Για πρώτη φορά το πανίσχυρο Ελεγκτικό Συνέδριο ασχολείται με τους παράγοντες που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της χώρας, σε ειδική έκθεση που εκπόνησε με βάση το νέο του οργανικό νόμο. Το δικαστήριο καταγράφει στο εν λόγω πόρισμα την πορεία της χώρας και κάνει λόγο για τέσσερις «σημαντικές προκλήσεις και κινδύνους, που είναι οι εξής: το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το επενδυτικό έλλειμμα (επενδυτικό κενό), το δημογραφικό πρόβλημα (που το συνδέει με το brain drain) και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής».
Στο ειδικό πόρισμα για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, το πρώτο που συντάσσεται από το δικαστήριο, καταγράφει ξεχωριστά τους κινδύνους σε τρία πεδία, τράπεζες, δημόσιο χρέος και συνταξιοδοτικό. Περιγράφει τα βήματα που έχουν γίνει, αλλά και καταγράφει συστάσεις για επιπλέον δράση.
Στο βασικό του κείμενο αναλύονται η πορεία της οικονομίας και οι τέσσερις σημαντικές προκλήσεις και κίνδυνοι:
- Ελλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Θεωρείται «μια μεγάλη διαχρονική αδυναμία (μακροοικονομική ανισορροπία) της ελληνικής οικονομίας», με κύρια αιτία το γεγονός ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εγχώρια κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική), η οποία υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό το δυνητικό συνολικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας (παραγωγικότητα). Το θετικό είναι ότι σήμερα δεν προκύπτει ζήτημα «δίδυμων ελλειμμάτων». Εντούτοις, αναφέρεται πως οι εξελίξεις στο ισοζύγιο «πρέπει να τύχουν ενδελεχούς παρακολούθησης κατά τα προσεχή έτη και, εφόσον διαπιστωθεί ότι το έλλειμμα παραμένει σε υψηλό ποσοστό, να εξεταστεί η λήψη κατάλληλων μέτρων σοβαρής μείωσής του». Επισημαίνεται πως η μείωση του ελλείμματος «δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση» λόγω της ΟΝΕ (αδυναμία υποτίμησης, επιβολής δασμών κ.λπ.), αλλά προτείνονται, ενδεικτικά, η ενίσχυση των επενδύσεων σε ανταγωνιστικά προϊόντα με προστιθέμενη αξία, η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, η αύξηση της παραγωγικότητας, η βελτίωση των υποδομών, η ενίσχυση της έρευνας και της ανάπτυξης (R&D), η σύνδεση των ερευνητικών κέντρων με την παραγωγή και η βελτίωση/αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της διά βίου μάθησης.
- Επενδυτικό κενό. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε η ελληνική οικονομία στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας (2010-2021) και σε αυτό προστέθηκε και η απομείωση του αποθέματος πάγιου κεφαλαίου. «Η αδυναμία των επενδυτικών δαπανών να αντισταθμίσουν τις αποσβέσεις έχει προκαλέσει στην ελληνική οικονομία έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, τεχνολογική υστέρηση και μείωση της παραγωγικότητας. Συνεπώς, η αύξηση των επενδύσεων και του αποθέματος κεφαλαίου συνιστά δομική προϋπόθεση, ώστε να καταφέρει η ελληνική οικονομία να επιτύχει βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης στο μέλλον» αναφέρει το δικαστήριο. Εξηγεί πως το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί σημαντική ευκαιρία. Ωστόσο, εκτός, όμως, από το Ταμείο Ανάκαμψης, «η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει κατάλληλες πολιτικές ώστε να γίνει πόλος ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες μπορούν να χρηματοδοτήσουν άμεσα και με ιδιωτικά κεφάλαια το επενδυτικό κενό».
- Μείωση του εργατικού δυναμικού, μετανάστευση εξειδικευμένων εργαζομένων (brain drain) και δημογραφικό πρόβλημα. Αποτελούν σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει εντονότερα η Ελλάδα την επόμενη δεκαετία, αναφέρεται. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά στη χώρα μας πολλοί νέοι που εντάσσονται στους καλύτερα εκπαιδευμένους Ελληνες (π.χ., επαγγελματίες υγείας και μηχανικοί) αναζητούν ευκαιρίες στο εξωτερικό λόγω της οικονομικής ύφεσης, των χαμηλών μισθών, της ανεργίας και των περιορισμένων ευκαιριών ανέλιξης στην Ελλάδα. Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες για την οικονομία και την καινοτομία στη χώρα.
- Κλιματική κρίση. Αν και το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής ξεπερνά τα σύνορα της Ελλάδας, καθώς τείνει να αποτελέσει παγκόσμιο πρόβλημα, εκτιμάται πως «η συστηματική παρακολούθησή του πρέπει πλέον να αποτελέσει μέγιστη προτεραιότητα, καθώς μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των μελλοντικών κρατικών Προϋπολογισμών (ενδεικτικά, επιβάρυνση με πρόσθετες δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών και την ενίσχυση όσων πλήττονται, μείωση εσόδων λόγω μειωμένης παραγωγής, αναστολή οφειλών κ.λπ.), αλλά και τους μακροοικονομικούς δείκτες (μειωμένο ΑΕΠ, υψηλή ανεργία κ.λπ.)».
Οι τρεις κινήσεις θωράκισης του χρέους
Επιτοκιακός, ο πιο μεγάλος κίνδυνος του μέλλοντος
Τρεις βασικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, που επηρεάζουν και τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, περιγράφει το δικαστήριο και αφορούν: τη εξασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης, τη διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας μέσω της αποφυγής δημιουργίας νέων πρωτογενών ελλειμμάτων και της επιστροφής σε ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα και την αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η οποία θα διευρύνει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας και θα διευκολύνει την επίτευξη του στόχου της περαιτέρω μείωσης του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ.
Εξηγεί πως το δημόσιο χρέος, από τη φύση του, υπόκειται σε κινδύνους που ιδίως σε περιπτώσεις πολλαπλών επιδράσεων μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη βιωσιμότητά του. Το καλό είναι πως προς το παρόν στην Ελλάδα παρατηρείται ότι τo μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους, που αποτελείται από τα δάνεια του επίσημου τομέα (EFSF, ESM, δάνεια GLF κ.λπ.), διέπεται από ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής (χαμηλά επιτόκια, μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής, αναβολή καταβολής τόκων, περίοδος χάριτος για την απόσβεση μέρους των δανείων κ.λπ.).
Ωστόσο, επισημαίνεται πως «τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους δεν είναι μόνιμα». Εκτιμάται πως «μακροπρόθεσμα παρουσιάζεται κίνδυνος, αφού η σταδιακή αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο».
Πίεση στα κρατικά ταμεία από το ασφαλιστικό σύστημα
Οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις έχουν συμβάλει στην εξασφάλιση μιας μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συστήματος. Ομως, η αναμενόμενη σταδιακή αύξηση στο μέλλον του αριθμού των συνταξιούχων σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των εργαζομένων, η αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής, τυχόν επιβράδυνση του ρυθμού αποκλιμάκωσης της ανεργίας, το υψηλό ποσοστό συνταξιούχων ηλικίας κάτω των 70 ετών, καθώς και η διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της συνολικής ετήσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ συνιστούν προκλήσεις, αναφέρει το δικαστήριο σε ειδικό κεφάλαιο για τη δημόσια ασφάλιση. Επισημαίνει πως οι προκλήσεις αυτές «δεν επιτρέπουν εφησυχασμό ή αδράνεια στην ανάγκη συνεχούς παρακολούθησης και λήψης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση ή έστω τον περιορισμό σε διαχειρίσιμα επίπεδα των επιπτώσεων που αυτές ενδέχεται να επιφέρουν μεσομακροπρόθεσμα στη βιωσιμότητα του συστήματος δημόσιας ασφάλισης».
Εξηγεί πως η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι πρώτη στις συνταξιοδοτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ και τούτο «θα υποχρεώσει το κράτος στη δέσμευση σημαντικών πόρων του κρατικού Προϋπολογισμού για τη στήριξη του συστήματος». Επισημαίνει, επίσης, πως αστάθμητοι παράγοντες, όμως, όπως η κλιματική αλλαγή και οι ζημιές που επιφέρει στο φυσικό περιβάλλον, στις υποδομές αλλά και σε κλάδους που εξαρτώνται από αυτήν (αγροτική παραγωγή, εμπόριο, τουρισμός κ.λπ.), θα έχουν ως συνέπεια την ανάγκη μεταφοράς πόρων από τον Προϋπολογισμό προς αντιμετώπιση των αναγκών που θα προκύψουν και θα χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης, στερώντας κρίσιμους πόρους για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος.
Προσοχή σε νέα γενιά «κόκκινων» δανείων
«Ο υψηλός και επίμονος πληθωρισμός, που συνήθως συνοδεύεται από υψηλά επιτόκια, η ενδεχόμενη εμφάνιση μιας νέας γενιάς ΜΕΔ και συνακόλουθα η αύξηση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών, σε συνδυασμό με τη διατήρηση και την ενίσχυση της ικανότητάς τους για τη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου, αποτελούν στοιχεία που χρήζουν εντατικής και συστηματικής παρακολούθησης κατά το προσεχές διάστημα» αποφαίνεται το Ελεγκτικό Συνέδριο στο ειδικό κεφάλαιο για τις τράπεζες.
Το δικαστήριο αναφέρει πως ο ελληνικός τραπεζικός τομέας σημείωσε αξιόλογη πρόοδο, «πιστοποιώντας ότι είναι σε θέση να συνεχίσει τον διαμεσολαβητικό του ρόλο, επωφελούμενος από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και την αναμενόμενη επαναφορά του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα αξιολόγησης». Προσθέτει όμως πως «η βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών παραμένει μια σημαντική πρόκληση για τον κλάδο».
Εξηγεί πως η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών παραμένει σχετικά χαμηλή, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αφορά οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs). Η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) παραμένει σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Ως εκ τούτου, υφίσταται ανάγκη περαιτέρω μείωσής του, μέσω αποτελεσματικής διαχείρισης του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Σημειώνει πως «η μεταφορά μέρους των εν λόγω δανείων εκτός πιστωτικού συστήματος (π.χ., σε εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων και δανείων – servicers) δεν σημαίνει αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία». Επίσης, αναφέρει πως σημαντική πρόκληση για τον κλάδο αποτελεί και η βελτίωση του Δείκτη Δανείων προς Καταθέσεις, που υπολείπεται ουσιωδώς του αντίστοιχου μέσου όρου της ευρωζώνης.
SOS για τα υψηλά επιτόκια
Επισημαίνει, επίσης, πως «το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων καθίσταται σημαντικός κίνδυνος για τις συστημικές τράπεζες, καθώς θα πρέπει να σημειώσουν πρόοδο ως προς την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MRELs) μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων». Απαιτείται επομένως «ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης και βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας».
Κρίνει πως δρουν επιβοηθητικά στην κερδοφορία των τραπεζών η αύξηση των επιτοκίων και η προοπτική για πιστωτική επέκταση, με αξιοποίηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Ταυτόχρονα, όμως, «η άνοδος των επιτοκίων επιδρά αυξητικά στις δαπάνες για τόκους των δανειοληπτών, αυξάνοντας το ενδεχόμενο μιας νέας γενιάς ΜΕΔ, ενώ δύναται να περιορίσει τη ζήτηση νέων δανείων που δεν σχετίζονται με τον RRF».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 15/11/2024)