Τα πυρά και της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ) δέχονται οι πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες της κυβέρνησης για αύξηση της φορολόγησης των τουριστικών επιχειρήσεων, με τους ξενοδόχους να βλέπουν εισπρακτικές λογικές που προωθούνται με άλλοθι τη βιωσιμότητα και τη βελτίωση των υποδομών των τουριστικών προορισμών.
Οι ξενοδόχοι διερωτώνται για το μερίδιο των εσόδων από το «Τέλος Ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή» όσο και στα «Τέλη παρεπιδημούντων» που πραγματικά επιστρέφει στους ίδιους τους προορισμούς για τα αναγκαία έργα και την περιβαλλοντική τους θωράκιση, ενώ επισημαίνουν ότι διαφάνεια και συγκεκριμένες απαντήσεις ως προς τη πραγματική αξιοποίηση των πόρων θα ζητήσει κι ο επισκέπτης που θα επιβαρυνθεί με τουλάχιστον 50 ευρώ παραπάνω έξοδα στο τουριστικό πακέτο.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Ένωσης Ξενοδόχων:
Όχι στα Τέλη … χωρίς ανταποδοτικότητα για την ‘θωράκιση’ των τουριστικών προορισμών.
Η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και Αργοσαρωνικού σε συνέχεια των σχετικών κυβερνητικών ανακοινώσεων για τις αυξήσεις σε ‘Τέλος Ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή’ και ‘Τέλη παρεπιδημούντων’, προχώρησε στην ακόλουθη τοποθέτηση:
«Εάν ο σκοπός και ο στόχος του ‘Τέλους ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή’ και των ‘τελών παρεπιδημούντων’ στους Δήμους είναι η ευθεία ‘ανταποδοτικότητα’ προς τους ίδιους τους τουριστικούς προορισμούς και η καλύτερη ‘θωράκισή’ τους απέναντι σε φυσικές καταστροφές και ακραία καιρικά φαινόμενα, με ορατή βελτίωση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος προς όφελος πολιτών και επισκεπτών, φυσικά μας βρίσκει σύμφωνους. Εάν όμως η συνεχής αύξηση του λεγόμενου ‘Τέλους ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή’ και των ‘τελών παρεπιδημούντων’ στους Δήμους, αποτελεί απλά έναν τρόπο αύξησης των δημοσίων εσόδων από τον Τουρισμό -και κατά κανόνα από τα ξενοδοχεία- καταθέτουμε την ‘ένσταση’ μας, ενώ παράλληλα (το καταθέτουμε έστω ως ‘ρητορικό’ ερώτημα) θα επιθυμούσαμε να μάθουμε και τα εξής:
Ποιο είναι το πραγματικό μέγεθος των επενδύσεων που δρομολογούνται -και στις δύο περιπτώσεις τελών- από την συντεταγμένη Πολιτεία, δηλαδή από τα κρατικά και δημοτικά ταμεία σε επίπεδο λ.χ. Αθήνας και Αττικής; Ποιο μερίδιο εσόδων από τέλη του είδους στον Τουρισμό ‘επιστρέφει’ στους τουριστικούς προορισμούς για τα αναγκαία έργα και βελτιώσεις υποδομών, έστω ‘λόγω κλιματικής αλλαγής’; Η (διαχρονική) συνεισφορά των ξενοδοχείων (και) σε τέλη είναι και μεγάλη και μετρήσιμη. Γνωρίζουμε ποια είναι η αντίστοιχη συνεισφορά λοιπών κατηγοριών καταλυμάτων -που υπερβαίνουν πλέον σε κλίνες τα ξενοδοχεία- όπως και των άλλων τουρ. δραστηριοτήτων; Αναρωτιόμαστε για τα παραπάνω και ως επιχειρηματίες του Τουρισμού αλλά και ως πολίτες, καθώς οι νέες αυξήσεις τελών, σαφώς επιδρούν στην ‘αυριανή’ μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ζήτηση του προϊόντος της Αθήνας -και όχι μόνο αυτής φυσικά.
Οι ‘εισφορές’ αυτές, οι οποίες ζητούνται κάθε τόσο από έναν αφικνούμενο επισκέπτη, δεν αφορούν σε έργα και υποδομές που υλοποιούνται στην χώρα προέλευσης του, αλλά στην δική μας, επομένως απαιτείται λογική εξήγηση στα ζητούμενα απ’ αυτόν.
Για παράδειγμα, ο συγκεκριμένος επισκέπτης, τον οποίο κατά τα άλλα προσπαθούμε να προσελκύσουμε για να παρατείνει τις ημέρες διαμονής του στην Αθήνα, εάν πρόκειται να διαμείνει λ.χ. πέντε (5) ημέρες σε ξενοδοχείο 4* των Αθηνών, καλείται να πληρώσει τουλάχιστον 50 ευρώ επιπλέον, περί ‘κλιματικής αλλαγής’- αορίστως.
Σε κάποιες περιπτώσεις, ο επισκέπτης μπορεί και να ενοχληθεί (δικαίως) από τα κατ’ επανάληψη ‘έξτρα’ κόστη και ‘αναπροσαρμογές’ τελών για το ταξίδι του προς ελληνικούς προορισμούς. Αυτό, θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει -καθώς οι λεγόμενοι ‘επαναλαμβανόμενοι’ επισκέπτες αποτελούν ‘πελατειακό στόχο’ ενός προορισμού. Τέλος, ο επισκέπτης της Αθήνας δεν είναι μόνο ο τουρίστας με δυνατότητα διαμονής σε ξενοδοχείο 5*, είναι και εκείνος που θα επιλέξει μικρότερης κατηγορίας ξενοδοχείο (4*, 3*, 2* και 1*) για την διαμονή του, είναι και ένας επαγγελματίας που ταξιδεύει συχνά, είναι ενδεχομένως και ένας μαθητής ελληνικού ακριτικού σχολείου, μέλος μιας αθλητικής ομάδας κ.ο.κ.
Ο Τουρισμός και ειδικά η Ξενοδοχία, έχουν αποδείξει διαχρονικά την συνεισφορά τους στην Ελληνική Οικονομία, σε ΑΕΠ και ισοζύγιο της χώρας και στις τοπικές κοινωνίες. Το να αυξάνεται κάθε τόσο το συνολικό ‘τουριστικό πακέτο’ της Αθήνας και των νησιών της, αλλά και της χώρας σε σύνολο, μέσα από διάφορα ‘ανταποδοτικού χαρακτήρα’ τέλη και φόρους, χωρίς ωστόσο να παρατηρούμε μια σταθερή αλλαγή, μια ορατή θετική διαφορά στην καθημερινότητα πολιτών και επισκεπτών στους προορισμούς, θα πρέπει όλους να μας προβληματίσει και από πλευράς ΕΞΑΑΑ το έχουμε επισημάνει επανειλημμένως.
Η πορεία του Τουρισμού, κυρίως λόγω σημαντικών διεθνών γεωπολιτικών, κλιματικών και σημαντικών οικονομικών κατ’ επέκταση εξελίξεων, παραμένει αβέβαιη και ανησυχητική. Μια ή δύο καλές η μέτριες τουριστικές χρονιές -για ορισμένους τόπους και για ορισμένους τύπους επιχειρήσεων- δεν θα έπρεπε να αποτελούν από πλευράς της Πολιτείας βασικό κριτήριο αλλά και ‘άλλοθι’ για μια οριζόντια, συνεχώς ανανεούμενη και σταθερά επεκτατική ‘εισπρακτική πολιτική’ τελών, κάθε είδους. Απαιτείται μια μακροπρόθεσμη τουριστική στρατηγική προσέγγιση και σχεδιασμός με ορίζοντα ετών και με γνώμονα την αειφορία, την βιωσιμότητα και την ποιότητα κυρίως – και όχι μόνο την ποσότητα και τους αριθμούς.
Εν κατακλείδι θα επιθυμούσαμε από την Κυβέρνηση να επανεξετάσει το θέμα, ή έστω οι όποιες ‘τακτικές και έκτακτες εισφορές’ τόσο οι δικές μας όσο και των επισκεπτών μας, ας αξιοποιούνται -εν τέλει- με χρηστικό τρόπο και με απόλυτη διαφάνεια».