων υλών και ενέργειας που επηρέασαν τον κύκλο εργασιών και την κερδοφορία».
Η διοίκηση σε άλλα σημεία παρατηρεί: «Η έναρξη της νέας χρονιάς 2024, κατά το πρώτο τρίμηνο, δεν έδειξε σημάδια βελτίωσης, αντιθέτως μάλιστα οι προοπτικές με βάση τις δειγματικές παραγγελίες των πελατών άφησαν απαισιόδοξα μηνύματα για την αύξηση του κύκλου εργασιών για τους επόμενους μήνες. Αν και η εταιρία δεν έχει άμεσες οικονομικές συναλλαγές με τις εμπλεκόμενες στον πόλεμο της Ουκρανίας χώρες, οι επιπτώσεις από την ξέφρενη άνοδο των τιμών της ενέργειας θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στον πληθωρισμό και στην κατανάλωση των χωρών της ευρωζώνης, καθώς και στο κόστος πωληθέντων της εταιρίας.
Παρά τις προσπάθειες της διοίκησης και του προσωπικού της εταιρίας, η περαιτέρω μείωση των πωλήσεων και του βαθμού απασχόλησης του παραγωγικού εξοπλισμού της, σε συνδυασμό με την άρνηση των συνεργαζόμενων τραπεζών για νέες χρηματοδοτήσεις ή/και ρύθμιση των δανειακών υποχρεώσεων, είχαν σαν αποτέλεσμα τον δραματικό περιορισμό της ρευστότητας. Ο περιορισμός της ρευστότητας με τη σειρά του δημιούργησε υπερημερίες στις υποχρεώσεις της εταιρίας».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 6/09/2024)