Οι μεγάλες ανατροπές που κυοφορούνται για τον επιχειρηματικό κόσμο αλλά και γενικά για τον τρόπο που θα γίνονται με κοινοτικό χρήμα ιδιωτικές επενδύσεις, δημόσια έργα και κοινωνικές δράσεις και υποδομές στην Ευρώπη γίνονται όλο και πιο αντιληπτές όσο ξεδιπλώνονται η πρόταση του Μάριο Ντράγκι και ο ολικός ανασχηματισμός που είναι σε πλήρη εξέλιξη στο νέο επιτελείο των Βρυξελλών, τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και σε όρους ριζικής αναδιανομής των αρμοδιοτήτων.
Οι δομικές αυτές αλλαγές αφορούν άμεσα τα συμφέροντα της Ελλάδος και τα τουλάχιστον 82 δισ. ευρώ που της αναλογούν αυτή την περίοδο από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, χρήματα που, όπως δείχνουν οι πρώτες κινήσεις στη «σκακιέρα» των Βρυξελλών, μπορεί να είναι στο μέλλον και πολύ λιγότερα, αλλά και να δίνονται και με άλλη μορφή, όχι ως επιδοτήσεις, αλλά κυρίως ως δάνεια (που χτυπάνε στο χρέος) αλλά και με προαπαιτούμενα και για συγκεκριμένους κλάδους και δράσεις (όπως στη βαριά βιομηχανία), που δεν θα είναι απαραίτητα συμβατοί με την ελληνική επιχειρηματικότητα.
Υπάρχουν βέβαια -όπως πάντα- και ευκαιρίες, για τις οποίες πρέπει να προετοιμαστεί για να τις αδράξει ο επιχειρηματικός κόσμος. Η έμφαση στην καινοτομία και την έρευνα είναι πιθανό πλεονέκτημα και η πρόταση για νέα εταιρική μορφή «Καινοτόμος Ευρωπαϊκή Εταιρεία», που θα έχει προνομιακή μεταχείριση στην Ε.Ε., μπορεί να είναι μία διέξοδος για την επιχειρηματικότητα της Ελλάδας. Δημοσιονομικά, το ίδιο μπορεί να ισχύσει αν «περάσει» η συζήτηση για ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών.
Ενοποίηση και συρρίκνωση
Ωστόσο, η μεγάλη «εικόνα», πως οι φόβοι ότι τα κονδύλια της Ε.Ε. ενοποιούνται -τουλάχιστον εποπτικά υπό μία ομπρέλα-, αρχίζει να γίνεται ορατή. Η ενοποίηση των χαρτοφυλακίων συνοχής και μεταρρυθμίσεων, που διαχειρίζονται τα ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης, της Κομισιόν ανακοινώθηκε με μόνο καθησυχαστικό παράγοντα πως το χαρτοφυλάκιο ανήκει στον Νότο (Ιταλία). Αλλά και ο Μάριο Ντράγκι, απαντώντας από το Ευρωκοινοβούλιο στις βολές του βόρειου άξονα για την πρότασή του, στο πλαίσιο του πορίσματος που ζήτησε η Επιτροπή για το μέλλον της Ε.Ε., για έκδοση κοινού χρέους ουσιαστικά, έβαλε και «φρένο» που αφορά άμεσα την Ελλάδα. Ο Ντράγκι μίλησε για κοινή χρηματοδότηση, για να καλυφθούν όμως με αυτή μόνο στοχευμένες νέες επενδυτικές ανάγκες της Ευρώπης (άμυνα, δίκτυα, έρευνα), που υπολογίζονται σε 800 δισ. ευρώ ετησίως. Επίσης, εξήγησε πως μόνο το 20% των χρημάτων είναι αναγκαίο να προέλθει από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, τα υπόλοιπα μπορούν να έρθουν από την αγορά, μέσα από την ενοποίηση των κεφαλαιαγορών και την κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων και αποταμιεύσεων. Με την Ελλάδα να είναι εξαιρετικά πίσω σε όλα τα παραπάνω πεδία.
Ο Μάριο Ντράγκι είπε, επίσης, πως όταν μιλάει για νέο χρήμα, δεν μιλάει για επιδοτήσεις, αλλά για δάνεια. Μάλιστα, στο πόρισμά του προτείνεται, πέρα από τον κοινό δανεισμό, νέα δανειακή χρηματοδότηση να μπορεί να προέλθει και από αναμόχλευση κονδυλίων του σημερινού Ταμείου Ανάκαμψης. Δηλαδή, μέσω παράτασης του χρόνου αποπληρωμής των δανείων αυτών. Τούτο σημαίνει ουσιαστικά ανακύκλωση χρήματος, το οποίο στην περίπτωση της (υπερχρεωμένης) Ελλάδος αφενός θα συνεχίσει να επιβαρύνει το χρέος και αφετέρου θα πρέπει να προέλθει από τα δάνεια που διανέμει έως το 2026 για επιχειρηματικά σχέδια, και για να είναι διαθέσιμα θα πρέπει να αποπληρωθούν στην ώρα τους…
Ολες αυτές οι πρώτες σκέψεις και κινήσεις θα ξεδιπλωθούν σταδιακά και μένει να φανεί πού θα καταλήξει η μπάλα, αφού θα πρέπει να υπάρξει συμβιβασμός αποδεκτός από τη Γερμανία και τους δορυφόρους της. Και αυτό με δεδομένο ότι η πολιτική αναταραχή στη Γερμανία οδηγεί στο συμπέρασμα, όπως αναφέρουν κύκλοι των Βρυξελλών, ότι η πολιτική απόφαση, τουλάχιστον για τα μεγάλα ζητήματα, δεν θα έρθει άμεσα, αλλά πολύ αργότερα, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2025.
Πώς επηρεάζεται ειδικότερα η χώρα μας
Η νέα αυτή μεγάλη μάχη για το κοινοτικό χρήμα έχει ειδική σημασία για την Ελλάδα, που συνιστά, λόγω χαμηλού εισοδήματος, έναν από τους βασικούς αποδέκτες κοινοτικών κονδυλίων, με βάση τα οποία έχει μάθει να ζει όλα αυτά τα χρόνια. Επιπλέον, την τελευταία περίοδο προστέθηκε το Ταμείο Ανάκαμψης, ανεβάζοντας τον συνολικό λογαριασμό από τα 46 δισ. ευρώ, που προσφέρουν μέσω επιδοτήσεων το ΕΣΠΑ και η Κοινή Αγροτική Πολιτική, σε 82 δισ. ευρώ, αν και από τα 36 δισ. τα μισά είναι δάνεια και όχι επιδοτήσεις.
Η ανάπτυξη, λοιπόν, στην Ελλάδα σήμερα, με πάνω από 82 δισ. ευρώ κοινοτικών κονδυλίων διαθεσίμων στην 7ετία, υπάρχουν και άλλες πιο μικρές δεξαμενές κονδυλίων της Ε.Ε., δίνει μάχη για να διατηρήσει και να ξεπεράσει ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ κατά 2%, μία επίδοση, είναι αλήθεια, σημαντικά υψηλότερη του μέσου όρου της Ε.Ε., αλλά οφειλόμενη σχεδόν αποκλειστικά στην επιπλέον ώθηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Δηλαδή, χωρίς αυτήν την επιπλέον «ένεση», που δεν ξέρουμε αν θα διατηρηθεί, ο ρυθμός θα ήταν κοντά στο μηδέν και χωρίς το πακέτο ΚΑΠ και ΕΣΠΑ αρνητικός. Και αυτό με πάρα πολλά «αγκάθια» από το παρελθόν να παραμένουν και να αποτυπώνονται στο μεγάλο έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου, στις πολύ χαμηλές επιδόσεις σε όρους παραγωγικότητας και ετήσιας αξίας επενδύσεων, αλλά και στους κοινωνικούς δείκτες, από την ανεργία και το εισόδημα έως την περιφερειακή σύγκλιση. Αλλά και προφανώς με πολλές ανοιχτές πληγές για το μέλλον σε όρους κάλυψης των αναγκών της ενεργειακής κρίσης και μετάβασης, αλλά και των επενδύσεων που πρέπει να γίνουν για άλλες απειλές, όπως είναι η γήρανση.
Αγνωστος «Χ» τα λεφτά μετά το 2026
Οπως αναφέρουν αναλυτές, το πρώτο ερώτημα για το τι λεφτά θα έχουμε στο μέλλον είναι αν αυτή η ευκαιρία που ισχύει ως το τέλος του 2026, με τα πρωτόγνωρα πολλά κονδύλια που μοιράζονται στη χώρα -ιδίως στον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και για άλλες δράσεις κοινωνικές, υγείας, για υποδομές κ.λπ.-, θα συνεχίσει να υφίσταται και μετά, το έχει ζητήσει η κυβέρνηση, προτείνοντας ήδη ένα Ταμείο Ανάκαμψης Νο 2. Προς το παρόν πρόταση για νέο Ταμείο Ανάκαμψης δεν υπάρχει, μόνο οι παρατάσεις στα δάνεια, και μένει να φανεί αν θα υπάρξουν αδιάθετα ποσά στις επιδοτήσεις και τι θα γίνουν αυτά. Το τι θα γίνει, σε ποιο βαθμό και με ποια μορφή θα αποφασιστεί έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και ανάλογα με τις ισορροπίες που θα διαμορφωθούν. Κυρίως στη Γερμανία και τη Γαλλία και βεβαίως μετεκλογικά στις ΗΠΑ. Το πιο πιθανό, ωστόσο, είναι να πάμε για λιγότερα χρήματα σε σχέση με τώρα και σίγουρα με άλλους όρους και άλλες προϋποθέσεις.
Η Ελλάδα αργεί στις αδειοδοτήσεις
Στο πεδίο του τρόπου υλοποίησης των κοινοτικών προγραμμάτων στο μέλλον, η πρώτη ανάγνωση των θέσεων της Ε.Ε. οδηγεί σε ένα νέο μοντέλο που θυμίζει σε έναν βαθμό την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η οποία ήδη προκαλεί έντονες αντιδράσεις από τον αγροτικό κόσμο σε όλη την Ε.Ε. Δηλαδή, κονδύλια που δεν δίνονται ελεύθερα, αλλά θα συνδέονται με στόχους πράσινους ψηφιακούς και με άλλες προτεραιότητες. Δηλαδή, κονδύλια που συνδέονται με προαπαιτούμενα (σ.σ.: λέγεται πως γι’ αυτό ενοποιείται και το χαρτοφυλάκιο συνοχής και μεταρρυθμίσεων).
Πολύ σημαντικό για τα συμφέροντα της Ελλάδας είναι το πόσο έντονη θα είναι η ενίσχυση των οροσήμων για τις επενδύσεις. Ενα παράδειγμα, που φέρνει ο ίδιος ο Ντράγκι, είναι τα φωτοβολταϊκά και οι ανεμογεννήτριες. Τα στοιχεία του πορίσματος δείχνουν την τεράστια καθυστέρηση που υπάρχει στη διαδικασία αδειοδότησης: θεωρείται στην Ελλάδα η μεγαλύτερη πανευρωπαϊκά, έως εννέα έτη για τις ανεμογεννήτριες, θέτοντας εκ των προτέρων ένα ισχυρό αντικίνητρο για την ολοκλήρωση των επενδύσεων και τη διαχείριση χρηματοδοτήσεων στην αγορά, αν τα ορόσημα είναι χρονικά.
Οι ανατροπές στη διανομή και η ανύπαρκτη εγχώρια βαριά βιομηχανία
Ενα άλλο ζήτημα είναι το πού θα μοιραστούν τα χρήματα. Πέρα από τις τεράστιες ανάγκες της κλιματικής κρίσης, η νέα λογική είναι αφού δεν φτάνουν για όλα να επικεντρωθούν σε συγκεκριμένες πολιτικές (άμυνα, δίκτυα, έρευνα). Εκεί υπάρχουν αυτοί που θα μείνουν «εκτός», αν δεν προσαρμοστούν, αλλά και οι ευκαιρίες. Η ανάγκη στήριξης της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας μπορεί να παρέχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα, που θεωρείται το κράτος του ΝΑΤΟ το οποίο έχει επιβαρυνθεί περισσότερο από όλα λόγω υψηλού χρέους από την πολύ μεγάλη αμυντική δαπάνη, με πρόταση το κομμάτι που ξεπερνά τον μέσο όρο δαπανών να μην υπολογίζεται στην αξιολόγηση για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αλλά τα μετράται από τις αγορές. Χρηματοδοτικά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα τίποτα, με δεδομένο ότι η στόχευση είναι στην αμυντική βιομηχανία και η Ελλάδα δεν παράγει, αλλά εισάγει εξοπλισμούς. Αλλες αλλαγές έχουν να κάνουν με τις κεντρικές ευρωπαϊκές προμήθειες το εξοπλιστικό πεδίο.
Το ίδιο ισχύει γενικότερα για τα κονδύλια της λεγόμενης συνοχής (οδεύουν και στα ΕΣΠΑ, αλλά και σε άλλες πολιτικές της Ε.Ε.), με τις πιέσεις από τη γερμανική και όχι μόνο βιομηχανία να εντείνονται για αναδιανομή υπέρ της άμυνας και της στήριξης της βαριάς βιομηχανίας στην Ευρώπη, για παράδειγμα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Τα στοιχεία, ωστόσο, της ίδιας της έκθεσης Ντράγκι αποδεικνύουν αυτό που είναι γνωστό: ότι η Ελλάδα επίσης δεν παράγει αυτοκίνητα και ότι γενικότερα η βαριά βιομηχανία είναι ανύπαρκτη, άρα η δυνατότητα συμμετοχής σε τέτοιες πολιτικές προτεραιότητες είναι περιορισμένη.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 27/09/2024)