Τι φταίει; Πώς γίνεται, ενώ η χώρα μας διαθέτει μια ακμάζουσα τουριστική βιομηχανία και μια ζηλευτή πρωτογενή αγροδιατροφική παραγωγή, να αδυνατεί να διασυνδέσει αποτελεσματικά τους δυο τομείς, ώστε να καταστήσει το ελληνικό τουριστικό προϊόν πιο ανθεκτικό, ελκυστικό και βιώσιμο, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι τα οφέλη του μπορούν να διαχυθούν πιο αποτελεσματικά στην ευρύτερη οικονομία; Η αναλυτική έρευνα της διαΝΕΟσις «Τουρισμός και αγροδιατροφή στην Ελλάδα: Μια μεγάλη αναξιοποίητη ευκαιρία» εστιάζει στα κομβικά εμπόδια που συναντούν οι προσπάθειες γεφύρωσης αυτού του χάσματος και προτείνει έναν συνεκτικό οδικό χάρτη για την επίλυση του ακανθώδους αυτού ζητήματος.
Κοινή παραδοχή όλων είναι ότι η ελληνική επικράτεια διαθέτει ξεχωριστά πλεονεκτήματα για να ενισχύσει μορφές θεματικού τουρισμού, όπως ο γαστρονομικός τουρισμός κι ο αγροτουρισμός. «Εχουμε προϊόντα τα οποία είναι μοναδικά για να προβάλλουμε το branding της Ελλάδας. Το λάδι είναι ένα απ’ αυτά. Η γραβιέρα μας είναι μοναδικό προϊόν. Το στραγγιστό γιαούρτι είναι ο πρέσβης της Ελλάδας στο εξωτερικό» αναφέρει ένας συμμετέχων στην έρευνα. Την ίδια στιγμή, 30% των δαπανών του εγχώριου τουρισμού πηγαίνει στην εστίαση, 73,3% των προμηθειών των ξενοδοχείων αφορά τρόφιμα και ποτά και περίπου 60% των Ελλήνων ξενοδόχων προτιμούν να προμηθεύονται για τις επιχειρήσεις τους εγχώρια αγροδιατροφικά προϊόντα. Αλλωστε, πρόκειται για προϊόντα αναμφισβήτητης ποιότητας: Πέρυσι η χώρα μας κατείχε 115 ονομασίες εδώδιμων αγαθών, 147 ονομασίες οίνων και 15 ονομασίες οινοπνευματωδών.
Αδυναμία επίτευξης οικονομίας κλίμακας
Η διαλεχτή ποιότητα των ελληνικών προϊόντων και η ευκαιρία που δημιουργούν για την προσέλκυση τουριστών υψηλών εισοδημάτων, δη της δυναμικής και νεανικής τάσης των foodies, είναι ένας από τους βασικούς λόγους που οι Ελληνες ξενοδόχοι προτιμούν τα εγχώρια προϊόντα, μαζί με την επιθυμία στήριξης της τοπικής οικονομίας. Ωστόσο, ο ελληνικός τουρισμός απέχει παρασάγγας από το να λειτουργεί με όρους οικονομίας κλίμακας. Πολλές φορές οι ξενοδόχοι δεν επιλέγουν τα εγχώρια προϊόντα σε τόσο μεγάλο βαθμό και κύριες αιτίες είναι η αδυναμία κάλυψης της απαιτούμενης γκάμας, λόγω μη κάλυψης της ζήτησης, το συνήθως υψηλότερο κόστος σε σχέση με τα εισαγόμενα, αλλά και η συχνά αναποτελεσματική συνεργασία με τους προμηθευτές.
Οπως δείχνουν και τα πορίσματα της ποσοτικής έρευνας της διαΝΕΟσις, κανένας από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς του δείγματος δεν συνεργάζεται απευθείας με τουριστικές μονάδες ή εστιατόρια, ενώ όσοι συνεργάζονται απευθείας με καταλύματα κατά μέσο όρο διοχετεύουν σχεδόν 31% της παραγωγής τους σε αυτά, ενώ όσοι προμηθεύουν απευθείας εστιατόρια δίνουν περίπου 28% της παραγωγής τους. Επίσης, για τους φορείς της αγροδιατροφής τα εμπόδια της «κάλυψης της γκάμας», της «έλλειψης τυποποίησης» και της «αναποτελεσματικής συνεργασίας» δεν φαίνεται να θεωρούνται τόσο σημαντικά όσο για τις τουριστικές μονάδες. Η περιορισμένη ενημέρωση των τουριστών για την ποιότητα των λίγο πιο ακριβών από τα τυποποιημένα ελληνικών προϊόντων, η ελλιπής προβολή της τοπικής γαστρονομίας και η ανεπαρκής εκπαίδευση των επαγγελματιών και των δύο κλάδων έρχονται να συμπληρώσουν μια εικόνα που καταδεικνύει τη «βροντερή» απουσία μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής από την πλευρά του κράτους και των τοπικών αρχών.
Η ανάγκη ενός «γαστρονομικού DMΟ»
Τα τελευταία χρόνια κάτι δείχνει να κινείται σε κατεύθυνση γεφύρωσης του χάσματος. Πέρσι το υπουργείο Τουρισμού ανακοίνωσε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία μιας «Πλατφόρμας γαστρονομικού χάρτη», ένα φιλόδοξο εγχείρημα ψηφιακής προώθησης της πλούσιας ελληνικής γαστρονομικής κληρονομιάς, που προβλέπει τη χρήση ενιαίου διαδραστικού χάρτη για γαστρονομικές αναζητήσεις με δυνατότητα απευθείας κράτησης. Οι ερευνητές της διαΝΕΟσις προτείνουν ακόμα πιο συγκεκριμένα βήματα διασύνδεσης. Ως σημείο αφετηρίας του προτεινόμενου οδικού χάρτη προκρίνεται η αξιοποίηση του νόμου 4875/2021, για τη λειτουργία των Οργανισμών Διαχείρισης και Προώθησης Προορισμού (DMOs), συγκεκριμένα η σύσταση ενός «γαστρονομικού DMΟ», την επίβλεψη του οποίου θα μπορούσε να αναλάβει ένα Εθνικό Συμβούλιο Ελληνικής Γαστρονομίας, αποτελούμενο από εκπροσώπους κρατικών, περιφερειακών και επαγγελματικών φορέων. Αξονες δράσης ενός τέτοιου «γαστρονομικού DMO» θα ήταν η δημιουργία ενός ενιαίου branding εθνικής γαστρονομικής ταυτότητας, με αξιοποίηση μεθόδων storytelling, «συστηματοποίηση» γαστρονομικών προγραμμάτων και σημάτων και ένα ενιαίο και ταυτόχρονα τοπικά διαφοροποιημένο marketing του ελληνικού προϊόντος.
Προτεινόμενες λύσεις, κεντρικά και περιφερειακά
Σύμφωνα με τη διαΝΕΟσις, η διασύνδεση της αγροδιατροφής και του τουρισμού στην Ελλάδα είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Σε κεντρικό επίπεδο, προτείνονται η διαμόρφωση ενός στρατηγικού εθνικού σχεδίου διασύνδεσης και προώθησης του εθνικού brand και η διοργάνωση δράσεων ενημέρωσης και κατάρτισης για την αντιμετώπιση των άλυτων ζητημάτων. Σε περιφερειακό επίπεδο, υποστηρίζεται ότι μέσω της ενδυνάμωσης των αγροδιατροφικών συμπράξεων μπορούν να γίνουν βήματα στην κατεύθυνση της δημιουργίας προσαρμοσμένων πακέτων «all inclusive», που να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα ποσοστά κατανάλωσης τοπικών προϊόντων, καθώς και της σύνδεσης της γαστρονομίας με άλλες μορφές θεματικού τουρισμού (π.χ. πολιτιστικού, θρησκευτικού). Τέλος, σε τοπικό επίπεδο θα μπορούσε να εξεταστεί ένα πρόγραμμα δημιουργίας πωλητηρίων και προθηκών σε ξενοδοχεία και εστιατόρια ή δράσεις σύνδεσης των γαστρονομικών εμπειριών με τη νεανική επιχειρηματικότητα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 25/10/2024)