Τουλάχιστον πέντε εγχώριους και εξωγενείς κινδύνους που ελλοχεύουν ξεδίπλωσαν τις προηγούμενες ημέρες διαδοχικά πορίσματα και εκθέσεις που ανακοινώθηκαν «εντός» συνόρων από την Ε.Ε., αλλά και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνουν τα πορίσματα του ΔΝΤ, της Eurostat, του IOBE και της ΤτΕ, το πιο μεγάλο μέτωπο που αναδεικνύεται είναι ο πληθωρισμός, καθώς και μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα, αλλά και ροκανίζει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Πιέσεις προκαλούν άλλες τρεις εστίες: η νέα γενιά «κόκκινων» δανείων και το υψηλό κόστος δανεισμού, το μεγάλο εξωτερικό «άνοιγμα», αλλά και το μεγάλο -και άπιαστο ακόμη- στοίχημα της αξιοποίησης των κονδυλίων της Ε.Ε.
Τα παραπάνω τέσσερα εσωτερικά μέτωπα ενισχύονται από τους μεγάλους κλυδωνισμούς που έρχονται από το εξωτερικό ή από τις μεγάλες παγκόσμιες απειλές. Πέρα από τις γεωπολιτικές προκλήσεις και τα ανοιχτά μέτωπα της ενεργειακής κρίσης και της γήρανσης του πληθυσμού, ενισχύεται ξανά και το μέτωπο του εμπορικού προστατευτισμού, αλλά και της δημοσιονομικής κρίσης με εκτόξευση του παγκόσμιου χρέους.
Στον αναπνευστήρα
Σε ποια θέση βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα; Το βασικό συμπέρασμα είναι πως τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας είναι ανθεκτικά σε ένα περιβάλλον αστάθειας και με πολλά κράτη σε κρίση. Ωστόσο, και λόγω αυτού του «περιβάλλοντος» αλλά και εξαιτίας ενδογενών παραγόντων, το κεντρικό σενάριο είναι αυτό μιας ήπιας ανάπτυξης της Ελλάδας σε συνθήκες συνεχών ανατιμήσεων, σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής και διεθνούς αβεβαιότητας. Δηλαδή, εξηγούν οι οικονομολόγοι, καθίσταται ακόμα πιο σημαντικό ένα «αντίβαρο» μέσα από ταχεία υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, του νέου σχεδίου για το παραγωγικό μοντέλο, αλλά και με άμυνες του ιδιωτικού τομέα, που πρέπει να αναπτυχθούν για να θωρακιστεί η ανάπτυξη.
Τα στοιχεία
Το ΔΝΤ εκτιμά πως η ελληνική οικονομία επιτυγχάνει και θα συνεχίσει να επιτυγχάνει άνοδο του ΑΕΠ, αλλά με τάση επιβράδυνσης: από ρυθμό ανάπτυξης λίγο πάνω από 2% φέτος προς το 1,3% έως το τέλος της δεκαετίας. Και αυτό όταν, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, απαιτείται ένας ρυθμός περί το 3% για να υπάρξει πραγματική σύγκλιση.
Επίσης, η Ελλάδα κατάφερε, σύμφωνα με τη Eurostat, να έχει πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 2% του ΑΕΠ και θα τα διατηρήσει στο μέλλον, σύμφωνα με το ΔΝΤ, γεγονός που θα της δίνει τη δυνατότητα αποκλιμάκωσης του χρέους σε ένα περιβάλλον νέας παγκόσμιας διόγκωσης των ελλειμμάτων και μιας νέας και ορατής δημοσιονομικής κρίσης παγκοσμίως.
Οι προβολές του ΔΝΤ δείχνουν και τη διατήρηση της ανόδου του πληθωρισμού στην Ελλάδα, σε ρυθμό άνω του 2% έως το τέλος της δεκαετίας. Δηλαδή, δείχνουν πως από μία χρονική στιγμή και μετά (λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και ειδικά αν δεν υπάρξει νέο αναπτυξιακό πακέτο από την Ε.Ε.) ο πληθωρισμός εγχωρίως θα τρέχει ταχύτερα από ό,τι η ανάπτυξη με προφανείς εισοδηματικές και καταναλωτικές επιπτώσεις. Αλλά και ο πληθωρισμός στους βασικούς εμπορικούς ανταγωνιστές της Ελλάδας θα είναι βραδύτερος, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ανταγωνιστική θέση της ελληνικής οικονομίας σε ένα καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Η παραπάνω εκτίμηση συνδέεται με πρόβλεψη του ΔΝΤ για διψήφια ανεργία και με μικρή μόνο αποκλιμάκωση του εξωτερικού εμπορικού ανοίγματος της χώρας, αλλά και με μία δημοσιονομική πολιτική, σύμφωνα με το ΔΝΤ, η οποία δημιουργεί πλεονάσματα μέσω χαμηλότερων φόρων (ως αναλογία του ΑΕΠ, γιατί μένουν σταθεροί σε αξία), αλλά και με εξίσου περιορισμένες δημόσιας δαπάνες.
Οι πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και η απώλεια ανταγωνιστικότητας
Το μεγαλύτερο και το πιο φανερό «αγκάθι» στο εσωτερικό περιβάλλον είναι αυτό των ανατιμήσεων. Είναι ήδη φανερό ότι περιορίζει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, όπως επισημαίνεται και στην τελευταία έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος, για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2024 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 2,2% ως συνέπεια του πληθωρισμού, έναντι ονομαστικής αύξησης κατά 1,1%, την οποία ροκάνισε η ακρίβεια (η αύξηση του εισοδήματος προέρχεται κυρίως από τη δραστηριότητα ελεύθερων επαγγελματιών και από τη μισθωτή εργασία).
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ, οι υψηλότερες ανατιμήσεις δεν έχουν μόνο κοινωνικές επιπτώσεις (με τη μείωση του εισοδήματος), αλλά και γενικότερα επιπτώσεις στην αγορά, αφού η βασική μέχρι στιγμής κινητήριος δύναμη της οικονομίας, η εσωτερική κατανάλωση, δέχεται πιέσεις. Επίσης, τίθεται ζήτημα απώλειας ανταγωνιστικότητας, καθώς ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι ήδη υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Το εξωτερικό άνοιγμα
Επιπλέον, σύμφωνα με τη ΤτΕ, ένα νέο μέτωπο διαμορφώνεται σε σχέση με το εξωτερικό ισοζύγιο, καθώς τα στοιχεία του τελευταίου διμήνου από το τουριστικό ισοζύγιο δείχνουν πτώση στη μέση δαπάνη ανά ταξίδι τον Αύγουστο 8,8% και στις ταξιδιωτικές πράξεις 1,8%, τη στιγμή που η εισερχόμενη κίνηση αυξήθηκε κατά 6,6%. Σημάδι και των πιέσεων που υπάρχουν στις χώρες που τροφοδοτούν τον τουρισμό. Αλλά και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο σύνολό του παραμένει έντονα ελλειμματικό, με μία μικρή βελτίωση τον Αύγουστο να προέρχεται από τη μείωση των εισαγωγών μεγαλύτερη από αυτή των εξαγωγών.
Τα «κόκκινα» δάνεια και το στεγαστικό
Ενα άλλο μέτωπο είναι η κατακόρυφη άνοδος στις τιμές των ακινήτων, με τα διαμερίσματα να έχουν ανατιμήσεις μόνο το δεύτερο τρίμηνο του 2024 κατά 9,2%, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και με το ΔΝΤ να καταγράφει την Ελλάδα ως το κράτος με τη μεγαλύτερη άνοδο τιμών ακινήτων την τελευταία διετία.
Η τάση αυτή προκαλεί νέα θηλιά και στην ακρίβεια, αλλά και επιβαρύνει εισοδηματικά τον ιδιωτικό τομέα κι έτσι θέτει και ζήτημα συγκράτησης και μείωσης των «κόκκινων» δανείων: το συνολικό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, σύμφωνα με την ΤτΕ, διαμορφώθηκε σε 10,4 δισ ευρώ τον Ιούνιο, αυξημένο κατά 14,8% ή κατά μισό δισ. ευρώ σε σχέση με τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Η άνοδος συνδέεται και με τεχνικούς λόγος, αλλά παρ’ όλα αυτά, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, ο δείκτης παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που είναι στο 2,3%. Η προσπάθεια αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστεί, επισημαίνει η ΤτΕ, και ανάλογη «εντολή» μεταφέρθηκε και κατά τη μετά προγραμματική εποπτεία, σύμφωνα με πληροφορίες από την αποστολή των θεσμών: έδωσαν έμφαση στην επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, αλλά και στην ολοκλήρωση του φορέα ακινήτων.
Το μεγάλο στοίχημα των αναπτυξιακών κονδυλίων
Για την Ελλάδα ένα μεγάλο στοίχημα είναι το κατά πόσο θα μπορέσει να αξιοποιήσει εγκαίρως τα πρωτόγνωρα (και πιθανόν μη επαναλαμβανόμενα) ποσά που έχει διαθέσιμα από τις Βρυξέλλες. Τα φώτα επικεντρώνονται στο Ταμείο Ανάκαμψης, που πρέπει να ολοκληρωθεί το 2026, και στο δεδομένο ότι πλέον δεν θα είναι εμπροσθοβαρής η διανομή των χρημάτων στην ελληνική αγορά και στους τελικούς αποδέκτες. Διαμορφώνεται έτσι ένα κρίσιμο στοίχημα για τους επόμενους μήνες: είτε μία επιτάχυνση θα ανατρέψει τα προγνωστικά και θα φέρει ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και ενίσχυση της ελληνικής επιχειρηματικότητας και της κοινωνίας είτε μια αποτυχία (με την έννοια της διατήρησης της τωρινή τάσης) θα προκαλέσει τον κίνδυνο απώλειας κονδυλίων. Αν δεν υπάρξει, βεβαίως, κάποια ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση για παράταση του Ταμείου Ανάκαμψης μετά το 2026 με τα υφιστάμενα και όχι με νέα κονδύλια.
Οι εξωτερικοί κίνδυνοι και το νέο «αγκάθι» της κρίσης χρέους
Το ΔΝΤ στα πορίσματά του περιέγραψε γλαφυρά τους κινδύνους κυρίως για την παγκόσμια οικονομία, οι οποίοι εκτείνονται από τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις εμπόλεμες ζώνες στην ευρύτερη περιοχή έως μία νέα αποσταθεροποίηση της αγοράς ενέργειες και κεφαλαίων, τη γήρανση του πληθυσμού και τις πιθανές επιπτώσεις από μια ενίσχυση του προστατευτισμού στο εμπόριο.
Εμφαση δόθηκε και στο κίνδυνο εμφάνισης νέας κρίσης χρέους, το οποίο παγκοσμίως ξεπερνά τα 100 τρισ. δολάρια. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε τη Δευτέρα η Eurostat για το έλλειμμα και το χρέος σε όλα τα κράτη-μέλη επιβεβαιώνεται ότι η Ελλάδα είναι εντός στόχων, αλλά 10 χώρες της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων και η Γαλλία αλλά και το Βέλγιο, βρίσκονται στο «κόκκινο», με έλλειμμα πάνω από το 3% του ΑΕΠ φέτος, αλλά και με ανοδική τάση στο χρέος, το οποίο, σύμφωνα με τις προβολές του ΔΝΤ, αναμένεται να διατηρηθεί όλη τη δεκαετία έως και το 2029. Πέρα από τις επιπλοκές που θα φανούν το επόμενο διάστημα στις διαπραγματεύσεις που θα πρέπει να γίνουν για προγράμματα προσαρμογής, θα φανεί το επόμενο διάστημα τι θα σημάνει αυτή η δημοσιονομική θηλιά στις αποφάσεις που θα ληφθούν για νέα κοινή χρηματοδοτική δράση της Ευρώπης μετά το 2026.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 25/10/2024)