Με τρία μερεμέτια στο τεκμαρτό εισόδημα, που θα ισχύσουν από το 2025, αλλά και με μερική κατάργηση για το τέλος επιτηδεύματος και με το υπόλοιπο πακέτο παρεμβάσεων εξαγγέλθηκε στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης οδεύει προς τη Βουλή, μετά την κατάθεση του προσχεδίου Προϋπολογισμού, το νέο φορολογικό νομοσχέδιο. Περιλαμβάνει την έκπτωση ΕΝΦΙΑ 20% (από 10%) σε ασφαλισμένες κατοικίες συνολικής αξίας έως 500.000 ευρώ και την απαλλαγή για τρία χρόνια από τον φόρο εισοδήματος για ιδιοκτήτες που θα ενοικιάσουν κλειστά ακίνητα ή θα μετατρέψουν τις βραχυχρόνιες μισθώσεις σε μακροχρόνιες. Προβλέπει το «πάγωμα» του ΦΠΑ στις μεταβιβάσεις ακινήτων μέχρι το τέλος του 2025 και την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων των οικειοθελών χρηματικών παροχών από εργοδότη σε νέο γονέα και των vouchers για βρεφονηπιακούς σταθμούς. Επίσης, θα θεσμοθετηθούν η απαλλαγή από φόρο ασφαλίστρου 15% των συμβολαίων υγείας για παιδιά και η αυτοτελής φορολόγηση των εφημεριών γιατρών του ΕΣΥ με συντελεστή 22%.
Η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος θα είναι ολική για τους επαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους και για τις ατομικές επιχειρήσεις (θα έχουν όφελος 325 ευρώ τον χρόνο). Διατηρείται για τα νομικά πρόσωπα και τα υποκαταστήματά τους και φθάνει έως τα 1.000 ευρώ. Η πιο βασική από τις τρεις αλλαγές στο τεκμαρτό σύστημα των επαγγελματιών είναι η μείωση κατά 50% του ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος για όσους δραστηριοποιούνται σε περιοχές με έως 1.500 κατοίκους (από 500 κατοίκους σήμερα). Επίσης, το κριτήριο του μέγιστου μισθού εργαζομένου ως βάση σύγκρισης μεταφέρεται στο τέλος μετά την προσμέτρηση των λοιπών κριτηρίων. Δηλαδή, ενώ με βάση το ισχύον σύστημα υπολογισμού της ελάχιστης τεκμαρτής αμοιβής ο μισθός του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου λαμβάνεται συγκριτικά στην αρχή (ως το μεγαλύτερο ποσό σε σχέση με τον κατώτατο μισθό πλέον των τριετιών του υπόχρεου, πριν από την προσμέτρηση των λοιπών κριτηρίων, όπως είναι προσαύξηση λόγω μισθοδοσίας και λόγω τζίρου), από το 2025 ο μισθός του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου δεν λαμβάνεται υπόψη συγκριτικά στην αρχή, αλλά στο τέλος, μετά την προσμέτρηση των λοιπών κριτηρίων.
Επίσης, αναπροσαρμόζεται προς τα άνω ο μέσος τζίρος του ΚΑΔ (και άρα μειώνεται το ποσό επιβολής επί του τζίρου). Φέτος ισχύει πως σε περίπτωση που ο τζίρος του ελεύθερου επαγγελματία υπερβαίνει τον μέσο ετήσιο τζίρο του ΚΑΔ του κλάδου στον οποίο αυτός ανήκει και πραγματοποιεί τα υψηλότερα έσοδά του, υπολογίζεται προσαύξηση της ελάχιστης τεκμαρτής αμοιβής του κατά 5% επί της διαφοράς. Θα αναπροσαρμοστεί προς τα πάνω ο μέσος όρος του ετήσιου τζίρου των ΚΑΔ για τον υπολογισμό της ελάχιστης τεκμαρτής αμοιβής των ελεύθερων επαγγελματιών για το φορολογικό έτος 2024.
Για παράδειγμα, αν επιχειρηματίας λιανικού εμπορίου με έναρξη το 1993, κόστος μισθοδοσίας 32.000 ευρώ, τζίρο 351.114 ευρώ και δηλωθέντα κέρδη 19.804 ευρώ, απασχολεί δύο υπαλλήλους εκ των οποίων ο υψηλότερα αμειβόμενος λαμβάνει 22.000 ευρώ ετησίως, με το ισχύον σύστημα το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα είναι 27.400 ευρώ (22.000 ευρώ max κατώτατου μισθού και μισθού υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου + 3.200 ευρώ λόγω προσαύξησης μισθοδοσίας + 2.200 ευρώ λόγω προσαύξησης ΚΑΔ). Μετά τις αλλαγές, το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα είναι 22.000 ευρώ (μείωση 19,71%), το οποίο προκύπτει ως εξής: είναι αρχικά 19.596 ευρώ (14.196 ευρώ κατώτατος μισθός + 3.200 ευρώ λόγω προσαύξησης μισθοδοσίας + 2.200 ευρώ λόγω προσαύξησης ΚΑΔ), αλλά στη συνέχεια γίνεται σύγκριση με τον μισθό του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου και θα λαμβάνεται υπόψη το μεγαλύτερο, δηλαδή 22.000 ευρώ.
Ενα δεύτερο παράδειγμα είναι ένα καφενείο σε χωριό 900 κατοίκων, με έναρξη το 2016, υπολογίζεται το έτος 2024 να έχει τζίρο 16.000 ευρώ, συνολικό κόστος μισθοδοσίας (ενός υπαλλήλου) 11.900 ευρώ και κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα 6.500 ευρώ. Με το ισχύον σύστημα η ελάχιστη τεκμαρτή αμοιβή είναι 13.244 ευρώ (12.012 ευρώ λόγω μίας τριετίας + 1.190 ευρώ προσαύξηση λόγω μισθοδοσίας + 42 ευρώ προσαύξηση λόγω τζίρου ΚΑΔ). Μετά τις αλλαγές είναι 6.622 ευρώ (13.244 x 50%).