SOS για αυτογκόλ από λιανεμπόριο, τουρισμό, βιομηχανία, αλλά και εγκλωβισμού του επιχειρηματικού κόσμου εντός και εκτός συνόρων
Η ακρίβεια και οι ανατιμήσεις βοήθησαν, προφανώς μαζί με την ανάκαμψη σε Ελλάδα και το comeback από την πανδημία, στη συνεχή άνοδο του τζίρου των επιχειρήσεων όπως καθρεφτίζονται στους ισολογισμούς και στις επίσημες στατιστικές. Ωστόσο, τα αναλυτικά στοιχεία της Eurostat αλλά και μία σειρά από άλλους δείκτες της ΕΛ.ΣΤΑΤ., του IOBE και της ΤτΕ δίνουν και μπα άλλη εικόνα, που γίνεται όλο και πιο φανερή, φοβίζοντας όσους επιχειρηματίας αντιλαμβάνονται τα μηνύματα των καιρών και έχουν ιστορική μνήμη.
Η ακρίβεια έχει πλέον αρχίσει να φέρει ένα διπλό χτύπημα: και στην κατανάλωση των ελληνικών νοικοκυριών, η οποία συρρικνώνεται σε όρους όγκου, αλλά και στην ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων σε σχέση με το εξωτερικό, είτε πρόκειται για βιομηχανίες είτε για τουριστικές επιχειρήσεις.
Το βασικό πρόβλημα είναι πως ακρίβεια υπάρχει σε όλη την Ε.Ε., αλλά στην Ελλάδα οι τιμές τρέχουν ταχύτερα, όπως αποδεικνύει επεξεργασία στοιχείων της Εurostat για την περίοδο 2019-2024. Η «ψαλίδα», μάλιστα, μεγαλώνει το τελευταίο διάστημα και αυτό σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού και συμπίεσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, που θα οδηγήσει και σε μείωση επιτοκίων, με προφανείς κινδύνους για την ανταγωνιστική θέση της ελληνικής επιχειρηματικότητας στο μέλλον.
Τα τελευταία στοιχεία Σεπτεμβρίου επιβεβαίωσαν το πρόβλημα, δείχνοντας πως ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τρέχει με ρυθμό 3,2% και με τον δομικό πληθωρισμό στο 3,7%, όταν η επίδοση στην ευρωζώνη είναι ρυθμός ανόδου 1,8% και 2,7%, αντίστοιχα. Η Ελλάδα είναι στην πρώτη τριάδα σε ταχύτητα ανόδου τιμών, ενώ ειδικά στα βιομηχανικά αγαθά η αύξηση είναι η δεύτερη υψηλότερη στην Ε.Ε.
Πιο ξεκάθαρη εικόνα δείχνει η επεξεργασία των στοιχείων της Eurostat. Η διαχρονική ανάλυση του συνόλου των ανατιμήσεων που έχουν γίνει το διάστημα Αύγουστος 2019 – Αύγουστος 2024 δείχνει την πορεία των τιμών σε όλη τη διάρκεια της πληθωριστικής κρίσης που ακόμη δεν έχει τελειώσει.
Τα στοιχεία, λοιπόν, δείχνουν ότι η «καραμέλα» του εξωγενούς προβλήματος σε πάρα πολλά κρίσιμα είδη και υπηρεσίες δεν ευσταθεί, διότι οι ανατιμήσεις τρέχουν στην Ελλάδα με παράλογα υψηλότερο ρυθμό. Μάλιστα, η εν λόγω ανατίμηση συνδέονται με κρίσιμες για την ελληνική οικονομία υπηρεσίες, όπως, για παράδειγμα, ο τουρισμός αλλά και με είδη βασικής διατροφής που επηρεάζουν το εισόδημα ή τις εξαγωγές της χώρας.
Για παράδειγμα, στις αεροπορικές πτήσεις οι τιμές από τον Αύγουστο του 2019 έως τον Αύγουστο του 2024 αυξήθηκαν κατά 114% στην Ελλάδα και κατά 23,7% στην Ευρωπαϊκή Ενωση, δηλαδή η άνοδος στην Ελλάδα είναι υψηλότερη κατά 90%! Στα έλαια η άνοδος τιμών στην Ελλάδα είναι 94% για την ίδια περίοδο και 60% στην Ε.Ε., δηλαδή η «ψαλίδα» είναι 34,7%. Στις ταχυδρομικές υπηρεσίες η άνοδος τιμών στην Ελλάδα είναι 50% και 22,4% πανευρωπαϊκά, άρα υπάρχει μια «ψαλίδα» 28%. Στις θαλάσσιες μεταφορές η άνοδος τιμών στην Ελλάδα είναι 38% και 15% πανευρωπαϊκά, με «ψαλίδα» 23,3%. Σε παιδικά είδη ένδυσης η άνοδος τιμών είναι 27% στην Ελλάδα και 9,5% στην Ε.Ε. («ψαλίδα» 18%). Στη διασκέδαση (σινεμά, θέατρα, συναυλίες) στην Ελλάδα καταγράφεται άνοδος κόστους 28,3% και 15,2% πανευρωπαϊκά. Τα λαχανικά ανατιμήθηκαν στην Ελλάδα κατά 52% και κατά 30% πανευρωπαϊκά, ενώ το τυρί κατά 46%, έναντι 36% ανόδου πανευρωπαϊκά.
Πατάει φρένο η κατανάλωση
Η έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών που ανακοίνωσε η ΕΛ.ΣΤΑΤ. έδειξε πως οι καταναλωτές μειώνουν την κατανάλωσή τους σε όρους όγκου, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνουν το ποσό που καταναλώνουν. Τι σημαίνει αυτό: ότι με περισσότερα λεφτά (γιατί είναι ακριβότερα αυτά που θέλουν να πάρουν) αγοράζουν λιγότερα.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η μέση μηνιαία κατανάλωση (σε ποσότητα) μειώθηκε το 2023 σε σχέση με το 2022 σε όλα τα βασικά είδη διατροφής και όχι μόνο. Ενδεικτικά η μείωση κατανάλωσης στο ελαιόλαδο ήταν 13,6%, στα ποτά 12,7%, στα ψάρια 11,8%, στο ρύζι 10,7%, στο τυρί 6,1% και στο κρέας 6,1%. Αλλά και η κατανάλωση σε ηλεκτρική ενέργεια ήταν μειωμένη κατά 9,2% και σε καύσιμα κατά 4,2%. Δεν μιλάμε όμως για εξοικονόμηση, αφού η μέση ετήσια δαπάνη το ίδιο διάστημα αυξήθηκε κατά 5,3%. Δηλαδή, μιλάμε για την «εξαέρωση» ευημερίας λόγω πληθωρισμού που αναγκάζει τον καταναλωτή με πιο πολλά λεφτά να αγοράζει λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες.
Τζίρος λιανικής και εξαγωγές
Η ίδια εικόνα με τις εξαγωγές προκύπτει και από τον τζίρο των επιχειρήσεων διάφορων κλάδων που σταθερά το τελευταίο διάστημα δείχνουν μικρή ή μεγαλύτερη άνοδο. Το μέγα ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο αυτό οφείλεται σε ανάπτυξη ή σε ανατιμήσεις.
Την απάντηση δίνουν τα στοιχεία του τζίρου λιανικών πωλήσεων, τα μόνα που ενσωματώνουν και μία άλλη μέτρηση: τον όγκο πωλήσεων. Ο τζίρος, λοιπόν, είχε οριακή πτώση 0,2% τον Ιούλιο (και τούτο ανησυχητικό από άνοδο 7,5% τον Ιούνιο), αλλά ο όγκος πωλήσεων μειώθηκε κατά 2,8%. Και η «ψαλίδα» μεταξύ των δύο μεγεθών είναι ο πληθωρισμός.
Οι επιπτώσεις σε τουρισμό και εμπόριο
Ανάλογη είναι πλέον και η εικόνα και στον τουρισμό που θορύβησε την αγορά με μείωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά 4,2% τον Ιούλιο, με παράλληλη άνοδο στις αφίξεις κατά 4,1%, καθώς πλέον η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μειώθηκε κατά 9,1%. Η πίεση αυτή αφορά τις «εισαγωγές» τουρισμού και μένει να φανεί ο απολογισμός του εγχώριου τουρισμού. Αλλά και στις εξαγωγές τα τελευταία στοιχεία δείχνουν συνεχώς πιέσεις, οι οποίες προφανώς ενισχύονται και λόγω της επέμβασης της οριακής ανάπτυξης των μεγάλων αποδεκτών ελληνικών προϊόντων στην Ε.Ε. αλλά και λόγω του ανταγωνισμού.
Τάση
Οπως εξηγούν αναλυτές, αν η πληθωριστική τάση στην Ελλάδα συνεχιστεί, «γιατί να αγοράσει κάποιος ελληνικό ελαιόλαδο, όταν η ανατίμηση που έχει υποστεί είναι πολύ υψηλότερη από αυτή των μεγάλων ανταγωνιστών στην ίδια αγορά;». Η επίπτωση είναι ευρύτερη και για τους εργαζομένους σε αυτές τις εταιρίες και για το σύνολο της οικονομίας. Και τούτο διότι χειροτερεύει την εικόνα της χώρας, με δεδομένο ότι λόγω των έργων της Ε.Ε., που με καθυστέρηση αρχίζουν να ωριμάζουν, αυξάνονται οι πιέσεις και από την πλευρά των εισαγωγών (για όλα αυτά τα έργα πρέπει να εισάγουμε ενδιάμεσα αγαθά, πρώτες ύλες και γενικότερα εξοπλισμό).
Σε όλο αυτό το πλέγμα έρχεται ένα προστεθεί και η αγορά ακινήτων, με τις ανατιμήσεις να παίρνουν φωτιά. H ΤτΕ υπολογίζει πως το 2ο τρίμηνο η άνοδος ήταν 9,2% αλλά, η σωρευτική αύξηση τιμών ακινήτων ήταν 69,3% από το 2017, όταν είχαν πιάσει «πάτο» λόγω της κρίσης.
Οι κίνδυνοι που έρχονται και οι νέες πιέσεις
Πέρα από τους κινδύνους που είναι ορατοί, υπάρχουν και οι νέες απειλές που έρχονται. Μία από αυτές είναι ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, ο οποίος αναζωπυρώνει τους φόβους για νέα άνοδο τιμών πετρελαίου, με ό,τι σημαίνει αυτό για τη βιομηχανία, που παλεύει ήδη με τις ακριβές τιμές ρεύματος. Επιπλέον, για το σύνολο της οικονομίας ακόμα μία παγίδα είναι η πορεία των επιτοκίων της ΕΚΤ: οι αποφάσεις για νέα μείωση συνδέονται με τον μέσο όρο του πληθωρισμού (1,8% ο γενικός δείκτης στην ευρωζώνη τον Σεπτέμβριο και 3,2% στην Ελλάδα, με δομικό στο 2,7% και 3,7%, αντίστοιχα). Δηλαδή, η ελληνική οικονομία ενδεχομένως να κληθεί να διαχειριστεί τον υψηλότερο πληθωρισμό με χαμηλά επιτόκια, υψηλότερη ανάπτυξη και χωρίς βεβαίως το όπλο της υποτίμησης, για να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, την ανάπτυξη και την ευημερία τα επόμενα χρόνια.
Στο επίκεντρο βρίσκεται ξανά το πρόβλημα το εταιριών ζόμπι στην Ελλάδα, οι οποίες ενισχύθηκαν σημαντικά σε σχέση με τα επίπεδα της κρίσης. Είναι κοντά στο 9% από το 18,6% το χρονικό διάστημα 2005-2013. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, υψηλότερη διαχρονικά πυκνότητα «ζόμπι» από τον μέσο όρο της οικονομίας υπάρχει στους τομείς των Κατασκευών, Καταλυμάτων και Εστίασης και Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας.
Πικρές αλήθειες από τον προϋπολογισμό
Ο Προϋπολογισμός, με τη νέα μορφή που ζητούν οι Βρυξέλλες (4ετίας μαζί με μεταρρυθμίσεις και με κεντρικό σημείο το όριο αύξησης δαπανών ετησίως), συζητείται την Παρασκευή στη Βουλή για να κατατεθεί με άλλη μορφή (Σχέδιο Προϋπολογισμού 2025) τη Δευτέρα και στα μέσα του μήνα θα οδεύσει στις Βρυξέλλες, αποκαλύπτοντας μία πικρή αλήθεια: για τα επόμενα χρόνια τα «ελεύθερα» περιθώρια για νέα μέτρα στήριξης είναι λίγα, της τάξης των 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Αλλά και τα κονδύλια για επενδύσεις θα προέρχονται κυρίως από την Ε.Ε., με μεγάλο στοίχημα την απορρόφηση 3,6 δισ. ευρώ φέτος από το Ταμείο Ανάκαμψης, 5,1 δισ. το 2025 και 6,6 δισ. το 2026, γιατί μετά έρχεται το «τέλος», εκτός και αν αποφασιστούν νέα πακέτα, με μόνο δείγμα γραφής την «ασαφή» πρόταση Ντράγκι για κοινό δανεισμό για στήριξη συγκεκριμένων κλάδων και με τη Γαλλία, που συνήθως προωθεί την κοινή δράση της Ε.Ε., να παλεύει όλους τους επόμενους μήνες για τη δημοσιονομική της αξιοπιστία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 4/10/2024)