“Τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων” σε σχέση με την ανυπαρξία έργων υποδομών την ίδια στιγμή που τα ξενοδοχεία μετατρέπονται σε φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς, έβαλε στη συνέντευξη που παραχώρησε στη DEALnews ο Ευγένιος Βασιλικός, γενικός γραμματέας Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ). Με αφορμή τις αυξήσεις στα τέλη ανθεκτικότητας και παρεπιδημούντων, ο κ. Βασιλικός, με την ιδιότητα και του μέλους του ΔΣ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ) υπεραμύνθηκε την ανάγκη ύπαρξης μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τη μετάβαση σε ένα μοντέλο ποιοτικού τουρισμού, για το οποίο η δημιουργία των απαραίτητων υποδομών είναι “εκ των ουκ ανευ”.
Συνέντευξη στον Γιώργο Λαμπρόπουλο
– Ποια η γνώμη σας για τις αυξήσεις στα τέλη παρεπιδημούντων και ανθεκτικότητας, θεωρείτε ότι πλήττουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού;
Το υπό συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο για το τέλος παρεπιδημούντων στην ουσία δίνει τη δυνατότητα στους δήμους να αυξήσουν το τέλος παρεπιδημούντων κατά 50%. Όπως έχουμε πει βάσει αυτών που έχουμε διαβάσει στη διαβούλευση, θεωρούμε ότι είναι μια πολύ μεγάλη αύξηση η οποία επιβαρύνει τον πελάτη, όπως και το τέλος ανθεκτικότητας. Στην ουσία το ξενοδοχείο έχει γίνει εισπρακτικός μηχανισμός για αυτά τα δυο τέλη, είναι πολύ μεγάλες αυξήσεις και στα δυο είτε ποσοστιαία είτε σε απόλυτο νούμερο. Ένας πελάτης που μπορεί να διαμένει σε τετράστερο ξενοδοχείο, στο οποίο θα πληρώνει π.χ. 100 ευρώ τη βραδιά, αν μείνει για 5 μέρες θα έχει να θα επιβαρυνθεί στην ουσία άλλη μισή βραδιά (50 ευρώ) για τις 5 μέρες διαμονής του. Αυτό καταλαβαίνετε ότι είναι μεγάλη επιβάρυνση στο badget ενός ταξιδιώτη ο οποίος έρχεται είτε για επαγγελματικούς σκοπούς (η Αθήνα έχει πολύ επαγγελματικό τουρισμό) είτε για αναψυχή. Το ίδιο και μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργείται στην επαρχία, όπου οι τιμές των ξενοδοχείων εκεί μπορεί να είναι ακόμα πιο χαμηλές, είτε σε αστικούς είτε σε μη αστικούς προορισμούς. Για παράδειγμα, σε μια πόλη όπως είναι η Πάτρα, ο μέσος όρος τιμής ενός δωματίου σε ένα τετράστερο ξενοδοχείο είναι πολύ χαμηλότερος απ’ ότι στην Αθήνα κι εκεί αν π.χ. πουλάει 60 ευρώ το δωμάτιο καταλαβαίνετε ότι πρόκειται για ένα τεράστιο ποσό της τιμής το οποίο θα επιβαρύνει τον ταξιδιώτη.
Βλέποντας και την αύξηση που θα υπάρξει θεωρητικά και στο τέλος παρεπιδημούντων είναι σίγουρα κάτι που μας φοβίζει για την εξέλιξη του προϊόντος μας, που θα υποστεί μια αύξηση προς τον τελικό καταναλωτή. Φανταστείτε ότι κάποιοι συνάδελφοι συζητάνε με tour operators για αυξήσεις 1-2% κάθε χρόνο, ενώ οι αυξήσεις και στο τέλος ανθεκτικότητας και στο παρεπιδημούντων είναι πολλαπλάσιες, οπότε όταν κάποιος λέει στον Γερμανό τουρίστα θα έχεις μια πολύ μεγάλη αύξηση χωρίς αυτή να είναι προς τον ξενοδόχο, καταλαβαίνετε ότι είναι πολύ κακή η εικόνα που βγαίνει προς τα έξω. Και φυσικά πλήττονται και πολλοί Έλληνες, υπάρχουν και πολλοί Έλληνες που έρχονται στην Αθήνα για ιατρικούς λόγους, για να πάνε σε ένα νοσοκομείο, για μια επίσκεψη για το παιδί τους για οποιοδήποτε λόγο, θα τους επιβαρύνει.
– Τι γνωρίζετε για τη διαχείριση του τέλους ανθεκτικότητας και τέλους παρεπιδημούντων (πρώην τέλους διαμονής) από τα προηγούμενα χρόνια; Βλέπετε να κατευθύνονται οι πόροι προς διαχείριση βελτίωσης των τουριστικών υποδομών και της βιωσιμότητας του κλάδου;
Προς το παρόν δε βλέπουμε κάτι τέτοιο και έτσι όπως είναι γραμμένο στο νόμο (για το τέλος παρεπιδημούντων) βλέπουμε ότι θα είναι ακόμα χειρότερη η κατάσταση, όπου δε θα βλέπουμε καθόλου ανταποδοτικότητα, όσον αφορά το κομμάτι της τουριστικής ανάπτυξης και των υποδομών. Για εμάς είναι πάρα πολύ σημαντικό να βλέπουμε τι θα κάνουμε όχι το 2025 και το 2026, αλλά που θέλουμε να φτάσουμε σε μια δεκαετία. Ως προς τις υποδομές όπως έχουμε αναφέρει (και προ πανδημίας) σε πολλά δελτία, πρέπει να προετοιμαζόμαστε ώστε η πόλη μας (και η περιφέρεια δευτερευόντως) να είναι ελκυστική πρώτα για τους κατοίκους και οπότε και για τους τουρίστες. Όταν λοιπόν βλέπουμε ότι οι υποδομές δεν αρκούνε για τις ροές που έχουμε, δημιουργείται μια εντύπωση ότι υπάρχει το φαινόμενο του υπερτουρισμού που συζητιέται, ενώ θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί πολύ εύκολα αν είχαμε τις πιο σωστές υποδομές και διαμορφωμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να αντέχουν περισσότερο κόσμο, είτε αυτό σημαίνει κυκλοφοριακό, είτε σημαίνει όγκος των σκουπιδιών, είτε σημαίνει ΜΜΜ, για να αναφέρω κάποια παραδείγματα.
Αυτό που θα θέλαμε εμείς είναι μια στρατηγική κι ένα πλάνο να ξέραμε που θα πάνε αυτά, σε τοπικό επίπεδο, αλλά όχι μόνο. Μια περιφέρεια όπως είναι της Αττικής, που δέχεται έναν όγκο τουρισμού αρκετά μεγάλο, πρέπει να συνεργαστεί και με τις υπόλοιπες περιφέρειες τις κοντινές, ώστε οι υποδομές και στις διπλανές περιφέρειες να αναπτύσσονται σωστά και να βλέπουμε μια πιο σωστή διάχυση του τουρισμού και σε άλλους προορισμούς, για να μην έχουμε κι αυτά τα φαινόμενα. Θα σας δώσω ένα πολύ απλό παράδειγμα εκτός Περιφέρειας Αττικής: Αυτή τη στιγμή φεύγουν πολλοί τουρίστες και κάνουν ημερήσια εκδρομή στους Δελφούς. Ενώ θα μπορούσαν να παραμείνουν εκεί λοιπόν για 1-2-3 βράδια, επειδή δεν έχει αναπτυχθεί σωστά (και δεν έχει αναπτυχθεί γενικά θα έλεγα) το κομμάτι της Περιφέρειας που είναι οι Δελφοί, ώστε να έχει λόγο να μείνει εκεί, φεύγει το πρωί και γυρνάει το βράδυ.
– Παρατηρείται το φαινόμενο που γνωρίζετε οι ταξιδιωτικές αφίξεις να αυξάνονται αλλά να μειώνεται η κατά κεφαλή δαπάνη των τουριστών, λόγω της παγκόσμιας πληθωριστικής κρίσης. Π.χ. πολλοί τουρίστες έρχονται εδώ κόβοντας κάποιες δραστηριότητες, αγοράζουν από σούπερ μάρκετ για να μαγειρεύουν. Σε αυτό το πλαίσιο τέτοιες αυξήσεις μπορεί να λειτουργήσουν αποθαρρυντικά για μια μεγάλη μάζα τουριστών που δεν είναι οι θαμώνες των 5αστερων ξενοδοχείων και εντάσσονται σε άλλες σημαντικές κατηγορίες (π.χ. επαναλαμβανόμενοι τουρίστες, επαγγελματίες, συνεδριακός τουρισμός);
Εδώ, όπως είπατε πολύ σωστά, υπάρχει το φαινόμενο ο κόσμος να εξοικονομεί κάτι φτιάχνοντας γεύματα στο διαμέρισμα που θα έχει νοικιάσει, το οποίο το βλέπουμε πάρα πολύ λόγω και του φαινόμενου της βραχυχρόνιας μίσθωσης, που έχει εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια κι έχει αναπτυχθεί εντελώς άναρχα και χωρίς κανένα πλαίσιο λειτουργίας. Οπότε αυτό που βλέπουμε είναι ότι όντως έχουμε αύξηση στις αφίξεις, το οποίο όμως δεν μεταφράζεται σε πληρότητα στα ξενοδοχεία, καθώς βλέπουμε το τελευταίο τετράμηνο -που είναι και βασικοί μήνες της τουριστικής κίνησης της Αθήνας- να έχει μειωθεί η πληρότητα σε σχέση με πέρυσι στα ξενοδοχεία. Αυτό που πρέπει να δούμε -επαναλαμβάνω- είναι που θέλουμε να είμαστε σε 10 χρόνια. Να πανηγυρίζουμε για ρεκόρ αφίξεων σε νούμερα, ή να έχουμε καταφέρει να αλλάξουμε και την ποιότητα του τουρίστα που έρχεται στη χώρα μας, ο οποίος θα μπορεί να ξοδεύει όπως ξόδευε και πέρσι και προ πανδημίας. Γι’ αυτό χρειάζεται μια αλλαγή στρατηγικής και να μη πηγαίνουμε στην ποσότητα αλλά στην ποιότητα. Θα ξαναγυρίσω στο θέμα των υποδομών, λέγοντας ότι αν είχαμε ένα μητροπολιτικό συνεδριακό κέντρο, το οποίο να μπορεί να φέρνει μεγάλα συνέδρια παγκόσμια, θα βλέπαμε εντελώς διαφορετικά νούμερα και στα κατά κεφαλήν έσοδα. Το θέμα του συνεδριακού τουρισμού το αναφέρουμε εδώ και 30 χρόνια…
– Η Αθήνα είναι κορυφαίος city break προορισμός τα τελευταία χρόνια. Θεωρείτε ότι μπορεί να επηρεαστεί με αυτές τις αυξήσεις η ανταγωνιστικότητα του πακέτου;
Ναι προφανώς μπορεί να επηρεαστεί, παρ’ όλα αυτά ακόμα και με αυτές τις αυξήσεις παραμένουμε μια από τις φθηνές πρωτεύουσες της Ευρώπης. Δηλαδή οι παρά τις αυξήσεις που βλέπουμε και στα ξενοδοχειακά καταλύματα, ακόμα είμαστε κάτω του μέσου όρου των πρωτευουσών της Ευρώπης.
– Στο τελευταίο δελτίο τύπου της ΕΞΑΑΑ αναφέρετε ότι ενώ η συνεισφορά των ξενοδοχείων στα τέλη είναι γνωστή, δεν γνωρίζετε για την αντίστοιχη συμπεριφορά των Airbnb σε τέλη.
Είναι πολύ απλό, δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα, για τη συνεισφορά είτε της βραχυχρόνιας, είτε των ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων, όσον αφορά για παράδειγμα στο τέλος ανθεκτικότητας που από πέρυσι (01/01/2024) υποχρεούνται να πληρώνουν και σ’ αυτά τα καταλύματα, αλλά δεν έχουμε δει ακόμα σε τι επίπεδο όντως φέρνουν κάποια έσοδα ή όχι. Κι όταν έχουμε φθάσει σε ένα επίπεδο να είναι διπλάσιες οι κλίνες στη βραχυχρόνια μίσθωση απ’ ότι είναι στα ξενοδοχειακά καταλύματα, καταλαβαίνετε ότι δεν μπορούμε να μην αναρωτιόμαστε τι ποσό εισπράττεται τελικά από το κράτος σε αυτές τις δραστηριότητες.
– Και στο τελευταίο δελτίο τύπου αναφέρεστε και σε ‘μη καταγεγραμμένη’ διαμονή μεγάλου όγκου επισκεπτών που, αν καταλαβαίνω σωστά, σχετίζετε με τη μη καταγραφή μεγάλου αριθμού κλινών στη βραχυχρόνια μίσθωση;
Στο δελτίο αναφέρουμε ότι οι κλίνες οι οποίες έχουν καταγραφεί επίσημα από το ΙΤΕΠ (Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων) αφορούν μόνο μια πλατφόρμα και πάλι δεν υπάρχει ένας επίσημος φορέας ο οποίος να τα έχει καταγράψει και να γνωρίζουμε ακριβώς τελικά πόσα είναι ή τουλάχιστον σε εμάς δε δημοσιεύονται αυτά τα νούμερα. Το ίδιο ισχύει και για τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, τα «κλειδιά», όπου υπάρχει εκεί μια κατάταξη η οποία δεν είναι υποχρεωτική και που αυτή τη στιγμή δε γνωρίζουμε πόσες κλίνες υπάρχουν σ’ αυτού του είδους τα καταλύματα, που πολλές φορές, δυστυχώς, τα μπερδεύουμε με ξενοδοχεία. Είναι άλλη η κατάταξη της αστεροποίησης και η επίσημη ονομασία «ξενοδοχείο» κι είναι άλλο όλα τα μικρά κτήρια τα οποία βλέπουμε στο κέντρο της Αθήνας, τα οποία πολλές φορές παρανόμως χρησιμοποιούν τον όρο ξενοδοχείο/hotel. Ταυτόχρονα είναι πολύ λίγα τα ξενοδοχεία που έχουν καταγραφεί επίσημα ως καινούρια τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα.
– Ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία της Ελλάδας». Ωστόσο το ζήτημα του «υπερτουρισμού» μαζί με τον αποκλεισμό ενός μεγάλου μέρους του ντόπιου πληθυσμού από το «ελληνικό καλοκαίρι», όπως και τα ζητήματα που ανέδειξε η περίοδος του covid, θέτουν και ζητήματα μακροπρόθεσμης διαχείρισης και βιωσιμότητας της τουριστικής βιομηχανίας. Λέτε ότι το ελληνικό κράτος διαχειρίζετε αυτά τα ζητήματα προσχηματικά και εισπρακτικά. Αν ωστόσο βλέπατε ότι η διαχείριση των φορολογικών εσόδων γίνεται με σκοπό να υπηρετήσει τη λογική ενός βιώσιμου μοντέλου τουρισμού, που θα λειτουργούσε με ανταποδοτικότητα ως προς τη δημιουργία υποδομών που θα αναβάθμιζαν το τουριστικό προϊόν, θα συζητούσατε την αύξηση αυτών των φόρων;
Ότι έχουμε γίνει εισπαρακτικός μηχανισμός σας το ανέφερα και νωρίτερα. Ο λόγος που ζητάμε να υπάρχει ανταποδοτικότητα, να υπάρχει διάλογος και να υπάρχει μια μακροχρόνια πολιτική στρατηγική για τον τουρισμό είναι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο: Να ξέρουμε που πάνε αυτα τα χρήματα, πώς τα εκμεταλλευόμαστε, που στοχεύουμε, γιατί έχουμε ακούσει από τα χείλη του πρωθυπουργού ότι θέλουμε να γίνουμε ένας “high end” προορισμός. Αυτό για να γίνει θέλει πολυ προσπάθεια από πολύ κόσμο, θέλει αναβάθμιση του προϊόντος, είτε από ιδιώτες, είτε από το κράτος σε όλα τα επίπεδα (μαρίνες, θαλάσσιο τουρισμό, ξενοδοχεία κλπ.) και σίγουρα δεν θέλουμε μονόπλευρες αποφάσεις όπως έχουμε δει τα τελευταία χρόνια χωρίς διαβούλευση με τον κλάδο μας, που πολλές φορές ακούμε από πολλά στόματα ότι είναι η “βαριά βιομηχανία” της χώρας, αλλά δε βρισκόμαστε τις περισσότερες φορές στο τραπέζι των διαβουλεύσεων και έρχονται εκπλήξεις που σαφώς μας βρίσκουν αντίθετους, με παράπονο και προβληματισμένους για το μέλλον πολλών επιχειρήσεων. Να σημειώσουμε ότι το 60% των ξενοδοχείων στην Ελλάδα πρόκειται για μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, δεν πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι τα ξενοδοχεία είναι αυτά που έχουν 300-600 δωμάτια, αυτά είναι λίγα.
– Τα στοιχεία που βγαίνουν δείχνουν ότι υπάρχει μια τάση επιμήκυνσης της σαιζόν. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση επικαλέιται αυτήν την ανάγκη προώθησης ενός λιγότερου εποχικού μοντέλου τουρισμού, εξαιρώντας τον Μάρτιο από τους μήνες υψηλής χρεώσης για το τέλος ανθεκτικότητας. Θεωρείτε ότι εξυπηρετούν τα νέα μέτρα έστω και λίγο αυτή τη λογική;
Ναι (η εξαίρεση του Μαρτίου) θα βοηθήσει έστω και λίγο σε αυτή την κατεύθυνση, παρ’ όλα αυτά πάλι πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι και ο Έλληνας (που γνωριζουμε πολύ καλά τις οικονομικές επιβαρύνσεις που έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια) που θα ταξιδέψει τον Απρίλιο, τον Μάιο, στην 28η Οκτώβρη του χρόνου, στα τριήμερα, θα χρειαστεί να πληρώσει το αυξημένο τέλος ανθεκτικότητας. Κι εκεί καταλαβαίνετε ότι θα υπάρξει πολύ μεγάλη αντίδραση, γιατί ακριβώς, το ξαναλέω, έχουμε γίνει εισπρακτικός μηχανισμός. Κι όταν είμαστε στην υποδοχή και του λέμε “πρέπει να πληρώσεις κι αυτά παραπάνω”, εκείνη τη στιγμή δεν καταλαβαίνει ότι είναι κάτι που πάει απευθείας στο κράτος κι εμείς απλά είμαστε οι μεσάζοντες. Κι όσον αφορά για την Αθήνα, την επιμήκυνση, είναι κάτι το οποίο παλεύουμε κι εμείς πολλά χρόνια ώστε να γίνουν προς αυτή την κατεύθυνση προσπάθειες (με παραπάνω πτήσεις, με κάποιους tour operator, με την αναβάθμιση του προϊόντος μας κλπ.) το οποίο δυσκολεύει και δυσκολεύτηκε πολύ από τη στιγμή που άρχιζε να μπαίνει αυτό το τέλος ανθεκτικότητας, ναι μεν χαμηλωμένο στους χειμερινούς μήνες, αλλά είναι κάτι το οποίο υπάρχει.