«Μέτρα καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα, τα οποία έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά, καθώς πλήττουν την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος», βλέπει ο ΣΕΤΕ πίσω από την εξειδίκευση των κυβερνητικών μέτρων για τον τουρισμό, που αυξάνουν τις φορολογικές επιβαρύνσεις σε τουριστικά καταλύματα και κρουαζιέρα.
Ενώ ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων επισημαίνει στην επιστολή του προς τους αρμόδιους υπουργούς, ότι θα αξιολογούσε θετικά μέτρα που «είναι συμμετρικά, στοχευμένα και συνοδεύονται από ουσιαστικές παρεμβάσεις στην αναβάθμιση υποδομών, τη διαχείριση προορισμών, καθώς και τη βελτίωση διαδικασιών διαφάνειας και ελέγχου», στην περίπτωση της επικείμενης αύξησης στο τέλος ανθεκτικότητας για την κλιματική αλλαγή (που για κάποια καταλύματα μπορεί να σημάνει επιβαρύνσεις +400%) εκφράζει τις σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητά του μέτρου, καθώς μέχρι σήμερα δεν έχει προηγηθεί απολογισμός για τη χρήση των πόρων που συγκεντρώθηκαν. Ο ΣΕΤΕ σημειώνει ότι αν και η ένταξη του Μαρτίου στην περίοδο μειωμένων επιβαρύνσεων είναι στη σωστή κατεύθυνση δεν αρκεί για να εξυπηρετείται μια στρατηγική επιμήκυνσης της σαιζόν, που οφείλει να υπολογίζει τα πραγματικά επίπεδα τιμών.
Αναφορικά δε με το τέλος στην κρουαζιέρα, υποστηρίζει ότι χρειάζεται συνάφεια και αναλογικότητα μεταξύ των αυξήσεων στα ισχύοντα λιμενικά τέλη και τις απαραίτητες λειτουργικές παρεμβάσεις σε λιμένες και νησιά που παρουσιάζουν υπερσυγκέντρωση κρουαζιέρας, ενώ μόνο με φόρους δεν εξυπηρετείται η βιωσιμότητα των προορισμών.
Εντέλει, για τον ΣΕΤΕ τέτοιου είδους μέτρα μειώνουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, καθώς επιβαρύνουν τον τελικό καταναλωτή που πλήττεται ήδη από την ακρίβεια, ενώ θεωρεί άδικο μόνο ο τουρισμός να καλύπτει τις δημοσιονομικές ανάγκες της κλιματικής κρίσης. Επιπροσθέτως, υπενθυμίζει ότι βρίσκεται σε διαβούλευση από το ΥΠΕΣ νομοσχέδιο που προβλέπει δυνητική αύξηση του τέλους παρεπιδημούντων, ενώ οι τουριστικές επιχειρήσεις αναμένουν όλη την τρέχουσα χρονιά να υπολογιστούν σε πόρους του Αναπτυξιακού Νόμου 4887/2022 και στα νέα προγράμματα του ΕΣΠΑ.